You are currently viewing Λένη Ζάχαρη: Από το 1821 ως το 1922 κι ως το 2022: ΑΝΑΤΟΛΙΚΟ ΖΗΤΗΜΑ: ΜΕΡΟΣ Β1 «Εσωτερικές ζυμώσεις σε Ελλάδα και Οθωμανική Αυτοκρατορία 1908 – 1909. Βαλκανικοί Πόλεμοι και Ευρωπαϊκή Συμφωνία.» 

Λένη Ζάχαρη: Από το 1821 ως το 1922 κι ως το 2022: ΑΝΑΤΟΛΙΚΟ ΖΗΤΗΜΑ: ΜΕΡΟΣ Β1 «Εσωτερικές ζυμώσεις σε Ελλάδα και Οθωμανική Αυτοκρατορία 1908 – 1909. Βαλκανικοί Πόλεμοι και Ευρωπαϊκή Συμφωνία.» 

 «Οι γεωπολιτικές παράμετροι και τα εθνικά συμφέροντα καθορίζουν την εξωτερική πολιτική-όχι το παρελθόν, ούτε η φυλή και ο πολιτισμός» είχε πει ο μέγας Παναγιώτης Κονδύλης.
Mία ρήση που τα γεγονότα επιβεβαιώνουν τόσο ως προς την στάση των Δυνάμεων στους δύο Βαλκανικούς πολέμους καθώς και των Βαλκάνιων συμμάχων και αντιπάλων, όσο και τα γεγονότα που ακολουθούν πριν και μετά την κήρυξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, τα οποία σχετίζονται άμεσα με την Οθωμανική Αυτοκρατορία και το «Ανατολικό Ζήτημα»

Στο ξεκίνημα του 20ου αιώνα τόσο η Ελλάδα όσο και η Οθωμανική Αυτοκρατορία αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα κυρίως οικονομικά. Την οικονομική κατάσταση διαχειρίζονται και στις δυο περιπτώσεις ξένοι, γεγονός που προκαλεί εσωτερικές αντιδράσεις.

Ταυτόχρονα, η Μεγάλη Ιδέα των Ελλήνων φαινόταν να έχει ξεψυχήσει την ώρα που πολλές άλλες «μεγάλες ιδέες» βαλκάνιων γειτόνων έρχονταν στο προσκήνιο και με δεδομένο το Μακεδονικό Ζήτημα που ήδη είχε αρχίσει να προβληματίζει το συμπέρασμα ήταν ότι προετοιμαζόταν σύγκρουση.
Σημαντικές είναι οι εξελίξεις που λαμβάνουν χώρα στο εσωτερικό της Ελλάδας, αλλά και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας οι οποίες θα οδηγήσουν σε αλλαγές του πολιτικού σκηνικού.

                                                                   Κίνημα στο Γουδί 15 Αυγούστου 1909

Στην Ελλάδα θα πραγματοποιηθεί το 1909 το «Κίνημα του Στρατιωτικού Συνδέσμου», μια μυστική ένωση στρατιωτικών, στο Γουδί με αιτήματα που αφορούν μεταρρυθμίσεις στο στρατό, τη διοίκηση, τη δικαιοσύνη, την εκπαίδευση και τη δημοσιονομική πολιτική. Ο Στρατιωτικός Σύνδεσμος δεν εγκαθιδρύει δικτατορία, καλεί ωστόσο τον Ελευθέριο Βενιζέλο, ο οποίος είχε διακριθεί στο Κρητικό Ζήτημα, προκειμένου να του αναθέσει την πρωθυπουργία. Ο Βενιζέλος αρνείται, αλλά αναλαμβάνει τον ρόλο μεσολαβητή στις διαπραγματεύσεις μεταξύ Συνδέσμου, κομμάτων και Ανακτόρων. Από τη στιγμή εκείνη ένα νέο πολιτικό κεφάλαιο στην ιστορία της Ελλάδας ξεκινούσε.

