Ήταν σε μια σκοτεινή αίθουσα που αιχμαλωτίστηκαν στην σαγήνη της ταινίας. Σύμβολο και σταθμός στην ζωή τους –θα γινότανε. Κι ήταν τότε κι εκεί, σ’ αυτήν την σκοτεινή αίθουσα, που ορκίστηκαν πως θα πήγαιναν -κάτι σαν προσκύνημα, το είδαν- να ζήσουν από κοντά την μαγεία, να περιπλανηθούν στο δάσος, ν’ αναταράξουν την λίμνη με το πάθος του έρωτα τους. Να σκαρφαλώσουν στο καμπαναριό, να κλέψουν κι εκείνοι τον κόκορα που έδειχνε τον καιρό. Και να τώρα, μόνοι τους εκεί στο απέραντο δάσος, τυλιγμένοι την ομίχλη της λίμνης, δίνουν στο πάθος τους χώρο να μετουσιωθεί σε πράξη. Δυο κορμιά σε ένα και η βροχή στα ξερά φύλλα -ιδιότυπη μουσική- εκεί που υπάρχει χώρος μόνο για όνειρα.
Μα ακόμη και για τα όνειρα έρχεται κάποτε το τέλος κι είναι τότε που δίνουν την θέση τους στους εφιάλτες. Μετά από τόσα –πόσα;- χρόνια, ζωσμένος τους εφιάλτες του, θα γυρίσει μοναχός του εκεί. Κι εκείνο το δέντρο, σιωπηλός μάρτυρας της ένωσης τους, χαρακωμένο κι ετοιμόρροπο πια, κρατάει ακόμη μνήμες και αισθήματα –την τοτινή υπέρβαση της γήινης πραγματικότητας, το τωρινό ανείπωτο της απώλειας.
Με το μαχαίρι στο χέρι, θα σκαρφαλώσει στο καμπαναριό, ο κόκορας που τόσο εκείνη είχε αγαπήσει, τρόπαιο νίκης ή ήττας στα χέρια του, θα πεταχτεί στη λίμνη σπονδή για κει που τα όνειρα δεν χωράνε, στην απεραντοσύνη της λησμονιάς. Κι ύστερα το μαχαίρι θα βρει τον στόχο του, κάπου στο μέρος της καρδιάς, και το σήμερα δεν θα συνομιλήσει με το αύριο.
Να ζεις και να πεθαίνεις στην Ville d’ Avray.
Ευλογημένος ως θνητός!