Χωρίς καμία προειδοποίηση η Γιόκο Ουγκάουα έρχεται στο μυαλό μου και το απασχολεί, από τότε που τη γνώρισα. Πρώτα με το ΠΑΡΑΜΕΣΟ και ύστερα με το, Ο ΑΓΑΠΗΜΕΝΟΣ ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΟΣ ΤΥΠΟΣ ΤΟΥ ΚΑΘΗΓΗΤΗ, τώρα με το Ξενοδοχείο ΙΡΙΣ. (όλα των εκδόσεων ΑΓΡΑ, μετφρ. Παν. Ευαγγελίδη). Δεν ξέρω γιατί μ`έχει τόσο εντυπωσιάσει, αυτή η νέα σχετικά γιαπωνέζα. Ίσως αν ήταν άντρας να απορούσα λιγότερο για το πώς γράφει και για αυτά που γράφει …
Είναι ο ανήσυχος κόσμος της, η υπολογισμένη σε δόσεις φαρμάκου δυσφορία, η λιτή με χειρουργική ακρίβεια γραφή. Μια μυστική, διαρκής υπόκρουση από κρυφά πάθη και τρυφερότητα. Τοπία μοναχικότητας, ήρωες και συνθήκες σε ακρότητα, οικονομημένοι με εξαιρετική οξύτητα. Εικόνες αλλόκοτου ερωτισμού.
Κάθε 15 με 20 σελίδες που διαβάζω, μισό-ασυνείδητα, μισό-συνειδητά, σταματώ και γυρίζω στο αυτί του εξώφυλλου. Παρατηρώ προσεκτικά τη φωτογραφία της γυναίκας. Η Γιόκο Ουγκάουα σε μια ασπρόμαυρη, ανφάς 3/4 ( έτσι νομίζω λέγεται), λίγο πάνω από τη μέση, φωτογραφία. Έχει κοντό, ίσιο μαλλί, ένα σοβαρό και ήμερο πρόσωπο, κοιτά προς ένα λευκό, δυνατό και φυσικό φως που διαχέεται από τα παράθυρα.
Το ξενοδοχείο Ίρις έχει 270 σελίδες, υπολογίζω λοιπόν πως τουλάχιστον 30 φορές διέκοψα το διάβασμα και χωρίς να το σκεφτώ πήγα στο αυτί του εξώφυλλου να διαβάσω το σύντομο βιογραφικό της, μα πιο πολύ να μελετήσω τη φωτογραφία. Κάτι στη λήψη αυτή με καθησυχάζει, όσο το περιεχόμενο του μυθιστορήματος με αναστατώνει. Προκαλεί ένα αίσθημα που θα το περιέγραφα ως ένα μείγμα ρέουσας απορίας και δέους, (μια επίγευση που συναντώ όποτε έρχομαι απέναντι στους Ιάπωνες και την «ιαπωνικότητα»).
=====
Αυτήν την εποχή όποια ώρα και ν` ανέβω το καράβι είναι γεμάτο. Αν δεν βάλω τα δυνατά μου δεν μπορώ όχι μόνον να καθίσω άλλα ούτε και να ακουμπήσω στην κουπαστή του καταστρώματος. Όλοι είναι απορροφημένοι στις κουβέντες τους και με τα τα μέλη γυμνά και εκτεθειμένα. Προσπαθώντας να μη γίνομαι ορατός πάω και δοκιμάζω τα μονά καθίσματα που βρίσκονται στο πλάι της σκάλας. Αυτές οι θέσεις δεν είναι καθόλου δημοφιλείς, επειδή από κει δεν μπορεί κάνεις να δει τη θάλασσα. Ενιοτε κάποιος ασυνείδητος αποθέτει εκεί τις ταξιδιωτικές του τσάντες και τότε εγώ τις ρίχνω στο πάτωμα και καταλαμβάνω τη θέση.
Όλοι προσέχουν να μην συναντήσουν το βλέμμα μου. Κάνουν λες και δεν βρίσκομαι κι εγώ εκεί.
Όμως αυτό με βολεύει. Μέσα στο πλοίο περικυκλωμένος από ξένους, απολαμβάνω το χρόνο μου σκεπτόμενος εσένα. Κανένας μέσα στο πλήθος δεν ξέρει τι έκανες εσύ στα πόδια μου. Κι επίσης δεν υπάρχει κανένας που να ξέρει ότι το αριστερό σου στήθος είναι ελαφρώς πιο μεγάλο, ότι όταν φοβάσαι έχεις τη συνήθεια να πιάνεις το λοβό του αυτιού σου, ότι στη βάση βάση των γλουτών σου έχεις ένα κοίλωμα που μοιάζει με λακκάκι. Πόσο όμορφη ήταν η έκφραση στο πελιδνό σου πρόσωπο τη στιγμή που ασφυκτιώντας, προσπάθησες να με καλέσεις σε βοήθεια. Εγώ είμαι ο μόνος που σε έχει αγγίξει παντού. Μέσα στο πλοίο μηρυκάζω το μυστικό μου και βυθίζομαι στην ηδονή μου …
Σελ.168