Στην Οσμανική Αυτοκρατορία λόγω των οικονομικών, πολιτικών και κοινωνικών συνθηκών ένα Κίνημα γεννιέται που θα καθορίσει τη μοίρα πολλών λαών που ζούσαν εντός των εδαφών της Αυτοκρατορίας.
Η εμφάνιση του Κινήματος των Νεοτούρκων στην Οθωμανική Αυτοκρατορία το 1908 και η άνοδός τους στην εξουσία, όπως αποδείχτηκε, είχαν καθοριστικές αλλά και καταστροφικές επιπτώσεις στο οσμανικό κράτος και τις χριστιανικές κοινότητες.
Αρκετές φορές, ένα επαναστατικό κίνημα, που αποσκοπεί στην ανατροπή μιας αυταρχικής κατάστασης, μπορεί να καταλήξει και το ίδιο άκαμπτο και σκληρό, σε αντίθεση με τους αρχικούς του σκοπούς. Αυτό φαίνεται να ισχύει σε αρκετές περιπτώσεις, αν και δεν είναι ο κανόνας. Μια τέτοια περίπτωση μπορεί να θεωρηθεί το Κίνημα των Νεότουρκων, κατά τα τελευταία χρόνια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, που, ενώ αρχικά έφερε αισιοδοξία στους υπηκόους, κατέληξε να είναι μια δικτατορία και να προκαλεί ένα από τα πιο επαίσχυντα εγκλήματα του 20ου αιώνα, τη Γενοκτονία των Αρμενίων.

Για να εξεταστεί σωστά το Κίνημα των Νεότουρκων και η εξέλιξή του, πρέπει να αναλύσουμε το ιστορικό του πλαίσιο, άρα και τη βασιλεία του Abdul Hamid II (1876-1909). Ο Abdul Hamid II διαδέχθηκε μια σειρά μεταρρυθμιστών ηγεμόνων, το 1876, κάτω από την ηγεσία των οποίων εξελίχθηκε το Tanzimat (1839-1876), ένα διάστημα μεγάλων πολιτικών και κοινωνικών μεταρρυθμίσεων στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Αποκορύφωμα του Tanzimat ήταν το Σύνταγμα του 1876 και η συγκρότηση της Βουλής. Όμως, ταυτόχρονα, η αυτοκρατορία βρισκόταν εν μέσω βαθιάς κρίσης: από το 1873, είχε χρεοκοπήσει και μια επιτροπή Ευρωπαίων διαχειριζόταν τα οικονομικά της χώρας, ενώ ο Ρωσο-Οθωμανικός Πόλεμος του 1877-1878 ήταν καταστροφικός και οδήγησε στην απώλεια πολλών εδαφών στα Βαλκάνια. Παρά τα εμπόδια, ο Abdul Hamid II κυβέρνησε με σιδηρά πυγμή για σχεδόν 33 χρόνια, επιβάλλοντας ένα αυταρχικό και άκαμπτο καθεστώς. Οι σφαγές αρμενικών και ασσυριακών πληθυσμών στη Μικρά Ασία το 1894 (που ονομάστηκαν «Χαμιτικές») έδειξαν τη σκληρότερη πλευρά του καθεστώτος. Υποπτευόταν κάθε προσπάθεια φιλελευθεροποίησης του καθεστώτος και για αυτό δημιούργησε ένα κατασκοπευτικό δίκτυο που παρεισέφρησε στον στρατό, τη διοίκηση και την εκπαίδευση.

Αβδούλ Χαμίτ Β’ , Ο «κόκκινος» Σουλτάνος, ονομάστηκε έτσι εξαιτίας των αγριοτήτων που συνέβησαν κατά τη βασιλεία του… 

