Ήξερα να ξυπνάω τα πρωινά με όλες τις σκέψεις που κουβαλούσα στον ύπνο μου από την προηγούμενη νύχτα, παιδιά μιας ολόκληρης μέρας. Λες και είχα ένα τσουβάλι που έπρεπε να κουβαλάω μέρα και νύχτα χωρίς διακοπή για να μην ξεχαστεί τίποτε από το απώτερο ή εγγύτερο παρελθόν μου. Αν ξεχνιόταν, ίσως το παρόν να άλλαζε και τότε πώς θα ήταν τα γνωστά σ’ εμένα πράγματα ή πώς θα μπορούσα να έχω, έστω έναν μικρό, έλεγχο του άμεσου μέλλοντός μου;
Με κάτι τέτοια ξυπνούσα, με κάτι τέτοια κοιμόμουν. Ποτέ δεν σκεφτόμουν πως η απαλλαγή ίσως βοηθούσε να ξεφορτωθώ κι αυτούς τους απαίσιους πόνους στον αυχένα που είχαν εγκατασταθεί για τα καλά και δεν περνούσαν με κανένα παυσίπονο. Επέμενα να παριστάνω τον στωικό κουβαλητή που φορτωμένος σαν ‘γαϊδούρι’ αντιμετώπιζε με ανεκτικότητα τον εαυτό του. Αυτή η επιμονή μου, μάλιστα, δεν μου προξενούσε καμία εντύπωση. Τη θεωρούσα απολύτως φυσιολογική και έτσι θα έπρεπε να ήταν αν στην όλη ιστορία δεν εμφανίζονταν εκείνοι…. Ποιοι; Οι «εφιάλτες»! Γιατί ξαφνικά κι ενώ η ζωή μου είχε τον τακτικό ρυθμό κίνησης – ακινησίας, ύπνου – ξύπνιου, άρχισαν να εμφανίζονται με ρυθμούς ακατάσχετους, όνειρα μπερδεμένα και τρομακτικά, δηλαδή εφιάλτες. Τίποτε φυσιολογικό πλέον! Ούτε το κουβάλημα των σκέψεων ούτε καν αυτές οι ίδιες οι σκέψεις! Όλα ένα κουβάρι που δεν είχε καν άκρη και δεν μπορούσα να καταλάβω αν αύριο θα ήταν αύριο ή θα ήταν η προηγούμενη μέρα που επίσης με είχε μπερδέψει με την προ- προηγούμενη! Απελπίστηκα! Έχασα τη ρουτίνα μου, την τάξη στην ορισμένη ώρα των πραγμάτων! Το τσουβάλι μου έγινε ένα μεγάλο κουβάρι μπερδεμένο που, ώρες ώρες, έλεγα πως θα χιμήξει κατά πάνω μου και θα δεθεί στο λαιμό μου να με πνίξει! Ο φόβος και ο θυμός έγιναν ένα ανάμικτο συναίσθημα, σχεδόν αξεχώριστο, με αποτέλεσμα να μην γνωρίζω πώς να αντιδράσω. Τα βιβλία μου δεν έλεγαν κάτι συγκεκριμένο για την περίπτωσή μου! Είχα κλειστεί σχεδόν στην απομόνωση και δεν μιλούσα σε κανέναν. Έγινα ένα αγρίμι που δεν τολμούσε να βγει απ’ τη φωλιά του μη και το πλησιάσει ο κυνηγός. Δεν έτρωγα, δεν έπινα νερό, από την ιδέα και μόνο πως το κουβάρι θα μπορούσε σε κάποια στιγμή αφηρημάδας να ορμήσει πάνω μου και να συμβεί το μοιραίο. Τα βράδια πεταγόμουν απ’ τον ύπνο μες στον ιδρώτα φωνάζοντας : Βοήθεια! Βοήθεια! Πάρτε μακριά το κουβάρι! Με πνίγει! Μα ύστερα ξυπνούσα και καταλάβαινα πως ήταν πάλι ένας εφιάλτης. Ήξερα πως έπρεπε να κάνω κάτι. Το κουβάρι ήταν ένας μπερδεμένος σωρός σκέψεων και φόβων που μάζευα από μικρό παιδί. ….
