Μεγαλωμένος σε θρησκευόμενη οικογένεια, ο Ευρυβιάδης είχε μάθει από μικρός να κρύβει στους συχνούς εκκλησιασμούς και τις κατηχήσεις την μεταβαλλόμενη και συνεπικουρούμενη από τα χρόνια έξαρση ορμονών, ως εσωτερική ανταρσία του κορμιού του, ασφυκτιούσε ανάμεσα στα πρέπει και δεν πρέπει, στα απαγορευμένα και στα επιτρεπόμενα, και κυρίως στην αμφιλεγόμενη έννοια της «αμαρτίας».
Στο μεταίχμιο εφηβείας και ενηλικίωσης κλινόταν συχνά στο δωμάτιο του αφαιρούσε τα ρούχα της σεμνότητας και γυμνός μπροστά στον ολόσωμο καθρέφτη της ντουλάπας του μελετούσε τις αλλαγές του κορμιού του, σε μια αγωνιώδη προσπάθεια επιβεβαίωσης και εδραίωσης του ανδρισμού του.
Οι συνεχείς παραινέσεις της μάνας για την αξία της αρσενικής παρθενίας, και η δήθεν ξεχασμένη μισάνοιχτη πόρτα της κρεβατοκάμαρας της, την ώρα της ανάγνωσης του απόδειπνου με ηθελημένη αυξομείωση της φωνής της στα επίμαχα σημεία
«Παύσον τας ορμάς των παθών, σβέσον τα πεπυρωμένα βέλη του πονηρού, τα καθκοφτές ’ ημών δολίως κινούμενα* τας της σαρκός ημών επαναστάσεις κατάστειλον. Και δος ημίν Δέσποτα ύπνον ελαφρόν, και πάσης σατανικής φαντασίας απηλλαγμένον.»
Όλα αυτά τον μπέρδευαν σωματικά και ψυχικά.
Το σώμα ζητούσε μα η ψυχή αρνιόταν και τον ύπνο του τάραζαν εικόνες της Κολάσεως και απειλητικές φωτιές φριχτής τιμωρίας. Είχε πάψει πια να μετράει τις φορές που είχε σταματήσει μπροστά σε πόρτες που άναβαν κόκκινα φωτάκια, και θυμόταν πάντα με τρόμο τη μοναδική φορά που είχε μπει στον πειρασμό ν’ αγγίξει διστακτικά το σιδερένιο πόμολο μιας απ’ αυτές, κιότεψε και το τράβηξε πίσω πριν καν προλάβει να κάνει την κίνηση να το γυρίσει, ώρα μετά περιπλανιόταν στους δρόμους με μάτια έμπλεα δακρύων και συγνώμες από ποιον άραγε…
Το ίδιο βράδυ ζήτησε από τη μάνα του να διαβάσει αυτός το απόδειπνο. Ως εξιλέωση της σαρκικής αδυναμίας του…
«Παύσον τας ορμάς των παθών», η φωνή ραγίζει.
«Τας της σαρκός ημών επαναστάσεις κατάστειλον», ο κόμπος στον λαιμό δυσκολεύει τις λέξεις.
«Και δος ημίν Δέσποτα ύπνον ελαφρόν, και πάσης σατανικής φαντασίας απηλλαγμένον», ένας ξαφνικός βήχας σβήνει τον λυγμό που έχει ήδη ξεκινήσει βαθιά μέσα του.
Ζητάει παρηγοριά στη λήθη του ύπνου, ύπνου ‘απαλλαγμένου από σατανικές φαντασίες και επαναστάσεις της σάρκας’.
Ξυπνάει κάθιδρος από βαθύ ύπνο σατανικής φαντασίας, κι ας είχε διαβάσει ο ίδιος το Απόδειπνο απόψε, κάτι σαν ξόρκι κατευνασμού της σάρκας του. Μα οι ορμές των παθών άτρωτες αποδείχτηκαν στα ξόρκια του. Η κόλαση ανοιχτή πια τον περιμένει κι αυτός αποφασίζει να χωθεί πιο βαθιά τώρα εντός της. Ίσως και να του αρέσει…
Αγοράζει από το περίπτερο της γειτονιάς μια χούφτα καραμέλες αστακού. Το κοριτσάκι της διπλανής πόρτας έχει βγει στο μπαλκόνι και μιλάει στην κούκλα του. Μια σκέψη περνάει από το μυαλό του και τρομάζει, τα χείλη σαλεύουν «σβέσον τα πεπυρωμένα βέλη του πονηρού, τα καθ’ εμού δολίως κινούμενα». Κλείνει τ’ αυτιά τα πεπυρωμένα βέλη έχουν ήδη βρει τον στόχο τους κι αυτός δεν θέλει ν’ ακούσει ότι θα ξεστομίσουν τα χείλη του…
«Είμαι μόνος μου και βαριέμαι, έλα να κάνουμε παρέα, έχω και καραμέλες αστακού, από αυτές που σου αρέσουν», της φωνάζει από το δικό του μπαλκόνι.
Είναι ήδη πίσω από την πόρτα πριν ακόμη εκείνη χτυπήσει το κουδούνι.
Η μικρή μπαίνει χοροπηδώντας με την κούκλα της παραμάσχαλα. Εκείνος την πιάνει από το χέρι…
********************
«Που είναι οι καραμέλες που μου έταξες;» τον ρωτάει.
«Θέλεις να παίξουμε γιατρό και νοσοκόμα; Εγώ θα κάνω τον γιατρό κι εσύ την νοσοκόμα», της προτείνει ξαφνικά. Το κορίτσι φοβάται τους γιατρούς κάνουν ενέσεις που πονάνε.
«Στα ψέματα θα παίξουμε κουτό, οι δικές μου ενέσεις δεν πονάνε, θα δεις, ένα παιχνίδι μόνο είναι», επιμένει.
Το κορίτσι πάντα θα φοβάται τους γιατρούς με ή χωρίς ενέσεις κι άλλο παιχνίδι θέλει να προτείνει…
Μα αυτός γονατιστός μπρος τα πόδια της τώρα εκλιπαρεί και κούκλες τάζει…
«Κούκλες μ’ αέρινα τούλινα φουστάνια, πολύχρωμα παιχνίδια, ό,τι θέλεις, ό,τι θέλεις, μόνο έλα να παίξουμε τον γιατρό και τη νοσοκόμα δεν θα μου κάνεις το χατίρι;»
Το κορίτσι δεν απαντάει στον Ευρυβιάδη, φαντασιώνεται και είναι αλλού τώρα, ανάμεσα στις κούκλες και διαλέγει, τη νύφη θέλει, εκείνη με τα πέπλα και τ’ άσπρα τούλια, να, έτσι ν’ απλώσει το χέρι της θα την πιάσει…
Το μόνο που πιάνει είναι τα σγουρά μαλλιά του Ευριπίδη στο σκυμμένο ανάμεσα στα σκέλια της κεφάλι του, η γλώσσα του τη γαργαλάει και εκείνη γελάει.