You are currently viewing Κώστια Κοντολέων: ένα διήγημα   

Κώστια Κοντολέων: ένα διήγημα  

Η ΦΟΒΕΡΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ

 

 

Τρίπολη.

Κάποιο καλοκαίρι κάποτε.

Η κάψα του μεσημεριού πυρώνει την άσφαλτο, ανελέητος ο ήλιος τρυπώνει παντού, πόσο αλαζόνας!!!

Ένα μικρό κορίτσι περιφέρεται μόνο του, ξυπόλητο, στην πόλη. 

Καψαλισμένες πατούσες και αποτύπωμα ιδρώτα στο αμάνικο φόρεμα.   

Το μεγάλο σιντριβάνι στην πλατεία φαντάζει όαση δροσιάς στα μάτια της, πλησιάζει, όλο και πιο κοντά, να μουσκέψει από το νερό που μ’ απανωτές ριπές την καταβρέχει. 

Μαλλιά και φόρεμα αναριγούν για λίγο μόνο στο δέρμα της.  Δεν θα γυρίσει στο σπίτι ν’ αλλάξει.

Απομακρύνεται σ’ άγνωστες της γειτονιές, ψάχνει καινούργιες παρέες, άλλα παιδιά πρόθυμα να την βάλουν στο παιχνίδι τους. Μα είναι μεσημέρι καλοκαιριού, η ζέστη κρατά κλειστά τα παραθυρόφυλλα στα σπίτια κι από τις αυλές εξαφανισμένα τα παιδιά. 

Τώρα κι’ αυτή αναζητάει μέρος σκιερό να δροσιστεί. Τα ρούχα της έχουν στεγνώσει πάλι.

Στην απέναντι πλευρά του δρόμου το βλέμμα πέφτει σε μισοτελειωμένο γιαπί -ελπίδα πολυπόθητης δροσιάς… Ίσως…

Νόμιζε…

Πάντως εισήλθε.

Ημίφως* μυρωδιά υγρασίας…  

Ψίθυροι νεαρών αρσενικών.

Προχωρά ψαχουλευτά, οι ψίθυροι σιμά της τώρα, σκοντάφτει, ένα χέρι απλώνεται, το πιάνει σφικτά να στηριχτεί πάνω του, απλώνεται ένα ακόμα, κι ύστερα κι άλλο, κι άλλο χέρια τραχιά, λαίμαργα. 

Ο λύκος στο παραμύθι που της λέγανε, είναι εδώ, μια αγέλη λύκων, κι αυτή μια  κοκκινοσκουφίτσα, χωρίς κόκκινο παλτό, μόνο με ένα φτηνό βαμβακερό φόρεμα…

Θυμάται το παραμύθι για τον λύκο και τρέχει να φύγει, τρέχουν κι εκείνοι κάποιος της αρπάζει το πόδι, πέφτει… 

Σκοτάδι.        

Μεσημέρι είχε φύγει από το σπίτι, σούρουπο επιστρέφει κρατώντας ένα μεγάλο πουλί από τις φτερούγες του.  Το κρατά σφικτά μην της ξεφύγει, κι ας δυσκολεύεται λιγάκι να περπατήσει.

     «Που ήσουν;»

    «Που χάθηκες τόσες ώρες;»

    «Από το μεσημέρι σε ψάχνω!»

    Απανωτές ερωτήσεις -προτάσεις προστασίας-  απαιτούν να πάρουν γρήγορες απαντήσεις.

    «Στο νεκροταφείο», λέει αόριστα το κορίτσι.

     «Και το πουλί που το βρήκες;»

     «Στο νεκροταφείο το βρήκα!»  

Το χαστούκι στο μάγουλο ολοκληρώνει την φοβερή προστασία. 

Το κορίτσι, τώρα, κρατώντας πάντα από τις φτερούγες το πουλί, πάει να καθίσει στο κατώφλι της πόρτας. 

Χαμογελάει.

Πρέπει να θυμηθεί πως βρέθηκε το μεγάλο πουλί στο χέρι της.

Και θυμάται…

Εκείνο το γιαπί, την σανίδα που ακουμπούσε σε μια κολώνα του, την τσουλήθρα που άρχισε πάνω της να κάνει, ξανά και ξανά…

 Κι ύστερα τι;

Το πουλί, τώρα,  σπαρταράει στο χέρι της.

 Και θυμάται…

     Εκείνα τα μεγάλα αγόρια…  Πόσα ήτανε;  Πέντε, όχι έξι. Ένα από αυτά κρατά στα χέρια του ένα πουλί. Κάπου δίπλα ένα σιδερένιο βαρέλι γεμάτο νερό…  Ένα από τ’ αγόρια την κρατάει πάνω από το βαρέλι…  Ένα άλλο προσπαθεί να την πλύνει…  Γιατί;

     «Έχεις γεμίσει ασβέστες, γι’ αυτό,» της λέει εκείνο χαχανίζοντας.

     Κι έπειτα το πουλί -κιρκινέζι της είπαν εκείνοι πως το έλεγαν- σπαρταρά τώρα στα δικά της χέρια.

      «Ή μου το δίνετε ή θα τα πω όλα!» -είχε απειλήσει

      Κι εκείνα…

       «Πάρ’ το, φύγε τώρα!» 

       Στο δρόμο της επιστροφής προσπαθούσε να κατανοήσει, εκείνο το ‘όλα.’ στην απειλή της.

        Μάταια.  Μόνο το σιδερένιο βαρέλι υπάρχει και το άγγιγμα, εκείνο το πρώτο άγγιγμα της στο κιρκινέζι.

 

    Τώρα έχει καθίσει στο πεζούλι.  Εκείνο το τσούξιμο εκεί που ενώνονται τα πόδια της δεν λέει να περάσει.  Και το κιρκινέζι πάντα να σπαρταράει με τις φτερούγες του ακόμα φυλακισμένες στο μικρό της χέρι.

     Σηκώνεται, πλησιάζει την πόρτα στο μέσα δωμάτιο.   

     «Στο νεκροταφείο το βρήκα, στο νεκροταφείο!» φωνάζει δυνατά να  ακουστεί.

Κι έπειτα βγαίνει στην αυλή χαλαρώνει τα δάχτυλα, το πουλί λεύτερο πετάει μακριά… Μακριά της.   

Μακριά από τη φοβερή προστασία της.

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.