You are currently viewing Κ.Ζ.Καπελώνης – Με πάθος: Ποιητική. Μπορούνε οι παλιές γραφές να λένε καινούργια πράγματα;  Μέρος Ι 

Κ.Ζ.Καπελώνης – Με πάθος: Ποιητική. Μπορούνε οι παλιές γραφές να λένε καινούργια πράγματα; Μέρος Ι 

Η τέχνη είναι — κατά τον Αριστοτέλη — «έξις μετά λόγου αληθούς ποιητική.»

Το 1937 εκδίδεται, από την Ακαδημία Αθηνών, το «Περί Ποιητικής» του Αριστοτέλη, σε μετάφραση του Σ. Μενάρδου με εισαγωγή και ερμηνεία  του Ι. Συκουτρή, που έχει πεθάνει πριν από την έκδοση σε ηλικία 36 ετών.
Ο Συκουτρής είναι ιδιαίτερα γνωστός για το εξαιρετικής ποιότητας έργο του.
Στα προλεγόμενα φιλοσοφεί και αναλύει, με τρόπο ζηλευτό. Εκεί περιλαμβάνονται τα παρακάτω αποσπάσματα, που θα μπορούσαν να σχολιάσουν τη σύγχρονη θεατρική πραγματικότητα.

(Σημ. Υπέκυψα στον πειρασμό, να απαλύνω την καθαρεύουσα του συγγραφέα, για να μη σταθεί εμπόδιο στον άπειρο αναγνώστη.)

Γράφει, λοιπόν, ο Συκουτρής…

Καθήκον ευλάβειας προς τη μνήμη αλησμόνητου δασκάλου, του οποίου ο θάνατος στέρησε την ελληνική επιστήμη από έναν άνδρα με εξαιρετική ευγένεια ήθους και βαθύτατο ανθρωπισμό, του Σίμου Μενάρδου, με υποχρέωσε να ασχοληθώ με την Ποιητική του Αριστοτέλη, αφήνοντας κατά μέρος εργασίες, για τις οποίες και επιστημονικώς και εκ προσωπικού ενδιαφέροντος ήμουν από πολύ καιρό καλύτερα προετοιμασμένος. 

Για να καταλάβουμε και να κρίνουμε την «Ποιητική» (και οποιοδήποτε άλλο βιβλίο της Αρχαιότητας) δεν αρκεί η γνώση του περιεχομένου της· είναι ανάγκη να την τοποθετήσουμε ιστορικά στην εποχήν και στην παραγωγή του συγγραφέα της. Έτσι και μόνον θα ξέρουμε τί πρέπει να περιμένουμε απ’ αυτό και τί δεν πρέπει να ζητήσουμε εκεί μέσα. 

Πρέπει να τονιστεί άπαξ διά παντός: όχι η Πρωτοτυπία, αλλά η Ακρίβεια και Ορθότητα υπήρξαν ο ύψιστος σκοπός, προς το οποίο κατευθύνθηκαν οι επιδιώξεις μου.

Έκαμα ό,τι μπορούσα και ό,τι μου επέτρεπε η ιδιοσυγκρασία μου, οι προσωπικές μου προτιμήσεις και ενθουσιασμοί.

Το θεμελιώδες και βαθύ πρόβλημα του τραγικού αντιμετωπίζει η Ποιητική κυρίως από την μορφή του ερωτήματος: Πώς πρέπει να είναι συνθεμένο ένα δραματικό έργο για να κρατηθεί αδιάπτωτο και χωρίς δυσαρμονίες το ενδιαφέρον του θεατή;

Αλλά ο Αριστοτέλης ήξερε — το δίδαξε ήδη ο Πλάτων — ότι πέραν από την τεχνική σοφία υπήρχε η προσωπικότητα του ποιητή, η οποία και νόμους δημιουργεί νέους και ψυχικό προσφέρει περιεχόμενο στους παλαιούς, και επίσης η προσωπικότητα είναι κάτι το εξωλογικόν, κάτι το δαιμόνιον. Αλλά δεν μπορεί να διδαχτεί, γι’ αυτό και δεν έχει τη θέση του μέσα στην Ποιητική.

Η ποίησις είν’ έργον ευφυούς ή μανικού.

Τα πάθη δεν είναι πάντοτε επιβλαβή, αλλά προσφέρουν κάποτε σπουδαίες στον άνθρωπο υπηρεσίες. Στην καταδικαστική εναντίον της ποίησης, «ως εξεγειρούσης τα πάθη», γνώμη του Πλάτωνα, αντιτάσσει ο Αριστοτέλης τη θεωρία «περί καθάρσεως».