Θυμάμαι, όταν έκανα αυτή τη σκέψη, ένιωσα πως κάποιος απέναντί μου μού έκλεισε το μάτι χαμογελώντας. Όταν κοίταξα καλά είδα πως ήταν ένα πιτσιρίκι που μού έμοιαζε και με κοιτούσε απορημένο. Ήμουν εγώ, γύρω στα δέκα, και στεκόμουν απέναντι περιμένοντας κάτι. Η αλήθεια είναι πως δεν το τόλμησα να ανοιχτώ αν και ήθελα πολύ να μου δώσω ένα φιλί. Συνεχίσαμε να κοιταζόμαστε για ώρα μέχρι που άρχισα να μιλάω εγώ. «Πώς βρέθηκες εδώ εσύ;» «Γιατί, σού είπε κανείς πως έφυγα ποτέ;» με ρώτησε απαντώντας μου. «Πάντα εδώ ήμουν, είμαι και δεν ξέρω πόσο θα παραμείνω ακόμη!» «Τι εννοείς;» ρώτησα με τρόμο. «Γιατί να παραμείνεις; Δεν μεγάλωσα θες να πεις ή κάτι χειρότερο;» Είχα αρχίσει να πανικοβάλλομαι γιατί δεν είναι απλό πράγμα να βλέπεις τον δεκάχρονο εαυτό σου να σε κοιτάζει με ύφος αινιγματικό και να σε περιεργάζεται σαν να είσαι κάτι εντελώς παράξενο… Για μια στιγμή παράτησα το πιτσιρίκι απέναντι και τους φόβους και τους τρόμους και επέστρεψα στη σκέψη που είχα αφήσει μισή. Το κουβάρι ήταν ένας μπερδεμένος σωρός σκέψεων και φόβων που μάζευα σχεδόν όλη μου τη ζωή. Κάπου εδώ βρισκόταν η λύση και το μάγκικο ύφος που είχε το τυπάκι απέναντι, από εδώ πήγαζε. Από τη συνειδητοποίηση πως για χρόνια μάζευα σ’ ένα τσουβάλι – στο κεφάλι μου απλά – όλα τα σκουπίδια που με απίστευτη ευκολία μπορούσε κάποιος να πετάξει, καθώς περνούσε αμέριμνος απ’ τη ζωή μου. Όλο αυτό το σκουπιδαριό το έσερνα, με μεγάλη μάλιστα χαρά, ως δήθεν εμπειρία ζωής που μου έδινε τη δυνατότητα να προετοιμάζομαι για κάθε υποτιθέμενο κακό – ασχέτως αν στο τέλος πάντα έτρωγα τα μούτρα μου – και να προβλέπω τα μελλούμενα, που ποτέ δεν προβλέπονταν λόγω του απρόβλεπτου ανθρώπων και καταστάσεων. Έτσι, τόσα χρόνια, έσερνα άσκοπα όποια βλακεία μου βρισκόταν μαζί με εκείνα στα οποία έπρεπε να δίνω σημασία. Μα τόσο ανακατεμένα που ήταν όλα μαζί άντε να βρεις σωστά και λάθη!
Και τώρα; Τώρα ήταν όλα μπερδεμένα μέσα στο τσουβάλι, ένα κουβάρι με χαμένη την άκρη του που το μόνο που έκανε ήταν να με απειλεί κάθε που του ήταν βολικό. Αυτό ήταν τελικά και το πρόβλημα στον αυχένα και το σφίξιμο των δοντιών που με τίποτε δεν χαλάρωνε όταν κοιμόμουν, με αποτέλεσμα τα φριχτά κατάγματα στα δόντια. Έπρεπε να αποφασίσω να πετάξω το κουβάρι όπως ήταν. Αν άρχιζα το ξεδιάλεγμα θα γινόμουν κι εγώ κουβάρι, μπορεί και ένα με το κουβάρι αυτό και τότε ποιος μπορούσε να γνωρίζει την εξέλιξη των πραγμάτων. Όχι πάντως εγώ! Πρώτη φορά είχα αποφασίσει πως δεν θέλω να ξέρω τι μπορεί να γίνει παρακάτω, ποιες πιθανότητες υπάρχουν κι όλα αυτά τα παράλογα που τον προηγούμενο καιρό είχαν μετατρέψει τη σκέψη μου σ’ αυτό τον «γόρδιο δεσμό». Θυμήθηκα το πιτσιρίκι στη γωνία. Γύρισα και το κοίταξα με την ίδια απορία. Γιατί εσύ – εγώ στα δέκα άραγε; Σαν να διάβασε τη σκέψη μου – και πώς όχι, αφού ήμουν εγώ; – με κοίταξε ίσια στα μάτια και είπε σοβαρά, «να θυμηθείς εσύ γιατί στα δέκα…». Τότε έκανα μια κίνηση ξεχασμένη από καιρό, άνοιξα τα παράθυρα, ένα ένα, να μπει φως στο σπίτι, πήρα ένα άλμπουμ με παιδικές φωτογραφίες και ξάπλωσα στον καναπέ. Με παρατηρούσα. Το χαμόγελό μου ήταν όλο ζωντάνια, τα