Η Αναστασία, τέταρτο τέκνο της Μυρσίνης Σταύρου Καλογερή, ήρθε στον κόσμο με σχετική ευκολία, αν εξαιρέσουμε το αριστερό της χεράκι που σφήνωσε ανάμεσα στην κοτύλη και στην ηβική σύμφυση της μάνας της, με τα δάχτυλα τεντωμένα σαν να έψαχνε κάτι μακρύτερα από τη φτάση της. Το γεγονός αυτό ταλαιπώρησε και την επίτοκο και τη μαμή, καθυστερώντας τον τοκετό που ξεκίνησε κάποιο Μεγάλο Σάββατο, μόλις που είχε σουρουπώσει·οπότεέφερανλάμπεςκαιδαδιά καιφωταγώγησαντηνκάμαρητόσο ώστε να συναγωνίζεταιτονΑηΓιάννηόπου οι καντηλανάφτισσες μαδούσαν τα άνθια του Επιταφίου και γέμιζαν σβώλους από ρετσίνι κι έλαιο τα θυμιατήρια ενώ τα παππαδάκια χαζολογούσαν, πνιχτά και με σκουντιές, δοκιμάζοντας τα άμφια απάνω από τα ρούχα τους. Την ίδια ώρα, στο χωριό, ορισμένοι γηραιότεροι είχαν ήδη αρχίσει να το τζούζουν, στα τσουκάλια σωρεύονταν τα αντεράκια και τα πρασσοσέλινα ενώ στο δάσος όλη η πλάση έμοιαζε να σιωπά θλιμμένη στον απόηχο του ψαλμού για τον Ιωσήφ (που κηδεύει, συν τω Νικοδήμω, νεκροπρεπώς τον Κτίστην). Τη Μυρσίνη ξεγέννησε τελικώς η βάβω της Σταμπουλού, ολοκληρώνοντας τη γέννα με αποφασιστικές κινήσεις (αν και με κάποιες μικρές απώλειες) κι αμέσως κατέστη σαφές ότι το κορίτσι έπρεπε να ονοματιστεί Αναστασία, καθώς ξεπρόβαλλε στον κόσμο τούτο θεότυφλη σαν το κουτάβι, ταλαίπωρη μέσα στον πλακούντα της και με το αριστερό της χέρι σα μασημένη φτερούγα, ακριβώς τη στιγμή που έψελνε ο παππούς της, ο παπα Σταύρος, το “Χριστός Ανέστη”. Η ελαφριά αναπηρία που της προέκυψε, δηλ μια μόνιμη κάμψη του βραχίονα περί τον αγκώνα, η κλίση του και, εν μέρει, η συνακόλουθη ατροφία, δεν την εμπόδισαν καθόλου σε όλη την ενήλικη ζωή της· αντιθέτως φαινόταν λες κι η συνθήκη εκείνης της πληγωμένης φτερούγας να ενίσχυε και να διευκόλυνε τη δουλειά της – που ήταν να γνέθει ακατάπαυστα και να πλέκει των προβάτων το μαλλί – καθώς της επέτρεπε να συγκρατεί το αδράχτι, σχεδόν φυσικά, σαν προέκταση του κορμιού της και δίχως εκούσια μυϊκή συμμετοχή. Ακριβώς την ημέρα των δεκάτων τετάρτων γενεθλίων της η αποστολή της στη Γη άρχισε να εκπληρώνεται. Αφορμή στάθηκε ο αιφνίδιος θάνατος του γείτονά τους Γιώργου Ζωγράφου που είχε χηρέψει μόλις πριν λίγους μήνες, και που τού είχαν όμως απομείνει τέσσερα ορφανά να αναστήσει, όλα κορίτσια, και τα ισάριθμα προικώα σταροχώραφα της συζύγου του που απαιτούσαν αμέριστη φροντίδα ενώ δεν διαφαινόταν ότι είχε λαβάνειν βοήθεια από πουθενά. Μήτε κι κείνος ήξερε ποιο από τα δυο ήταν το δυσκολότερο. Την ώρα που κλάδευε την κληματαριά, σκασμένος από τον καημό του, έπαθε ανακοπή, τα ορφανά έβαλαν τις φωνές κι η Αναστασία πετάχτηκε από το μποστάνι τους όπου έγνεθε, κι έτρεξε να δει τι συμβαίνει στο διπλανό ενώ η Μυρσίνη, η Αγγελική κι η Κώστια επειδή χαμήλωναν ένα βαρύ πυθάρι με μέλι στο κελάρι με τις τριχιές, ως να αποσώσουν καθυστέρησαν. Βαθιά σιωπή είχε πέσει στο μεταξύ στο Ζωγραφέικο . Παραμερίζοντας κάτι θάμνα από θρούμπια που έφραζαν την είσοδο και βγαίνοντας στη γειτονική κληματαριά που ήταν όλη εναέρια σε κάνναβο ζηλευτό, καρφωμένη από τον γείτονα με λεπτομέρεια χιλιοστού, παρατήρησαν, πως από τη ρίζα του θρουμπιού – που ο απλός λαός το