Ωστόσο, παρά τις προσπάθειες του Σουλτάνου να καταπνίξει κάθε αντίπαλη φωνή, η αντιπολίτευση άρχισε να οργανώνεται. Οι αντιπολιτευόμενοι ονομάστηκαν γενικά «Νεότουρκοι», λόγω του πνεύματος μεταρρύθμισης που προωθούσαν. Στην αυτοκρατορία, οι ιδέες αυτές διακινούνταν στους στρατώνες και τα πανεπιστήμια, παρ’ όλες τις προσπάθειες των μυστικών υπηρεσιών να τις ελέγξουν. Στο εξωτερικό, αυτοεξόριστοι διανοούμενοι (μεταξύ των οποίων ορισμένα μέλη του σουλτανικού οίκου) στο Παρίσι, στο Κάιρο και στην Αλεξάνδρεια κατέκριναν τις πρακτικές του σουλτάνου και απαιτούσαν την εφαρμογή του Συντάγματος και τη φιλελευθεροποίηση του καθεστώτος. Το 1889, οι απόψεις αυτές οδήγησαν στην ίδρυση της Επιτροπής Ενότητας και Προόδου (Ε.Ε.Π.), μιας οργάνωσης αξιωματικών.

Ωστόσο, η αντιπολίτευση στον σουλτάνο ήταν ακόμα ετερογενής και διαιρεμένη σε πολλές παρατάξεις (φιλελεύθεροι, ενωτικοί, κομμουνιστές, αναρχικοί), με μόνη κοινή συνιστώσα την αντίθεση στον Abdul Hamid και τις πρακτικές του. Οι σφαγές του 1894 ισχυροποίησαν την αντίθεση στον σουλτάνο. Ωστόσο, οι καταλυτικές αιτίες της αντίθεσης ήταν δύο: ο αυταρχισμός του σουλτάνου και η γενική παρακμή της αυτοκρατορίας. Οι δύο αυτοί παράγοντες συνδυάζονταν, καθώς υπήρχε η άποψη ότι ένα συνταγματικό κράτος θα έλυνε καλύτερα τα προβλήματα της αυτοκρατορίας. Συνέδρια Οθωμανών συνταγματιστών στο εξωτερικό (κυρίως στο Παρίσι, το 1902 και το 1905) έδιναν το ιδεολογικό υπόβαθρο και τον ρυθμό στους μετέπειτα επαναστάτες του 1908. Τέλος, οι αντιφρονούντες εμπνεύστηκαν από το παράδειγμα της Ιαπωνίας, που πέρασε μια δυναμική φάση εκσυγχρονισμού («Μεταρρύθμιση Meiji») και κέρδισε τη Ρωσία στον Ρωσοϊαπωνικό Πόλεμο του 1905. Ωστόσο, την επανάσταση πυροδότησαν και πιο απτά προβλήματα, όπως η υποβάθμιση του στρατιωτικού υλικού της αυτοκρατορίας και η μη πληρωμή των στρατιωτών.

Η αφορμή ήρθε το καλοκαίρι του 1908, όταν ο Βρετανός και ο Ρώσος μονάρχης συναντήθηκαν στο λιμάνι του Reval (σημερινό Talin, Εσθονία). Στην αυτοκρατορία ήταν έντονη η φημολογία ότι η συνάντηση είχε σκοπό την αυτονόμηση της Μακεδονίας (σημερινή Ελλάδα και Βόρεια Μακεδονία), μιας περιοχής έντονα διεκδικούμενης από τις γείτονες χώρες (Ελλάδα, Σερβία, Βουλγαρία). Ήταν ακόμη νωπές οι μνήμες της διχοτόμησης του Ιράν σε βρετανική και ρωσική ζώνη επιρροής. Κυριευμένοι από θυμό, ορισμένοι αξιωματικοί (μέλη της Ε.Ε.Π.) της 3ης Στρατιάς, που στάθμευε στη Θεσσαλονίκη, οργάνωσαν τις μονάδες τους και κήρυξαν στάση. Απαίτησαν την επαναφορά του Συντάγματος του 1876, τη συγκρότηση νέας Βουλής (μέσω εκλογών) και τη γενικότερη φιλελευθεροποίηση της πολιτικής κατάστασης. Ταυτόχρονα, οι αρχηγοί της εξέγερσης κινητοποίησαν τις διασυνδέσεις τους, ισχυροποιώντας την εξουσία τους στην περιοχή. Ακολούθησαν μερικές μέρες σύγκρουσης ανάμεσα στις οθωμανικές αρχές και τον στρατό, με αρκετούς νεκρούς. Η εξέγερση εδραιώθηκε στη Μακεδονία, με την 2η στρατιά στην Αδριανούπολη, επίσης, να εξεγείρεται. Βλέποντας τον θρόνο του σε ιδιαίτερα επισφαλή θέση, ο σουλτάνος υποχώρησε στα αιτήματα των κινηματιών, στις 24 Ιουλίου. Με την εξέγερση των Νεότουρκων σηματοδοτείται και η αρχή της Δεύτερης Συνταγματικής Περιόδου, της τελευταίας στην οθωμανική ιστορία.