Η ποίηση δεν είναι απλώς μίμηση — ειδεμή, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ποίηση και γενικώς τέχνη, και των πιθήκων και των άλλων ζώων η μιμητική πράξεων και πραγμάτων ενέργεια. Είναι τέχνη μιμητική, και ως τέχνη, είναι, κατά τον αριστοτελικό ορισμό, «έξις μετά λόγου αληθούς ποιητική». Επομένως έχει μεν τη ρίζα της σε ενστικτώδεις τάσεις της ανθρώπινης ψυχής, εργάζεται όμως όχι τυχαία, αλλά συνειδητά και ακολουθεί ορισμένους κανόνες και μεθόδους, διαλέγει το αντικείμενό της και το υποβάλλει σε τεχνική επεξεργασία για να  παράγει έργο άρτιο και αυθύπαρκτο.

Με αυτό τον τρόπο εξαίρει ο Αριστοτέλης -με την έννοια της μμήσεως- ένα ουσιώδες διακριτικό γνώρισμα των λεγομένων καλών τεχνών: την ανεξαρτησία των από πρακτικούς σκοπούς, την υπαγωγή των σε κριτήρια αισθητικά και τεχνικά — ό,τι η νεώτερη φιλοσοφία θεωρεί ως κατ’ εξοχήν χαρακτηριστικό του αισθητικού φαινομένου: την απουσία αμέσου πρακτικού σκοπού.  Το έργον της τέχνης είναι αυτή αύτη η μίμησις και η εξ αυτής ήδονή. Επομένως και η ορθότητα της ποίησης θα κριθεί από το αν ορθά εξετελέσθη η μίμησις και αν επραγματοποίησε την ιδιάζουσα σε αυτήν ηδονή.

Έπειτα η τέχνη είν’ έργο σοβαρής προσπάθειας (σπουδής) με προθέσεις σοβαρές. Διότι, εφ’ όσον η ποίηση μιμείται ανθρώπων πράξεις και παθήματα και ευδαιμονία, δεν μπορεί να μην αντιμετωπίζει και τα ηθικά προβλήματα, χωρίς αφ’ ετέρου να κρίνεται μόνο με ηθικά κριτήρια το έργο του ποιητή, όπως το ζητεί ο Πλάτων.

Έτσι η ζωή, «καθό αντικείμενον της μιμήσεως», εμφανίζεται όχι πλέον ως τυχαία σειρά γεγονότων και πράξεων, αλλά ως ζωή διαμορφωμένη, ως ζωή εγκλείουσα ήδη την συνειδητή επεξεργασία ενός ανθρώπινου νου, του ποιητού. Άλλωστε και ο ποιητής, επειδή ακριβώς είναι ποιητής, δε βλέπει απέναντί του την πραγματικότητα, όπως είναι παραφορτωμένη από τα τυχαία, τα ασήμαντα και τα κοινά· βλέπει την ποιητική αλήθεια, βλέπει μέσα στα επί μέρους το «καθολικόν» στοιχείο, όπως ο φιλόσοφος βλέπει στα αισθητά όντα όχι μόνο την ύλη, αλλά και το είδος. Αυτό ακριβώς το «καθόλου» της ζωής μιμείται, δηλαδή αναπαριστάνει ο ποιητής.

Ο νατουραλισμός παραγνωρίζει ότι η ζωή είναι φορτωμένη από το άχρηστο, το περιττό, το άλογο. Το ασήμαντο έχει τη θέση του στην τέχνη μόνο ως αντίθεση προς το σημαντικό, ή έστω για να παρασταθεί με τρόπο ζωηρό «το κενόν και μάταιον» της ανθρώπινης ζωής, όπως πολλές φορές στα έργα του Dostojewski· αλλά και τότε αυτό γίνεται σημαντικό, εφ’ όσον είναι χαρακτηριστικό μιας κατάστασης.

Την προσωπική σάτιρα καταδικάζει ο Αριστοτέλης όχι για λόγους ηθικούς, όπως ο Πλάτων, αλλά γιατί λείπει σ’ αυτήν το «καθόλου».

Το «καθόλου» υπάρχει και στο αυστηρά προσωπικό, αρκεί στην προσωπική αυτή ενέργεια να κυριαρχεί το «καθολικώς ανθρώπινον»… Το «καθόλου» δεν αποτελεί άρση της προσωπικότητας, αλλά επέκταση και εμβάθυνση αυτής· έξαρση ακριβώς εκείνου, που αποτελεί τον ουσιώδη πυρήνα της προσωπικότητας ενός ήρωα, το κέντρο της ατομικής του ζωής.

Οι ήρωες της ποίησης έχουν πάντα κάτι το εξαιρετικό (στο καλό ή στο κακό, αδιάφορο) και ακριβώς μ’ αυτή  την πολλές φορές παθολογική εξαιρετικότητά των μας συγκινούν. Η ζηλοτυπία π.χ. είναι φαινόμενο κοινό σε όλες τις γυναίκες· εν τούτοις όλες δεν ζηλοτυπούν όπως η Μήδεια. Ούτε ενεργούν οι πολλοί όπως η Κλυταιμήστρα ή η λαίδη Μάκβεθ· όμως και οι πολλοί μπορούν να καταλάβουν πώς ενεργούν τα πρόσωπα αυτά, και να πλουτίσουν έτσι σε πλάτος και βάθος τον πενιχρό εσωτερικόν των βίον.