μάτια μου πετούσαν σπίθες, οι μπούκλες μου στεφάνωναν το μελαχρινό μου πρόσωπο. Φωτογραφία γενεθλίων κλείνοντας τα εννέα… Πάρτυ πάντα στα γενέθλιά μου! Είχα δει και τις προηγούμενες, πήγα παρακάτω, φωτογραφίες Χριστουγέννων, Πρωτοχρονιάς, γιορτές σχολικές, καλοκαίρι. Πλησίαζα στις φωτογραφίες των επόμενων γενεθλίων μου. Όμως φωτογραφία από τα δέκατα γενέθλιά μου δεν υπήρχε. Τρόμαξα.. Μα τι συνέβη τόσο τρομερό που ούτε θυμάμαι αλλά μου έχει αφήσει τόσο μεγάλες πληγές και φοβίες; Ήθελα να πάω παρακάτω, να δω αν έχει άλλες φωτογραφίες μα το χέρι μου λες και είχε κολλήσει με κάποια παντοδύναμη κόλλα δεν έφευγε από εκεί. Απέναντί μου ο δεκάχρονος εαυτός μου με κοιτούσε σχεδόν με την ίδια αγωνία. Θεέ μου.. τι ήταν αυτό που καταχώνιασα στα πιο κρυφά του μυαλού μου συρτάρια κι δεν ήθελα έως σήμερα να το αντιμετωπίσω; Μήπως είχα πεθάνει και όλο αυτό ήταν ένα θέατρο; Τσιμπήθηκα και η αλήθεια είναι ότι πόνεσα… Μα τότε; «Ε, μα πια!» τσίριξα και γύρισα με δύναμη τις σελίδες για να δω την αφεντιά μου με δυο σπασμένα πόδια κι ένα χέρι δεμένο στο παιδικό κρεβάτι ενός νοσοκομείου, πνιγμένο στα αρκουδάκια και σε κάθε λογής παιγνίδια. Εκείνη τη στιγμή σαν να άνοιξε μια βρύση με μνήμες που χίμηξαν στο μυαλό μου θυμήθηκα ένα τραγικό ατύχημα που παραλίγο να μου κοστίσει τη ζωή την παραμονή των γενεθλίων μου. Εδώ που τα λέμε το πλήρωσα πάρα πολύ ακριβά. Είναι αλήθεια πως έφταιγα κι εγώ που έτρεξα στο δρόμο δίχως να κοιτάξω αλλά ήταν μεθυσμένος κι ο οδηγός και παραλίγο αντί για γενέθλια να είχαμε κηδεία! Μετά την επιστροφή μου στο σπίτι άρχισε το μαρτύριο που στην πραγματικότητα ήταν χειρότερο από κηδεία. Η μητέρα μου και η θεία μου, δυο κυρίες αυστηρών αρχών κατά συνέπεια λίαν καταπιεστικές, έκαναν στην άκρη την ελεύθερη διαπαιδαγώγηση, που είχε επιβάλει ο πατέρας μου, και εφάρμοσαν στρατιωτικούς νόμους. Κατόρθωσαν επίσης να με γεμίσουν ενοχές μια και στην οικουμένη δεν υπήρχε άλλο παιδί, τόσο κακό όσο εγώ, που να κάνει την οικογένειά του να νιώσει ντροπή γιατί συγκρούστηκα – αν είναι δυνατόν – μ’ έναν μεθυσμένο οδηγό της σειράς! Από τότε τα πάντα περνούσαν από την έγκριση των δυο βασανιστών μου, θέλω να πω της μητέρας και της θείας, ενώ ο καημένος ο πατέρας μου, για να μην του επιβάλλουν κυρώσεις, δεν μιλούσε παρά κουνούσε με απόγνωση το κεφάλι του. Πέρασαν τα χρόνια κι εγώ πήρα απόφαση πως ανήκω τουλάχιστον σε κάποια εγκληματική οργάνωση μέχρι που σταδιακά άρχισαν οι δικοί μου να μας αφήνουν χρόνους κι έτσι να περνάει η ιστορία στα αζήτητα αλλ’ όχι, καθώς αποδείχτηκε, οι συνέπειές της. Τις κουβαλούσα στο τσουβάλι κι αυτές μπερδεύτηκαν τόσο που θέλησαν να μ’ εξοντώσουν. Φαίνεται όμως πως δε γλίτωσα τυχαία στα δέκα μου χρόνια.
Γύρισα να δω το πιτσιρίκι, τώρα μου χαμογελούσε.
Πλησιάσαμε κοντά κι αγκαλιαστήκαμε. Έκλεισα τα μάτια, κι όταν τ’ άνοιξα, μες στο δωμάτιο υπήρχαν μόνο κάτι κλέφτρες ηλιαχτίδες που έπαιζαν με τη σκόνη.
Η Λένη Ζάχαρη γεννήθηκε και μεγάλωσε στον Πειραιά. Σπούδασε Θεολογία και Ιστορία στο ΕΚΠΑ. Έχει εκδώσει την ποιητική συλλογή "Να με λες Ελένη", από τις εκδόσεις Λέμβος. Αρθρογραφεί στο Περί ου.