Κάθε μήνα όταν είχε πανσέληνο, ο Φρέντυ, γινόνταν λυκάνθρωπος. Όλοι στη Μικρή μας Πόλη το γνώριζαν. Κι όμως έκαναν σαν να ήταν ένα μυστικό, αλλά τι είδους μυστικό είναι αυτό που όλοι το ξέρουν;
Η οικογένεια του Φρέντυ, έμενε στα περίχωρα της κωμόπολης, σε μια μάντρα, με ένα σωρό παλιοσίδερα και παλιά πράγματα. Ο πατέρας του Φρέντυ ήταν ρακοσυλλέκτης, όλη η οικογένεια ήταν ρακοσυλλέκτες με έναν τρόπο σαν να έπρεπε να είναι ρακοσυλλέκτες και τίποτα άλλο. Κανένας δεν μπορούσε να φανταστεί τον Φρέντυ, τον μπαμπά Φρέντυ, τη μαμά Φρέντυ και τις αδελφές του να είναι ποτέ τίποτα άλλο.
Εκτός από εμένα.
Γιατί εγώ και ο Φρέντυ ήμασταν φίλοι. Γιατί μόνο εγώ ήξερα τον Φρέντυ, για τον Φρέντυ και για όλα.
Η οικογένειά του έπασχε από λυκανθρωπισμό, ήταν λένε, κάτι κληρονομικό. Έτσι, θα υπέθετε κάποιος ότι στη Μικρή μας Πόλη κάθε φορά, τη νύχτα της πανσελήνου, μόλις έπεφτε ο ήλιος, μια ολόκληρη οικογένεια τεράτων, άρχιζε να σκούζει, να ουρλιάζει και να ξεχύνεται στο πευκοδάσος πάνω στο Βουνό και να κατασπαράζει καθετί ζωντανό και αθώο. Βλακείες!
Ο πατέρας Φρέντυ ήταν ένας φαφούτης, σκυθρωπός μέθυσος που, αν είχε μέσα του κάτι γνήσια λυκανθρωπίσιο, πρέπει να το είχε μισο-πνίξει στο αλκοόλ και μπαφιάσει από τον καπνό, μια και κανείς δεν είχε δει τον γέρο χωρίς τσιγάρο αναμμένο στο στόμα, ποτέ! Η μαμά Φρέντυ ήταν μια απόμακρη, σιωπηλή γυναίκα, δεν έβγαινε παρά ελάχιστα από τη μάντρα, κρατούσε σπίτι, επιχείρηση και μεγάλωμα των παιδιών με την ίδια υποτακτική μουγκή υπομονή από την οποία ξέφευγε κάπου κάπου ένας βαθύς ξηρός συριγμός, σαν ριπή. Αναστέναζε.
Δεν ξέρω αν ποτέ οι πρόγονοι του Φρέντυ, όταν έφτασαν σ` αυτά εδώ τα μέρη όπου και οι δικοί μας πρόγονοι εξαναγκάστηκαν να εγκατασταθούν, μεταλλάσσονταν σε κάτι άγριο και ανεξέλεγκτο που ασχημονούσε μια νύχτα κάθε μήνα πάνω στο Βουνό. Στη πόλη, στα καφενεία και στα κομμωτήρια έλεγαν διάφορες ιστορίες αλλά από πουθενά εγώ δεν άκουσα κάτι συγκεκριμένο και ξεκάθαρο.
