Όλο καθυστερώ. Αναβάλω. Δεν είναι πρωτότυπο, τ` ομολογώ αλλά είναι βασανιστικό. Λέω ότι είμαι αναποφάσιστος. Δεν με πιστεύουν. Ίσως επειδή η μούρη μου είναι σοβαρή κάπως βλοσυρή (ή μάλλον η έκφραση της), δείχνει αποφασιστική. Νομίζω πως οι άλλοι την εκλαμβάνουν σαν την έκφραση κάποιου που πάει κάπου, έχει ένα στόχο, έχει πάρει μια απόφαση.
Όμως έχω τη φάτσα που έχω γιατί είμαι διαρκώς σαστισμένος. Ίσως αυτή η εσωτερική σαστισμάρα να μετουσιώνεται στο πρόσωπο μου σε κάτι που οι άνθρωποι συνήθως παρεξηγούν ως αποφασιστικότητα. Μου είναι οδυνηρό να αποφασίζω. Και τις περισσότερες φορές ανούσιο, χωρίς νόημα αφού όλα σχεδόν- εκτός από κάποιες λεπτομέρειες- έχουν αποφασιστεί. Ίσως και όχι, ποτέ δεν μπορεί να είσαι σίγουρος.
Αλλά όποιο και αν είναι το αποτέλεσμα μιας απόφασης ξέρω ότι θα είναι επώδυνο, κάτι θα χάσω παίρνοντας αυτό το δρόμο αντί για τον άλλο. Συχνά μένω με την απορία, μια δυσάρεστη απορία, ότι έχασα μια ευκαιρία να δοκιμάσω αυτό ή εκείνο ή το αντίθετο τους. Αμπελοφιλοσοφίες; Καμιά αντίρρηση, αλλά έτσι όλο αναβάλω και χασομεράω.
Παρ` ότι δίνω την εντύπωση ότι κάτι κάνω και ίσως κάποιες φορές να είμαι όντως υπερδραστήριος, εγώ απλώς χασομερώ. Μετά θλίβομαι, στενοχωριέμαι για το χρόνο που χάνω, συχνά μετανιώνω για τις λάθος αποφάσεις αλλά και για αυτές που άφησα και δεν πήρα φοβούμενος ότι θα είναι λάθος. Έχω τη ρευστή αίσθηση ότι, δεν μπορεί, δεν γίνεται θα πρέπει να υπάρχει μια περίοδος χάριτος που πρέπει να ισούται με όλη τη ζωή, ώστε αυτή να ξαναρχίσει από την αρχή πιο θαρραλέα και φωτεινή. Σαν όνειρο θα ξαναμαζευτεί η ταινία μου και θα αρχίσω να την παίζω εγώ ξανά από την αρχή, χωρίς μουντζούρες σε ένα ανέφελο, γαλανό ουρανό. Το ότι αυτή η αίσθηση δεν είναι παρά μια φενάκη, με καταθλίβει και με τρομάζει.
Βέβαια μου έχουν πει ότι βρίσκω ένα είδος απόλαυσης σε αυτό το μηχανισμό που αδρά περιγράφω και μάλλον έχουν δίκιο. Σίγουρα έχουν… Εξηγήσεις μπορεί να υπάρχουν πολλές για ότι κάνουμε ή δεν κάνουμε, αλλά δεν βγάζουν νόημα, εννοώ πραγματικό νόημα, αυτό που σε κάνει να αισθάνεσαι ότι ακολουθείς το δρόμο που σου ταιριάζει. Βασικά οι εξηγήσεις δεν χρειάζονται, αν πήραμε μια απόφαση που αντιπροσωπεύει μόνο εμάς, στο σωστό χρόνο, ο εαυτός μας το ξέρει και το αναγνωρίζει ακόμα και αν εκεί έξω είναι πυρηνικός χειμώνας. Αν όχι τότε όλες οι εξηγήσεις και οι εξηγήσεις επί των εξηγήσεων δεν πιάνουν μπάζα. Λόγια. Μόνο λόγια και ιδέες.
Σιχαίνομαι τις ιδέες και δυστυχώς έχω πολλές. Ίσως όχι πολλές, αλλά και οι λίγες μπελάς είναι. Δεν μπορώ πάντα να τις διώχνω, αν και προσπαθώ.
