12 Μαρτίου 1999, τα γενέθλια της Τόσσα, ημέρα που αρχίζει το ογδοηκοστό έτος της ζωής της. Είμαστε μόνοι μας, έχει πολύ ησυχία, προχωρημένο απόγευμα. Εκείνη κάθεται, όπως πάντα, στον μαύρο καναπέ σ΄ έναν από τους τοίχους μας με πίνακες ζωγραφικής, πίσω της τα πορτραίτα του Γκαίτε, του Κλάιστ, του Χάινε και του Φοντάνε, του Τόμας Μαν, του Κάφκα και του Μπρεχτ.
Αυτός είναι ο κόσμος του Μαρσέλ Ράιχ -Ρανίτσκι, ογδοντάχρονου επίσης και της συνομήλικής του συζύγου και μοναδικής γυναίκας της ζωής του Τόσσα. Το οικογενειακό πορτραίτο συμπληρώνεται από τον πενηντάχρονο γιο του και την εικοσάχρονη κόρη του γιου του.
Το απόσπασμα που παραθέσαμε είναι από την χειμαρρώδη αφήγηση της ζωής του με τον ομώνυμο τίτλο.
Όλα ξεκίνησαν γι’ αυτόν στην Πολωνία όπου γεννήθηκε το 1920 από γερμανοεβραίους γονείς. Πριν προλάβει να μάθει την μητρική του γλώσσα, πριν αρχίσει να έχει συνείδηση της εθνικής του ταυτότητας – όντας φυσικά Πολωνός υπήκοος – τον στέλνουν στην Γερμανία. Είναι οκτώ ετών και βρισκόμαστε στα 1928. Η φράση που θα τον συνοδεύει είναι η αποχαιρετιστήρια φράση της δασκάλας του Φεύγεις, αγόρι μου, για τη χώρα του πολιτισμού. Στη Γερμανία διαπιστώνει πως η εβραϊκή του καταγωγή του προκαλεί προβλήματα από τους συμμαθητές του. Εκείνος όμως γίνεται ο καλύτερος μαθητής της γερμανικής γλώσσας, αρχίζοντας από τότε που έμαθε να διαβάζει να πραγματοποιεί αυτή την λειτουργία: να διαβάζει και μόνο να διαβάζει. Η μεγάλη του αγάπη είναι στην αρχή ο Σίλλερ και αρκετά αργότερα ο Γκαίτε. Σιγά σιγά ανακαλύπτει την ποίηση του Ρίλκε, του Χόμφμανσταλ, του Γκεόργκε. Σιγά σιγά δηλαδή ανακαλύπτει το άσυλο στο οποίο δεν θα αργήσει να εισέλθει. Τη λογοτεχνία και τη γερμανική γλώσσα.
Εννοεί φυσικά να σπουδάσει στο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου όπου διαμένει, αλλά ατυχώς όπως διαπιστώνει: η χώρα δεν στέκεται στα σωστά της όπως λέει ο Άμλετ και εκτοπίζεται πίσω στην πατρίδα του στην Πολωνία. Το μένος των Γερμανών εναντίον των Εβραίων φουντώνει λίγο μετά τη φυγή του από το Βερολίνο όπου συμβαίνει η Νύχτα των Κρυστάλλων, που έγινε το πρώτο σοβαρό προγκρόμ εναντίον των Εβραίων. Στην Βαρσοβία όπου ο δεκαεννιάχρονος πια Μαρσέλ ζει αναγκαστικά ανεγείρεται το γκέτο της Βαρσοβίας. Εκεί γνωρίζει την φρικτή γερμανική βαρβαρότητα, το όνειδος του πολιτισμού του 20ου αιώνα που προέρχεται από την ίδια πηγή και την ίδια χώρα που αυτός θαυμάζει.
Την Τόσσα τον μεγάλο του έρωτα την γνωρίζει τη στιγμή που εκείνη προσπαθεί να κόψει μ’ ένα ψαλίδι τη ζωστήρα από την οποία έχει κρεμαστεί ο πατέρας της, ευκατάστατος επιχειρηματίας που καταστράφηκε από την γερμανική πολιτική εναντίον των Εβραίων. Από την στιγμή εκείνη θα είναι μαζί όπως περιγράφεται στην αρχή του κειμένου, έχοντας καταφύγιο τη λογοτεχνία, το θέατρο και τη μουσική.