Όπως και νά ’ναι, μόνο ο Φρέντυ γινόνταν στ’ αλήθεια «αυτό»! Κι όταν συνέβαινε «αυτό», ξεχύνονταν στο δάσος πάνω στο Βουνό και τότε κανένας δεν τολμούσε να βγει εκείνο το βράδυ πέρα από τις παρυφές της κωμόπολης όπου αρχίζουν τα πρώτα δέντρα. Και όσο περνούσε ο καιρός, δυνάμωναν οι διαδόσεις και οι φήμες ανάμεσα στους κατοίκους που ούτε στους δρόμους ούτε καν στα μπαλκόνια τους έβγαιναν. Κλείδωναν, αμπαρώνονταν, και έκαναν σαν να ήταν ένα βράδυ σαν τα άλλα, άνοιγαν την τηλεόραση, μαγείρευαν και μιλούσαν στο τηλέφωνο, γονείς διάβαζαν στα νεαρά βλαστάρια τους το μάθημα της επομένης, όμως όλοι είχαν στραμμένο το αυτί τους προς τα έξω, για να ακούσουν το πρώτο ουρλιαχτό, μετά μια αλληλουχία από αγωνιώδη, κτηνώδη ουρλιαχτά, ύστερα όλο πιο αχνά, γιατί ήταν πια βαθιά μέσα στο δάσος πάνω στο Βουνό. Και όσο πιο βαθιά μες στο δάσος και απόμακρα τα ουρλιαχτά, τα γρυλίσματα, τόσο πιο βαθιά η αγωνία και το σκοτάδι τους. Έτσι περνούσε όλη η νύχτα μέχρι την ώρα πριν την ανατολή που γίνονταν ησυχία και τότε η πόληέπαυε τη σιωπηλή αγρυπνία και έπεφτε για ύπνο.
Με τον Φρέντυ γίναμε φίλοι εξαιτίας της αδελφής του. Ο Φρέντυ ήταν ο πρώτος, ακολουθούσαν οι δυο αδελφές, η Φιόνα και η Φαίη, η μικρή. Τη Φιόνα, τη μεγάλη, εγώ την αγάπησα ξαφνικά όταν μια μέρα πέρασε από μπροστά μου, συνοδεύοντας τη μικρή, διασχίζοντας το δρόμο μας. Είχε ψηλώσει, είχε μεγαλώσει, εγώ ήμουν μερικά χρόνια πιο μεγάλη και αυτό που θυμόμουν ήταν ένα κοκκινωπό σαμιαμίδι στο σχολείο. Πέρασε από μπροστά μου, ευθυτενής, ψηλή, ένα λυγερό πλάσμα, με ωχρή κατάλευκη γαλατένια σάρκα. Ένας καταρράκτης κόκκινων μαλλιών που έφταναν μέχρι τη μέση της, τόσο πυκνός, πυρόξανθος και ζωντανός σαν ένα ξεχωριστό τρίχινο πλάσμα να κάθονταν πάνω στον σαν από αλάβαστρο λαιμό της! Πάνω σε αυτόν τον λαιμό αλλά και στη ρίζα των ντελικάτων κάτασπρων καρπών της ζωγραφίζονταν, πιο πολύ υπονοούνταν, μικροί χάρτες από γαλάζιες μικρές φλέβες. Από τότε μου κοβόταν η αναπνοή όποτε έβλεπα να πλησιάζει η κόκκινη Φιόνα.
Κάπως έτσι γνωριστήκαμε με τον Φρέντυ. Αφού δεν μπορούσα να πλησιάσω αυτό το αμίλητο, απόμακρο, γαλαζοαίματο θείο πλάσμα, βρήκα μια αφορμή και έπιασα κουβέντα με τον αδελφό της. Αρχίσαμε να μιλάμε, στην αρχή λίγο, μετά πιο πολύ, μέχρι που δεν έκανα πια χωρίς αυτόν και το ανάποδο, ήμουν το μόνο πρόσωπο που μπαινόβγαινε στη μάντρα τους. Τι σκανδάλο, ένα κορίτσι απ` τη πολη ναχει νταλαβέρια με τη «μάντρα», κουτσομπόλευαν με μίσος!
Και να που, χωρίς να μου φύγει ο γλωσσοδέτης μπρος στη κόκκινη Φιόνα, κάπως με το καιρό σαν να την ξέχασα, μέχρι που έγινε μια πύρο-κόκκινη φιγούρα που μου χαμογελούσε με ευγένεια (σπάνια είναι αλήθεια!) κι εγώ αμήχανα ανταπέδιδα έναν δειλό χαιρετισμό.