Το εξαιρετικό όμως αυτό, νοείται ως προέκταση και ως ένταση του ουσιώδους και σημαντικού· δεν είν’ εκζήτηση του παραδόξου και εκπληκτικού, εκείνου που προκαλεί την περιέργεια του θεατή, χωρίς να του ξυπνά ταυτόχρονα και το αίσθημα της βαθύτερης ψυχικής συγγένειας προς τον ήρωα. Επειδή για όλων των ειδών τις ψυχικές περιπέτειες (καλές ή κακές) υπάρχουν τα σπέρματα στην ψυχή του ανθρώπου, ανεξαρτήτως του τί ο ίδιος στην προσωπική του ζωήν έζησε. Ακόμη και μαα παθολογική περίπτωση μπορεί ν’ ανήκει «εις τα καθόλου»· αλλά μόνο όταν συναντά στον εσωτερικό κόσμο του ανθρώπου (ο οποίος στο βασικό του περιεχόμενο είναι κοινός σε όλους) σπέρμα συγγενές, που να μπορεί να το βοηθήσει να αναπτυχθεί. Τότε μόνο θα δημιουργήσει την επίγνωση, ότι κατά βάθος, πάνω στη σκηνή, που προβάλλει ο Ορέστης, ο Άμλετ, η Αντιγόνη ή η Μαρία Στιούαρτ, η δική του μοίρα, η δική του ευτυχία, η δική του αρετή κρίνονται—αλλά φυσικά σε διαστάσεις πελώριες, στην εκατοστή δύναμη της έντασης. Υπ’ αυτήν την έννοια και μόνο (όχι υπό την στατιστική έννοια του μέσου όρου) συμπίπτει το «καθόλου» προς το «ως επί το πολύ» του Αριστοτέλη· υπ’ αυτήν την έννοια, ένα ορισμένο μυθικό ή ιστορικό παράδειγμα αποκτά τη γενικότητα μιας ιδέας, τον καθολικό και αιώνιο χαρακτήρα του πανανθρώπινου.

 Ο Αριστοτέλης αποδεικνύει ότι και η ποίηση, όπως κάθε τέχνη, έχει ως αντικείμενό της κάτι μόνιμο και καθολικό, όχι «τα αισθητά και πρόσκαιρα και φθαρτά». Έχει νόμους αντικειμενικούς ν’ ακολουθήσει, υπάγεται σε ορισμένους λογικούς κανόνες, επιδεκτικούς επιστημονικής συστηματοποίησης και μπορούν να συναχθούν κατά «εσωτερικήν αναγκαιότητα» από τον προσδιορισμό της φύσης και του έργου της ποίησης, από τη γνώση επίσης της φύσης και της μοίρας του ανθρώπου. Ο ποιητής δεν ενεργεί με τις ανεξέλεγκτες εμπνεύσεις της στιγμής, ούτε αφήνεται να παρασυρθεί από το χάος των εξωτερικών εντυπώσεων ή των εσωτερικών του παρορμήσεων. Στο χάος αυτό εισάγει τάξη και λόγο, εισάγει νόημα και νόμους αντικειμενικούς, δημιουργεί από τον σωρό των ανθρώπινων αισθημάτων, παθημάτων και πράξεων έναν κόσμο. Αυτή άλλωστε ήταν στο βάθος η αντίληψη περί της τέχνης στους Αρχαίους, οι οποίοι έθεταν αυστηρούς περιορισμούς στην αυθαιρεσία και την πρωτοτυπία του καλλιτέχνη. 

 Η τέχνη είναι — το είπαμε ήδη — «έξις μετά λόγου αληθούς ποιητική.»

 

(Έπεται συνέχεια…)

 

 

Κωστής Καπελώνης

Κωστής Καπελώνης Ο Κωστής Καπελώνης γεννήθηκε στο Ρέθυμνο το 1952. Σπούδασε Μαθηματικά στο Πανεπιστημίο Αθηνών και θέατρο στη Δραματική Σχολή του Θεάτρου Tέχνης Kαρόλου Kουν. Διετέλεσε Kαλλιτεχνικός Διευθυντής του ΔHΠEΘE Kρήτης, υπηρέτησε στο Kρατικό Θέατρο Bορείου Eλλάδος και το 2002 ίδρυσε τον θίασο “Θ όπως Θέατρο”. Από το 1994 έχει σκηνοθετήσει πάνω από 50 παραστάσεις – μεταξύ των οποίων Το Παραμύθι από Χαρτί που τιμήθηκε με το βραβείο δραματουργίας Κ. Κουν 2003. Έχει εκδώσει αρκετά βιβλία, έχει γράψει στίχους για τραγούδια και έχει ασχοληθεί με τον κινηματογράφο, το ραδιόφωνο και την τηλεόραση. Είναι διευθυντής της Δραματικής Σχολής του Θεάτρου Τέχνης και εργάζεται ως ηθοποιός, σκηνοθέτης, σχεδιαστής φωτισμών κλπ.

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.