Με λένε Τζο. Τζο ο Φοβερός για τους φίλους στη γειτονιά. Στο σπίτι με φωνάζουν σερ Τζο. Όλη μέρα τριγυρίζω στα πόδια του αφεντικού μου μου, τρίβομαι και γουργουρίζω. Απολαμβάνω τα χάδια του κι εκείνος, ο σερ Τζων Γκίλμπερτ, λόρδος της Αυτού Μεγαλειότητος, με ταΐζει με φρέσκο γάλα, φιλετάκια κι άλλες λιχουδιές.
Δε λέω, καλά όλα αυτά. Μα εμένα η ράτσα μου είναι απλή, του δρόμου! Έτσι, τα βράδια περιμένω να κοιμηθούν όλοι κι αφού γίνει απόλυτη ησυχία στο σπίτι, βγαίνω από το πορτάκι της κουζίνας στο δρόμο για να βρω την παλιοπαρέα. Εκεί γίνεται το μεγάλο γλέντι. Κυνήγι ποντικών, αλητεία, γάτες αλανιάρες πρόθυμες για τσάρκες. Ζωή! Λίγο πριν ξημερώσει λέω “γεια χαρά νταν μάγκες” κι επιστρέφω σπίτι, στους καλούς μου τρόπους, στην κομψότητα, στον σερ Τζων με την φροντίδα του.
Έτσι κι ένα πρωινό επέστρεφα σπίτι. Μπήκα από το πορτάκι της κουζίνας και μια μυρωδιά με χτύπησε στη μύτη. “Αμάν, ποντικός! Βρε τον αλήτη! Ήρθε στο σπίτι του Τζο του Φοβερού δίχως ντροπή!”
Ακούω ένα καπάκι να κουνιέται, προχωρώ αργά, βλέπω κάτι να τρέχει στον πάγκο. Πηδάω επάνω κι αναποδογυρίζω μια κατσαρόλα. “Αλήτη, θα σε πιάσω!”, λέω μέσ’ από τα δόντια μου εξοργισμένος. Τον βλέπω να πηγαίνει προς το αλεύρι. Προχωρώ αργά. Γυρίζει γύρω γύρω και με κοιτάζει κοροϊδευτικά. Το αίμα μου βράζει. Περιμένω να έρθει προς τη μεριά μου. Εμφανίζεται, χιμάω πάνω του, πάρτο κάτω το αλεύρι!
Κάτασπρος εγώ κι έτοιμος για τηγάνισμα! Έξω φρενών σκέφτομαι πως αυτό το ποντίκι για να πιαστεί χρειάζεται σχέδιο κι όχι παρόρμηση. Βλέπετε, είμαι ένας έξυπνος γάτος και η μελέτη τόσες ώρες κοντά στον κύριο μου έχει αποδώσει. Ο εχθρός μπορεί να σε περιπαίζει, αλλά εσύ οφείλεις να είσαι υπομονετικός αλλιώς, στην προκειμένη περίπτωση θα φας της χρονιάς σου από τη μαγείρισσα.
Βλέπω τον εχθρό να σουλατσάρει. Ακίνητος εγώ. Με κοιτάζει. Αδιάφορος εγώ! Με πλησιάζει. Χα! Την πάτησε! Παραμένω ακίνητος. Έρχεται πιο κοντά. Τίποτα εγώ. Βρίσκεται μια ανάσα από μένα. Άγαλμα εγώ! Την κρίσιμη ώρα κι ενώ έχω ετοιμαστεί να επιτεθώ πάση δυνάμει ακούω μια στριγκιά οικεία φωνή: “Σερ Τζο! Πώς τόλμησες να κάνεις έτσι την κουζίνα μου;;; Αν σε πιάσω…! Δεν έχει πρωινό σήμερα!!!”
Ήταν η μαγείρισσα που είχε έρθει ν’ ανάψει τις φωτιές της και βρέθηκε μπροστά στην καταστροφή! Ο εχθρός εξαφανίστηκε γελώντας κι έμεινα εγώ ντροπιασμένος και αλευρωμένος ν’ ακούω την κατσάδα της.
Το τρόπαιό μου το είχε σκάσει και δεν μπορούσα βέβαια να εξηγήσω ποιος ήταν ο υπαίτιος των συμφορών.
Τις υπόλοιπες νύχτες έμεινα μέσα μέχρι να μου περάσει η κατάθλιψη στην οποία είχα περιπέσει! Μόνο ο κύριος μου κατάλαβε πως μάλλον κυνηγούσα κάποιο ποντίκι κι έτσι δεν υπήρξε καμία τιμωρία. Ο πληγωμένος μου εγωισμός όμως αρκούσε για να με κρατήσει μακριά από την παλιοπαρέα τουλάχιστον τρεις νύχτες.
Όταν ξαναβγήκα…επιδόθηκα σ’ ένα ξέφρενο κυνήγι ποντικών και κάθε φορά που έπιανα έναν φανταζόμουν πως ήταν αυτός ο άθλιος που με ρεζίλεψε μέσα στο ίδιο μου το σπίτι!
Η Λένη Ζάχαρη γεννήθηκε και μεγάλωσε στον Πειραιά. Σπούδασε Θεολογία και Ιστορία στο ΕΚΠΑ. Έχει εκδώσει την ποιητική συλλογή "Να με λες Ελένη", από τις εκδόσεις Λέμβος. Αρθρογραφεί στο Περί ου.