Για όσους «είναι» όπως η οικογένεια του Φρέντυ και για όποιο πλάσμα πάθαινε «αυτό το πράγμα» οι συμπολίτες μου, εκφράζονταν με περιφρόνηση και πρόδηλη αηδία, ποτέ δεν έλεγαν άλλη λέξη παρά μόνο «αυτό»! Κάποιοι πιο επιθετικοί, έβριζαν, σκυλιά, κόπροι, τσακάλια, όμως όχι λύκοι. Δεν άκουσα ποτέ να λένε οι λύκοι, όχι! Γιατί μάλλον η λέξη έχει βάρος και αξία, φόβο, ναι φόβο!
Η δική μου οικογένεια έδειχνε την ίδια αποστροφή, ανάμικτη με φόβο, αλλά δεν είχε αυτή την επιθετική εμπάθεια που οι περισσότεροι έδειχναν απέναντι στον Φρέντυ και τους οικείους του. Ίσως γι` αυτό, μη έχοντας εκπαιδευτεί στη μισαλλοδοξία, μπόρεσα και έπιασα επαφή με τον Φρέντυ. Το φαινόμενο Φρέντυ! Το φίλο μου. Μόνο εγώ ξέρω, το έμαθα από πρώτο χέρι τι σημαίνει λυκανθρωπισμός! Μόνο εγώ από όλους αυτούς τους τρελαμένους αιμομίκτες που αποτελούν τη Μικρή μας Πόλη, μόνο εγώ ξέρω, μόνο εγώ είδα…
Ήταν ένας κρεμανταλάς, ανοικονόμητος, αδύνατος και κοκαλιάρης, έφερνε λίγο σε αλογόφατσα λόγω του μακρουλού του προσώπου. Είχε μάτια όχι μεγάλα, γαλαζοκάστανα και τεράστια πεταχτά αυτιά σαν χούφτες μικρού παιδιού. Ήταν κοκκινοτρίχης, αλλά όχι με αυτό το έντονο πυρωμένο κόκκινο της Φιόνας, τα δικά του χρώματα ήταν ήπια, καθόλου χτυπητά.
Αυτό που με κέρδισε αμέσως ήταν η φωνή του, τρυφερή, πάντα ασταθής σαν να μην είχε αποφασίσει σε ποιο ημιτόνιο να σταθεί, που τέλειωνε συχνά τις φράσεις σε μικρούς λαρυγγισμούς, σαν να δίπλωνε ο ήχος της, μια αίσθηση παραπονιάρικη, λίγο ικετευτική, ένας τόνος απολογητικός στη ομιλία του.
Ο Φρέντυ, παρά το ρακοσυλλεκτικό του επάγγελμα, ήταν πάντα καθαρός, για την ακρίβεια πεντακάθαρος. Έλαμπε λευκότητα και σαπουνισμένη καθαριότητα. Το δέρμα του πάλλευκο, απαλό σαν μωρού, μια σκέτη πρόκληση.
Το μόνο, σκέφτηκα καθώς μιλούσαμε ένα βροχερό απόγευμα (εκείνος έσπρωχνε το αμαξίδιό του, διασχίζοντας το δρόμο του Ταχυδρομείου, μπροστά σε συνοφρυωμένα βλέμματα) που μπορεί να φαίνεται παράταιρο ή απειλητικό ήταν τα μεγάλα του κόκκαλα. Ό,τι ήταν οστέινο στο Φρέντυ ήταν μπόλικο, σε περίσσεια, κνήμες, μηροί, κλείδες, ωμοπλάτες κλπ. κάτω από το άσπρο μωρουδίσιο απαλό δέρμα του. Κληρονομιά υπέθετα των μηνιαίων μεταμορφώσεών του, που ξεκινούσαν και τελείωναν από το μυοσκελετικό του σύστημα και μετέστρεφαν τον παλιατζή Φρέντυ σε λυκοΦρέντυ!