Οι δικοί μου, οι φίλοι μου, δεν μου λένε τίποτα, με αφήνουν να καθυστερώ. Με ξέρουν, πρέπει να φτάσω στο αμήν, στο μη περαιτέρω για να υποχρεωθώ εκών άκων – βασικά άκων – να κάνω κάτι. Το βλέπω στα μάτια τους, στο βάθος, στο τέλειωμα του βλέμματος τους, έχουν μια κρυφή προσδοκία ότι θα αλλάξω, θα με δουν να παίρνω αποφάσεις χωρίς τόσες παλινωδίες, ακυρώσεις, ότι τέλος πάντων να μην είμαι τόσο παθητικός σε αυτό που αποκαλείται ζωή, να κάνω τη δείνα ενέργεια ή μετακίνηση, από δω εκεί ή ίσως από εκεί εδώ.
Μα βλέπω πως τους έχω απογοητεύσει. Λιγάκι όμως. Γιατί κανένας από τον ας πούμε, κύκλο μου, στενό ή όχι στενό, δεν περιμένει στα αλήθεια κάτι δραστικό, δραστήριο ή δραματικό, μια αλλαγή πλεύσης…
Έτσι καθυστερώ, αφήνοντας να περνά το ποτάμι του χρόνου. Άραγε τι να σημαίνει, «περνά» … από πάνω, δίπλα ή από κάτω μου; Βλέπω όλο και πιο έντονα τα ανησυχητικά σημάδια να πληθαίνουν, τα μαλλιά να αραιώνουν, να γκριζάρουν, την κοιλιά να μαλακώνει και το δέρμα να θαμπώνει, παρ` όλο που δεν είμαι γέρος δεν είμαι ούτε νέος.
Με έκπληξη διαπιστώνω πως ξαφνικά, μια μέρα η ταμίας του σουπερμάρκετ που την ήξερα σαν μια νέα, νόστιμη ξανθούλα είναι μια χοντρουλή κουρασμένη γυναίκα, σίγουρα βάφει τα μαλλιά της.
Με ξαφνιάζει που δεν ξαφνιάζεται, η ταμίας και οι τόσοι άλλοι, με το πόσο άλλαξαν, πως ο χρόνος όχι μόνο τους όργωσε – αυτό όλοι το διαπιστώνουμε συχνά πυκνά – αλλά πόσο άλλαξαν, και έγιναν «άλλοι». Πως δεν ξαφνιάζονται πραγματικά, όπως εγώ, που διαρκώς αναρωτιέμαι, απορώντας γιατί το τι πρέπει ή δεν πρέπει να κάνω ή μην κάνω; Ή μήπως και αυτοί σταματούν μπροστά στο είδωλο τους αποσβολωμένοι, κοιτούν με απορία τα χέρια τους ή τα πόδια τους όταν το βράδυ μετά τις δουλειές τους βγάζουν τις κάλτσες τους κι αναρωτιούνται αν όντως είναι τα δικά τους πόδια ή χέρια, το δικό τους είδωλο!
Τελικά μήπως είμαστε πολύ ίδιοι, απελπιστικά όμοιοι, αφού όλοι βαδίζουμε πάνω κάτω με την ίδια ταχύτητα προς το ίδιο τέλος; Όμως αμφιβάλλω αν ισχύει αυτό, γιατί είναι τόσο απασχολημένοι με τα της ζωής. Έχουν τόσες πολλές και σπουδαίες αποφάσεις να πάρουν, που έχουν τόσες επιπτώσεις στη ζωή τους κι αυτές με τη σειρά τους γεννούν την ανάγκη και για άλλες αποφάσεις, τόσες πόρτες πρέπει να ανοιχτούν, που μάλλον δεν προλαβαίνουν να εκπλαγούν.
Τελικά η ζωή για να τη ζήσεις πρέπει να την αγνοείς. Πρέπει να αποφασίσεις να μπεις στο κοπάδι και να κάνεις τα πράγματα του κοπαδιού, να ακολουθήσεις τους αρχηγούς της αγέλης. Όλοι το κάνουν. Και εγώ το κάνω σαν υπνοβάτης, σαν ξένος, όμως το κάνω.
Βάζω δραστηριότητες, επινοώ ασχολίες, έχω ενδιαφέροντα, ενίοτε και απόψεις, βγαίνω, έχω φίλους και φίλες, διαβάζω, βλέπω έργα, κάνω σχέσεις, διαλύω σχέσεις, δουλεύω, ξεκουράζομαι, οδηγώ, ψωνίζω, πάω διακοπές, κλπ. Σε όλο αυτό, που σαν φιλμ ξετυλίγεται, βλέπω κάποιον άλλον να κάνει αυτά που κάνω. Είμαι ένας θεατής του εαυτού μου που κάτι κάνει, κάπου πάει, επιστρέφει…