Μπορεί πλέον να μπαινοβγαίνει μόνο από την πίσω πόρτα, της αυλής. Έχει κλείσει το σπίτι από μπροστά, με τα κόντρα πλακέ θαλάσσης στα κουφώματα, για να το προστατεύσουν από τη φουρτούνα της θάλασσας, το χειμώνα που έρχεται. Έτσι του ‘μεινε η αυλή. Και ένα νεαρό σκυλί με τρόπους κυνηγόσκυλου περιμαζεμένο από τον ξάδελφο του, που το άφησε εκεί, στην αυλή και εξαφανίστηκε.
Σύννεφα στον ουρανό κεντητά. Τον κυριεύει αυτή η δίβουλη δυσφορία, μια νευρική δυσθυμία που τσουλάει σαν πατίνι πάνω στη μόνιμη αγωνία του. Σύννεφα παντού…
Θάλασσα, νότιος αέρας,μπόρα που δεν λέει να ξεσπάσει… στρίβει και πάει για αλλού. Μάλλον.
Φεύγει αύριο. Έρχεται, ξαναφεύγει. Στο ίδιο μέρος επιστρέφει. Αυτό είναι το ρήμα. Επιστρέφω. Το ουσιαστικό. Επιστροφή. Σε τι; Τι ψάχνει εκεί πίσω; Γιατί γυρίζει πάλι εδώ, από όπου νέος ορκίστηκε να μην ξανάρθει σε αυτό το τόπο, να τον ξεριζώσει από μέσα του. Όντως έτσι έκανε; Ήταν τόσο θυμωμένος τότε; Με τι; Ξέχασε. Ο χρόνος κάνει τη νεότητα να φαντάζει ιδιοτροπία και μάλιστα άνευ νοήματος. Μα τότε όλα είχαν νόημα. Έτσι νομίζει.
Νοσταλγία. Επιδίδεται σ` αυτή την ενασχόληση εδώ και καιρό, μα πιο πολύ όταν επιστρέφει στον τόπο του, στο νησί.
Νοσταλγεί κανείς όταν η μνήμη του τον προδίδει, όταν ο παλιός εαυτός ξεμακραίνει, τότε νοσταλγούμε γιατί έχουμε την πικρή ελευθερία να βάλουμε τους τόνους και τα χρώματα που θέλουμε στο εξασθενημένο, αδύναμο παρελθόν μας και αφού το βάψουμε με τα στολίδια που μας λείπουν στο παρόν, κατά κύματα εμφανίζεται η νοσταλγία. Για αυτό οι νοσταλγικές εικόνες μας έρχονται με έντονα χρώματα, έχουν ζωντάνια και δύναμη περισσότερο από τις άλλες, τις πεζές αναμνήσεις ενός καθαρού μυαλού.
Καθημερινά τον κατατρέχουν νοσταλγικές εικόνες, που όσο τις νοσταλγεί τόσο σβήνουν και στο τέλος αυτό που μένει είναι μια παραπονιάρικη μνήμη.
Στη κουζίνα φτιάχνει καφέ, βγαίνει στην αυλή, κάθεται στη μοναδική πλαστική καρέκλα ενώ το μικρό σκυλί παλεύει στα πόδια του με τα κορδόνια του. Θα ήθελε να λύσει το σφιχτοδεμένο κουτί μέσα του. Όμως φοβάται. Πιο πολύ από το φόβο, του τι θα βγει από κει μέσα, τον τρομάζει μήπως αυτό που θα ανασύρει και πάει να βάλει σε λέξεις είναι ανόητο, μια σειρά από κοινοτοπίες. Και οι χειρότερες κοινοτοπίες είναι αυτές ενός πικρόχολου γέρου.
Μισεί την ηλικία του. Τον τρομάζει. Μόλις την αντικρίσει αλυχτά σαν σκύλο που τον πάτησαν.
Σήμερα είδε τα σύννεφα να τρέχουν στο ουρανό, μαβιά και άσπρα και γαλαζωπά. Μπόρεσε να διαβάσει επάνω τους, για λίγο, την αποτύπωση σε μια ουράνια γεωγραφία, κάποια νησιά της Ινδονησίας, τη Ιάβα και τη Σουμάτρα και κάποια στιγμή είδε ολοκάθαρα τη Χιλή ξαπλωμένη οριζόντια πάνω από το Αγαθονήσι, μετά είδε τη Γροιλανδία να σβήνει και από κάτω της εμφανίστηκε μια τραβηγμένη εκδοχή της αραβικής χερσονήσου.
Η νύχτα έρχεται χωρίς βιασύνη στα μέρη του. Όταν το φως λιγόστεψε και άλλο πάνω από τη γκρίζα φουσκοθαλασσιά, ξαφνικά, ένα κοπάδι από μαύρα πουλιά πέρασε με κατεύθυνση το πέλαγος. Ένα μικρό, σβέλτο σμήνος από καμιά δεκαριά ψαροπούλια, που με πεποίθηση ανοίχτηκαν σε έναν άγνωστο για εκείνον προορισμό, κωπηλατώντας όλο χάρη ξυστά πάνω από το νερό.
Ποτοκάκι, Σάμος