Είχε βγάλει μόνο το δημοτικό και μια ή δυο τάξεις του γυμνάσιου, ήταν ωστόσο μορφωμένος και καλλιεργημένος. Ήξερε ένα σωρό και διάβαζε ακατάπαυστα, όχι εφημερίδες και περιοδικά, αλλά βιβλία, πραγματικά βιβλία χοντρά σαν τούβλα. Ήταν ο πιο τακτικός επισκέπτης της δημοτικής βιβλιοθήκης και η κυρά Έλενα η βιβλιοθηκάριος μια μέρα μου είπε εμπιστευτικά, σαν να ήταν κάτι αταίριαστο και ανάρμοστο για έναν που έχει «αυτό το πράγμα», ότι πρέπει να είχε διαβάσει όλα τα βιβλία της βιβλιοθήκης και πολλά όχι μόνο μια φορά.
Τι στον δαίμονα, τι τέρας θα ήταν αυτός ο μανιακός της καθαριότητας που όμως όλοι τον αποκαλούσαν βρωμιάρη –σύντομα άρχισα να συνειδητοποιώ την τυφλότητα και την κωφότητα της μισαλλοδοξίας και του φόβου, όχι του φόβου όπως τον ήξερα σαν μια ατομική υπόθεση, αλλά του δημόσιου φόβου που ξεπηδά μέσα από το πλήθος και το τυλίγει σαν σάβανο– που διάβαζε ποίηση και φυσική, ήξερε για τον Τσέχωφ, τον Φρόυντ και για τη μέθοδο Στανισλάβσκι. Μια μέρα μου απήγγειλε όλο τον περιοδικό πινάκα των στοιχείων του Μεντέγιεφ απέξω αφήνοντάς με σαν στήλη άλατος, σύξυλη. Μετά αγχώθηκε και κατακόκκινος από ντροπή μου ομολόγησε ότι μάθαινε τον γαμοπίνακα τρία μερόνυχτα, έτσι για να με εντυπωσιάσει. Τέτοιος ήταν ο Φρέντυ. Και ας μην νομίσει κανείς ότι ήμασταν κάτι άλλο από φίλοι. Δεν υπήρξε ευθύς εξαρχής ποτέ τίποτα άλλο.
Ο Φρέντυ ήταν έξυπνος, κατάλαβε αμέσως ή μάλλον μυρίστηκε (σαν λύκος) ότι είχα τα μάτια μου στη νεραϊδένια παρουσία της αδελφής του. Διακριτικός, λεπτός καθώς ήταν δεν μου ανέφερε ποτέ τίποτα γι’ αυτό, ήξερε ότι θα με έφερνε σε αμήχανη θέση. Και οι δυο ξέραμε πως ήταν πόθος της νιότης και της πεινασμένης μου ψυχής. Κάναμε ήσυχα παρέα και όσο το πάθος μου για την Φιόνα καταλάγιαζε, τόσο ο δεσμός μας γινόταν πιο δυνατός. Δεν είδα ούτε στιγμή κάτι αφύσικο σ` αυτό. Όμως αυτός σε μένα έβλεπε πως ήμουν μέρος από «Αυτούς», της Μικρής μας Πόλης. Έτσι εξηγώ τη στάση ολοκληρωτικής ευγνωμοσύνης που μου εξέπεμπε, χωρίς λόγο, έτσι νόμιζα τότε. Είχε δίκιο, καθώς ήμουν η μόνη σχέση, φιλία, επαφή, εκτίμηση και αποδοχή που βρήκε πέρα από την παλιατζίδικη μάντρα του, σε αυτόν τον δύσοσμο και ύπουλο κόσμο απ` όπου εγώ προερχόμουν.
Άρχιζε από την προηγούμενη της πανσελήνου. Ο Φρέντυ δεν φαινόταν καλά, γινόταν αργός, μπέρδευε τα λόγια του, εύκολα τον απορροφούσε κάτι ασήμαντο και κοκάλωνε για κάμποσο παρατηρώντας φερ` ειπείν ένα μερμήγκι ή ένα κουκουνάρι στο δρόμο. Συνάμα και «Αυτοί» της πόλης μου, ήξεραν ότι έφτανε η μέρα και η νύχτα του μήνα του και τότε γίνονταν ακόμη πιο δύστροποι, επιθετικοί και απότομοι. Τον πρόσβαλλαν. Σιωπηλά, αυτός αποσύρονταν σαν δαρμένος σκύλος.