Ο Μαρσέλ και η Τόσσα κλείνονται μαζί με τους ομόφυλους τους στο γκέτο της Βαρσοβίας. Για καιρό εκείνος αναλαμβάνει λόγω της πολύ καλής γνώσης της γερμανικής γλώσσας γραμματέας του Εβραϊκού Συμβουλίου. Όταν γράφει την διαταγή απόφασης για την μεταφορά των Εβραίων σε στρατόπεδα θανάτου διαπιστώνει πως για να σώσει την Τόσσα που και αυτή δουλεύει στο Εβραϊκό Συμβούλιο, πρέπει να την παντρευτεί και την παντρεύεται. Έτσι δεν βρίσκονται στις πρώτες φουρνιές που εγκαταλείπουν το γκέτο και μπαίνουν στα τρένα για την Τρεμπλίνκα, αντίθετα με τους γονείς του, τον αδελφό του και την μητέρα της Τόσσα που θανατώθηκαν στους φούρνους.
Όταν όμως οι Γερμανοί κοντεύουν να αδειάσουν το γκέτο εκείνοι δραπετεύουν με πολύ μεγάλο κίνδυνο και διασώζονται κρυμμένοι στο κελάρι ενός μέθυσου συμπατριώτη τους, ο οποίος μισεί καθετί γερμανικό.
Μετά την απελευθέρωση όντας στην Βαρσοβία συνάντησε μια παλιά του φίλη, την Αγγέλικα Χούρβιτς που όπως αυτός τα είχε καταφέρει να γίνει κριτικός λογοτεχνίας-όντας απολύτως αυτοδίδακτος- έτσι και εκείνη είχε γίνει ηθοποιός και συμμετείχε στο Μπερλίνερ Ανσάμπλ με την Ελένε Βάιγκελ παίζοντας την μουγγή στην Μάνα Κουράγιο. Εκείνη λοιπόν του είπε:
Μες στην καρδιά του Γ’ Ράιχ μιλούσαμε εμείς, δυο νεαρά εβραιόπουλα σε μιαν απεγνωσμένη, απελπιστική κατάσταση για ένα μέλλον, το οποίο δεν μπορούσαμε να το πιστέψουμε στα σοβαρά ούτε για μια στιγμή. Πώς ήταν δυνατόν εκείνο τον καιρό να γίνει μια Εβραία ηθοποιός και ένας Εβραίος κριτικός; Αλλά εμείς είχαμε, ωστόσο, εκείνη την πολυτέλεια – να ονειρευόμαστε μια ζωή με το θέατρο και την λογοτεχνία. Τα όνειρά μας ήσαν, μάλλον, αυτά που μας ένωσαν εκείνον τον καιρό και είναι αδιανόητο: τα όνειρά μας, όντως, πραγματοποιήθηκαν. Ενώ τους δικούς μας τους δολοφόνησαν, εμείς μείναμε σώοι και αβλαβείς, δεν μας ξυλοκόπησαν μέχρι θανάτου, δεν μας σκότωσαν, δεν μας εξόντωσαν, δεν μας εκτέλεσαν στον θάλαμο αερίων. Εμείς επιζήσαμε, δίχως να το αξίζουμε. Το χρωστάμε μονάχα σε συμπτώσεις. Εμείς είμαστε για λόγους ακατανόητους τα εκλεκτά τέκνα της φρίκης. Είμαστε σημαδεμένοι, και έτσι θα μείνουμε μέχρι την τελευταία μας ημέρα.
Με αυτή την σφραγίδα της φρίκης, αλλά και την τύχη του επιζώντα αυτός που μέχρι τη απελευθέρωση είχε κουρνιάσει στο κελάρι του Πολωνού μέθυσου που τον έκρυβε, διέφυγε από την βαρβαρότητα του Σταλινισμού στην Δυτική, τότε ακόμη, Γερμανία χτίζοντας από την αρχή τη ζωή του στο φως, κατορθώνοντας να γίνει κορυφαία προσωπικότητα του γερμανικού πνεύματος.
Μετά την απελευθέρωση το Πολωνικό Κομμουνιστικό Κόμμα κυβερνάει τη χώρα του και εκείνος εντάσσεται σ’ αυτό. Ακολουθεί καριέρα διπλωματικού υπαλλήλου στο Λονδίνο. Ταυτόχρονα όπως ο ίδιος παραδέχεται στην αυτοβιογραφία του είναι πράκτορας των μυστικών υπηρεσιών της Πολωνίας. και ενδεχομένως να ευθύνεται για την αποστολή κάποιων αναφορών που ξανάστειλαν στην αγκαλιά των αρχών κάποιους αντικαθεστωτικούς που είχαν καταφέρει να ξεφύγουν. Μόνο που και αυτός όταν έπεσε σε δυσμένεια για αρκετά χρόνια αποφάσισε να διαφύγει στη Δυτική Γερμανία.