Παρόλα αυτά, ο Abdul Hamid δεν έχασε τη φιλοδοξία του και προσπάθησε να ελέγξει την κατάσταση, διορίζοντας (αντισυνταγματικά) Υπουργούς Στρατιωτικών και Ναυτικών. Όμως, η Ελευθερία του Τύπου επέτρεψε τη γενική κατάκριση αυτής της κίνησης, με τον σουλτάνο να αναγκάζεται να απομακρύνει τον μεγάλο βεζίρη, αντικαθιστώντας τον με τον Kâmil Pasha, έναν Φιλελεύθερο. Οι εκλογές έγιναν το φθινόπωρο και τον χειμώνα συνήλθε για πρώτη φορά η Βουλή, μετά από 33 χρόνια. Όμως, οι υποσχέσεις περί αποτελεσματικότερης και καλύτερης διοίκησης από τους Νεότουρκους δεν πραγματοποιήθηκαν, καθώς σημειώθηκε ένα μεγάλο κύμα απεργιών, αποτέλεσμα της πολιτικής ελευθερίας. Ο Kâmil Pasha παρέμεινε στη θέση του μόλις για έξι μήνες. Η διεθνής κατάσταση δεν ήταν πολύ καλύτερη: η Αυστροουγγαρία ανακήρυξε την προσάρτηση της Βοσνίας και της Ερζεγοβίνης και η αυτόνομη Κρητική Πολιτεία την ένωσή της με την Ελλάδα. Έτσι, και η πολιτική κατάσταση στην αυτοκρατορία παρέμεινε ρευστή. Οι διάφοροι πόλοι εξουσίας (Ε.Ε.Π., Φιλελεύθεροι, σουλτάνος) συγκρούονταν για την κυριαρχία, με την Ε.Ε.Π. να διατηρεί πρωταγωνιστικό ρόλο. Ταυτόχρονα, αρκετοί Οθωμανοί, κυρίως συντηρητικού υποβάθρου, άρχισαν να απογοητεύονται και να αντιδρούν για τις διαφαινόμενες αλλαγές εκσυγχρονιστικού χαρακτήρα.

Τον Απρίλιο του 1909, ξέσπασε εξέγερση στην Κωνσταντινούπολη από φοιτητές θεολογίας και στρατιωτικούς, που ζήτησαν επαναφορά της σουλτανικής απολυταρχίας και του νόμου της σαρία. Η εξέγερση αυτή καταπνίγηκε από έναν στρατό φίλα προσκείμενο στην Ε.Ε.Π. Λίγο αργότερα, επειδή υπήρχαν ενδείξεις σουλτανικής εμπλοκής στην εξέγερση, αποφασίστηκε η απομάκρυνση του Abdul Hamid II και η αντικατάστασή του από τον αδελφό του, Mehmed V. Ο Abdul Hamid εξορίστηκε στη Θεσσαλονίκη, ενώ αργότερα τέθηκε υπό κατ’ οίκον περιορισμό στην Κωνσταντινούπολη, όπου και πέθανε το 1918.

Οι εξελίξεις στην Οθωμανική Αυτοκρατορία δε συνάδουν με τις προσδοκίες του νεοτουρκικού κινήματος. Η Ε.Ε.Π. κατόρθωσε να επιβληθεί στους Φιλελεύθερους και Συντηρητικούς, ελέγχοντας την πολιτική κατάσταση.