Ό,τι και αν συνέβαινε τη νύχτα της πανσεληνου στην οικογένειά του (πατέρα, μάνα, αδελφές) έμενε μέσα στα όρια της μάντρας, όπου ακούγονταν γρυλίσματα πιο πολύ σαν παραπονιάρικοι θρήνοι, σουρσίματα και πόρτες που χτυπούσαν. Αυτά. Μέχρις εκεί. Η πόληείχε καταφέρει να περιορίσει αυτό το μίασμα, όπως ειπώθηκε, μες στη μάντρα με τα παλιοσίδερα και τα άχρηστά της.
Με τον Φρέντυ όμως ήταν κάτι άλλο. Η μεταμόρφωσή του, ήταν πανίσχυρη, παρατεταμένη, διεστραμμένη. Όλα τα κόκαλα, μύες, νεύρα και σάρκες, μεταστρέφονταν, έστριβαν και εκτείνονταν, μέσα σε έναν καταιγισμό αφόρητων πόνων. Αν φορούσε ρούχο, αυτό κουρελιάζονταν. Αφροί και αίματα, περιττώματα και δυσώδεις εκκρίσεις ξεπηδούσαν από κάθε τρύπα και πόρο του σώματός του.
ΞΕΡΩ! Είμαι το μόνο πλάσμα που έχει δει όλη τη μετάλλαξη στιγμή προς στιγμή.
Και όταν τελικά ο άμοιρος Φρέντυ γινόταν λύκος, με μια τεράστια έκρηξη οργής και ενεργητικότητας, ανεξέλεγκτος, ξεχύνονταν μέσα στο δάσος σε αναζήτηση τροφής. Ένας τεράστιος, τριχωτός λύκος, μεγάλος σαν αρκούδα, πιο δυνατός από ταύρο!
Προς το ξημέρωμα, όταν η επίδραση της κατάρας του φεγγαριού, περνούσε, γυμνός, μισολιπόθυμος, βρισκόταν κουλουριασμένος κάπου στα βάθη του δάσους και σερνόταν εξασθενημένος μέχρι τις παρυφές του, στο μέρος όπου είχε προνοήσει να αφήσει από νωρίς τα ρούχα του.
Στη Μικρή μας Πόλη όπου κανείς δεν κοιμάται τα βράδια και τη μέρα είναι μισοέρημη, το μίσος για τον Φρέντυ τον Λύκο γίνονταν όλο και πιο βαθύ. Αν οι κάτοικοι είχαν δεχτεί την οικογένεια των ρακοσυλλεκτών στα όρια της κωμόπολής τους, υποταγμένη, με τη λυκανθρωπία της φαφούτικη και ξεδοντιάρα -ένα περίγελο-, αυτό δεν ίσχυσε για τον Φρέντυ που μες στο δάσος ούρλιαζε και αν συναντούσε στο διάβα του, ελάφι, ασβό, ή γουρούνι το ξέσκιζε και το καταβρόχθιζε. Στη πόλη έλεγαν, δεν πάει άλλο με το κτήνος! Και όλο κάτι για κίνδυνο τη νύχτα και όχι μόνο τη νύχτα της πανσελήνου, ποιος μπορεί να είναι σίγουρος, τα παιδιά βέβαια… κίνδυνος …κάτι να γίνει, επιτέλους!
Το κάτι έγινε! Άνανδρα και μουλωχτά. Ίσως να ήμουν εγώ και οι δικοί μου οι μόνοι που δεν ξέραμε τίποτα για την ενέδρα και όλα τα σχετικά με τον αφανισμό του Φρέντυ, λόγω της φιλίας μου. Όλα ετοιμαστήκαν και προμελετήθηκαν και ας μη το παραδέχονται ανοιχτά. Από τις κουβέντες μετά τα έμαθα όλα, αφού πολλοί είναι αυτοί που καυχιόντουσαν προκλητικά μπροστά μου. Σκρόφα, ανώμαλη, πουτάνα του λύκου, μου ξέρασαν, οι μαλάκες!