Έτσι λοιπόν το 1958 στα 38 του χρόνια θα αρχίσει να ζει τη δεύτερη ζωή του απαλλαγμένη ως ένα βαθμό μόνο από αποκλεισμούς αν και μέχρι να ενσωματωθεί σε μια χώρα του λεγόμενου τότε ”ελεύθερου κόσμου”, που μόνο ελεύθερος δεν ήταν, εθεωρείτο ξένος.
Αν είναι αλήθεια πως πατρίδα είναι η γλώσσα τότε κανείς δεν ήταν ικανός να του αμφισβητήσει το γεγονός ότι ήταν Γερμανός, αφού είχε τέτοιον έρωτα για την γερμανική γλώσσα και την λογοτεχνία της. Με αυτό το διαβατήριο ανακατεύτηκε στους κύκλους των λογοτεχνών, των διανοουμένων, των δημοσιογράφων, των εκδοτών και των εφημερίδων. Οι τελευταίες τον ενδιέφεραν πάρα πολύ γιατί οι κριτικές που δημοσίευε σ’ αυτές έβρισκαν άμεση ανταπόκριση από το κοινό το οποίο τον ακολουθούσε σε όποιο έντυπο και αν έγραφε. Έγραψε σ’ όλες τις μεγάλες γερμανικές εφημερίδες: την Die Welt την Die Zeit αλλά κυρίως στην Frankfurter Allgemeine στην οποία κράτησε για πολλά χρόνια την αρχισυνταξία των λογοτεχνικών σελίδων. Δεν συμπαθούσε καθόλου την ακαδημαϊκή κριτική, όπως και τους θεωρητικούς που έγραφαν ακατανόητα και δυσπρόσιτα κείμενα. Αυτός βασιζόταν στο μέχρι έρωτος πάθος του για την λογοτεχνία και θεωρούσε απόλυτο κριτήριο το προσωπικό του γούστο, αυτό που είχε μόνος του διαμορφώσει. Ο ίδιος δεν δίσταζε να αμφισβητεί ή και να γράφει αρνητικά για αναγνωρισμένους και βραβευμένους συγγραφείς. Αλλά όταν θέλει κανείς να είναι αδέκαστος πρέπει να γνωρίζει ότι οι φιλίες του με τους συγγραφείς θα διαλύονταν πολύ σύντομα. Είχε δημιουργήσει εξαιτίας της αδέκαστης γνώμης του πολλές και ισχυρές αντιπάθειες.
Στον βραβευμένο εφέτος με Νόμπελ λογοτεχνίας Πέτερ Χάντκε είχε αποδώσει τον χαρακτηρισμό του ανόητου και αυτός τον αντάμειψε παρουσιάζοντάς τον σαν κυνηγόσκυλο που γαυγίζει και αφρίζει το οποίο κάτι τρόπον τινά καταραμένο δεν το αφήνει να ησυχάσει και του οποίου η φονική διάθεση ενισχύθηκε από το γκέτο. Ενώ κάποια σημαντική ποιήτρια, την οποία είχε επίσης κατακεραυνώσει, ευχόταν τον θάνατό του. Κάποια στιγμή μάλιστα συγκέντρωσε και κυκλοφόρησε μερικές από τις αρνητικές κριτικές του με τίτλο Άκρατοι μύδροι.
Υποληπτόταν τόσο πολύ τη λογοτεχνία και γι’ αυτό δεν έδειχνε έλεος για όποιον κατά την γνώμη του την κακοποιούσε. Η γνώμη του για τους συγγραφείς που είχε γνωρίσει ήταν πως είναι πλάσματα εγωκεντρικά και δεν ενδιαφέρονταν για τίποτα εκτός από την επιτυχία του τελευταίου τους βιβλίου. Για την Άννα Ζέγκερς έλεγε ούτε λίγο ούτε πολύ ότι δεν είχε συνείδηση του επιτεύγματός της στο μυθιστόρημα της ο Έβδομος Σταυρός. Προτιμούσε τα διηγήματα από τα μυθιστορήματα του Χάινριχ Μπελ, ενώ δεν συμπαθούσε το Τενεκεδένιο Ταμπούρλο του Γκύντερ Γκρας.
Πάντως παρά την έπαρση, τις αδυναμίες και τον δικό του εγωκεντρισμό υπήρξε μεγάλη φυσιογνωμία της κριτικής της λογοτεχνίας χωρίς ποτέ ο ίδιος να γράψει ούτε μία λογοτεχνική αράδα. Ωστόσο, η αυτοβιογραφία του είναι ένα υποδειγματικό κείμενο χειμαρρώδους λόγου το οποίο διαθέτει και σασπένς και συγκίνηση.