μπερδεύει είτε με τη ρίγανη είτε με τη μαντζουράνα – ξεπηδούσε ένα μπουκέτο από αίμα στέρεο, έπειτα στεκόταν πάνω απ’ τον νεκρό και τον στεφάνωνε με μια μνήμη θανάτου περασμένη σα χθεσινό πρόσφορο. Ο ίδιος ο νεκρός, όμως, δεν ήταν καθόλου νεκρός μα ξαπόσταινε ορθός, σαν έπειτα από ατέλειωτα χιλιόμετρα τυφλής πορείας, με σφιγμένες τις γροθιές·καιταμάτιατου δάκρυζαν, από ευγνωμοσύνη, με δάκρυ ζωντανό. Δυο τσίχλες κελαηδούσαν από πάνω του κι έμοιαζε το κελάηδισμα με μοιρολόι αντίστροφο. Πλάι στον Ζωγράφου είδε η Μυρσίνη την κόρη της να στέκεται οκλαδόν και να γυρίζει τ’ αδράχτι με μανία σα να’ χε να γνέσει με μιάς, προικιά για έναν ολόκληρο γυναικωνίτη. Και παρότι θα την τραβούσε σίγουρα τ’ απάνω χείλι της – καθώς ήταν δαγκαμένη από έναν έρπητα που τη βασάνιζε περιοδικώς από τα δώδεκα – χαμογελούσε πλατιά κι άστραφταν τα μαλλιά της πάνω στους ώμους της κι όλο της το σώμα έστριβε απ’ τη χαρά του πάνω στα σκέλια της. Κι από κει κι έπειτα σε κάθε στροφή βίωνε μιαν κράμπα σαν έναν ακούσιο, υποτυπώδη οργασμό, καθώς, μόλις είχε νικήσει τον Θάνατο, και το κορμί της το γλεντούσε. Ο Λαμπρογιώργος Ζωγράφου ήταν ο πρώτος νεκρός που επανέφερε κι έζησε χρόνους πολλούς κι είδε εγγόνια από όλες του τις κόρες. Έκτοτε, κι ως την αναχώρησή της σχεδόν ένα αιώνα μετά, επέστρεφε σχεδόν κάθε χρόνο, πάντα κατά την περίοδο γύρω απ’ τα γενέθλια της που άλλες φορές έπεφταν Σάββατο του Λαζάρου, άλλοτε Μεγάλη Παρασκευή κι άλλοτε Κυριακή των Βαγιών, έναν άδικο θάνατο στη ζωή. Η Αναστασία έμεινε ανύπαντρη μα πάντοτε είχε τριγύρω της την οικογένειά της. Ταυτόχρονα έγνεσε μαλλί συνολικού μήκους δώδεκα φορές την περιφέρεια της Γης.
Μια από τις λίγες από τις γυναίκες του γένους Καλογερή που διάβηκε το ορόσημο των σαρανταδυό της χρόνων ευλογήθηκε να ασκεί τις ικανότητές της ως τα βαθιά γεράματα και σε όποιον τη ρωτούσε για τη μακροζωία της έλεγε πως φύλαγε τον χρόνο της σε ένα πιθάρι με μέλι παστωμένο στο στόμιο με πολτό βασιλικό. Λίγο πριν το τέλος, έβαλε τα δισέγγονα της αδερφής της Κώστιας να της φέρουν να γλείψει από αυτό το μέλι. Μια αρχαία μούχλα που έμοιαζε με ζυμωτικό μύκητα στην όψη, μα με τα χρόνια είχε σκληρύνει και είχε καταστεί αδιαπέραστη, είχε ανθίσει στην επιφάνεια. Έφερε ο Γιωργάκης, που ήταν μαρμαρογλύπτης, από τη τσάντα του ένα καλέμι, ένα ηλεκτρικό τρυπάνι κι ένα τιρμπουσόν για τους φελλούς κι αφού πάσχισε για κανένα τέταρτο κατάφερε κι απέκοψε ένα κοίλο τεταρτοσφαίριο που στο κέντρο του έφερε μια πύκνωση κρυσταλλική και βαθυπράσινη σα σμαράγδι. Η γριούλα ζήτησε να το πιπιλήσει και παρότι οι γυναίκες άρχισαν να αντιδρούν έντονα και με ολοένα αυξανόμενες μικρές κραυγές τις καθησύχασε και τους διευκρίνισε ότι ήθελε απλώς να γευτεί λίγο μέλι πριν πεθάνει. Τι κακό μπορούσε να συμβεί; Κάποιες φλέβες στα μηνίγγια της φάνηκαν να παίρνουν δική τους ζωή κι άρχισαν ένα χορό πρωτόγονο, τα μάτια της γίνηκαν αμέσως μωρού παιδιού. Έσταξε τότε στη γλώσσα της ο χρόνος της, πλήρης και ελεήμων έτοιμος να παραδώσει την ψυχή της στον Μεγάλο Περαματάρη σα νυφούλα στον γαμπρό· κι ο κύκλος της έκλεισε εκεί με μια πνοή και δια παντός. Ένα παράπονο της είχε μείνει φεύγοντας.