Τον παραφύλαξαν, στην πιο αδύναμη στιγμή του, την επομένη της μεταμόρφωσης, λίγο πριν ξημερώσει, οπλισμένοι άνδρες με ό,τι βαστούσε ο καθένας, σάρωσαν το δάσος, τον πέτυχαν γυμνό να κοιμάται αποκαμωμένος δίπλα σε υπολείμματα, είπαν, ενός ζώου που είχε κατασπαράξει. Πήγε να τους ξεφύγει, αυτοί πολλοί και αποφασισμένοι, δυνατοί, εκείνος μόνος σε σύγχυση, κουτρουβάλησε μέσα στα πουρνάρια, σύρθηκε, τον πρόλαβαν. Ένα τεράστιο ασπριδερό σώμα, τρεμάμενο να φωνάζει, να παρακαλεί. Τον έκοψαν. Έπεσαν επάνω του, φρέσκο ζεστό λυκανθρωπίσιο αίμα, το πιο καλό, είπαν. Ένας έκοψε με κλαδευτήρι το καβλί του, άλλος τα αυτιά, τον βασάνισαν και του στράγγισαν μέχρι την τελευταία σταγόνα αίμα. Τον άφησαν στη ρεματιά.
Δε μείνανε σε αυτό, δεν έσβησε η δίψα για αίμα. Τώρα που ήταν νεκρός όλη η αλλόκοτη κοκκινοτρίχα φαμίλια του ήταν αφύλαχτη. Το ίδιο βράδυ ο όχλος έπεσε στη μάντρα. Αίμα φρέσκο, που τέτοια ευκαιρία!
Οι πιο αδίστακτοι στη Μικρή μας Πόλη είναι οι πιο πεινασμένοι, αυτοί που πάντα παραπονιούνται πως το φαΐ δεν φτάνει, σε αυτή τη σκατοπόλη που μας έχουν οι άνθρωποι αποκλεισμένους εδώ και καιρό.
Το φρέσκο αίμα σπανίζει. Όλοι πεινάμε, αυτό είναι μια αλήθεια.
Όμορφος λαιμός της Φιόνα, όμορφο παχουλό λαιμάκι της Φαίης, ωραίες γαλάζιες γλυκές φλεβούλες! Ίσως και να ερωτεύτηκα τη Φιόνα γιατί πεινούσα, γιατί ορέχτηκα τον όμορφο λαιμό της όσο και τα μυτερά στητά βυζιά της. Την ολογάλανη διαγώνια φλέβα, του αριστερού καρπού της, μέχρι πάνω την κλείδωση του αγκώνα, ένα ποταμάκι γλυκιάς ζεστής ζωής! Τελικά ίσως να μην είμαι και πολύ διαφορετική, από αυτούς τους φονιάδες!
Η βιβλιοθήκη του δημαρχείου της πόλης μου, πιάνει όλον σχεδόν τον τελευταίο όροφό της. Αντίθετα με το υπόλοιπο κτήριο έχει μεγάλα παράθυρα για να μπαίνει το φως της μέρας. Κτίστηκε για ανθρώπους, που ζουν στο φως της ημέρας. Οι δικοί μου, εμείς, δεν αντέχουμε για πολύ στο φυσικό φως, αρρωσταίνουμε, όπως οι άνθρωποι αρρωσταίνουν από την έλλειψή του.
Μόνο ο Φρέντυ κάθονταν εκεί με τις ώρες και διάβαζε.
Άχρηστη βιβλιοθήκη, δεν ανοίγει τα βράδια, που πλάσματα όπως εγώ, όπως εμείς, πάμε στις ασχολίες μας.
Ο τελευταίος της αναγνώστης δολοφονήθηκε