Η Οσμανική Αυτοκρατορία ήταν ένα πολυεθνικό μόρφωμα με μεικτό πληθυσμό, που είχε γλωσσικές και θρησκευτικές διαφορές. Ο Οσμανισμός ήταν η ιδεολογία που συνείχε το μεταρρυθμιστικό κίνημα Τανζιμάτ (Tanzimat) , ως προσπάθεια συμφιλίωσης των επιμέρους λαών της αυτοκρατορίας με διαφορετικά συμφέροντα, στο πλαίσιο ενός κοινοβουλευτικού συστήματος. Όλοι οι πολίτες της αυτοκρατορίας, ανεξαρτήτως θρησκείας και έθνους, θα γίνονταν νομικά ισότιμοι πολίτες του ενός και μοναδικού κράτους. Οι Νεότουρκοι μετά το 1908 προσπάθησαν να υποστηρίξουν αυτή την πρακτική που συνεπαγόταν την αντικατάσταση των παλαιών κοινοτήτων, που είχαν ως βάση τη θρησκεία (millet), από ένα κοσμικό και με δημοκρατικές διαδικασίες εδαφικά νομιμοποιημένο κράτος.
Παρακολουθώντας τα ιστορικά γεγονότα με χρονολογική σειρά βλέπουμε ότι οι πρόδρομοι του εθνικού κράτους ήταν κατά κανόνα αυτοκρατορίες που απαρτίζονταν από διάφορες εθνότητες. Όταν όμως δημιουργήθηκε το σύγχρονο κράτος, το έθνος έγινε η νέα πηγή νομιμοποίησης που ορίστηκε ως μία εθνοπολιτισμική ενότητα. Μετά τη διάλυση των πολυεθνοτικών κρατών ακολούθησε η προσπάθεια δημιουργίας του εθνικά ομοιογενούς κράτους. Τα νέα σύνορα, που ορίστηκαν μετά τον Α ́ Παγκόσμιο Πόλεμο με τις Συνθήκες Ειρήνης των Παρισίων (1919-1920) καθώς και με τη Συνθήκη της Λωζάννης (1923), δεν δημιούργησαν ομοιογενή εθνικά κράτη, αλλά κράτη μέσα στα οποία μία εθνότητα μπόρεσε να πραγματοποιήσει το αίτημά της για δικαίωμα στην εθνική αυτοδιάθεση. Στις παλαιές αυτοκρατορίες η ύπαρξη γλωσσικής, πολιτισμικής και θρησκευτικής πολυπλοκότητας, απέκλεισε το ενδεχόμενο να ταυτίζεται η επικράτεια με μία μόνο εθνότητα. Επομένως, η δημιουργία μειονοτήτων εντός των νέων συνόρων ήταν αναπόφευκτη. Η εθνο-πολιτισμική εθνότητα ήταν το θεμέλιο της νομιμοποίησης του κράτους. Και φυσικά, η ύπαρξη άλλων εθνοτήτων δεν μπορούσε παρά να θεωρηθεί αδυναμία του εκάστοτε νέου κράτους. Τελικά, το τέλος των μεγάλων αυτοκρατοριών και η νέα άποψη του εθνικώς ομογενούς εθνικού κράτους έδωσαν το έναυσμα σε όλη την Ευρώπη για τη διαδικασία της «εθνικής κάθαρσης» με τη μορφή του διωγμού, του εποικισμού, της εκκένωσης περιοχών, της μετανάστευσης και ενίοτε της εκτόπισης.
Στα Βαλκάνια τα πράγματα ήταν αρκετά πολύπλοκα, γιατί, εξαιτίας του κράματος των εθνών και των πολιτισμών, οι οικιστικές δομές δεν επέτρεπαν τη δημιουργία ομοιογενών εθνικών κρατών, καθώς τα νέα σύνορα ώθησαν τις πληγείσες εθνότητες στη μετανάστευση.
Ωστόσο, στην Οσμανική Αυτοκρατορία, μετά το κίνημα των Νεότουρκων το 1908, η προσπάθεια συνύπαρξης κοινοτήτων με διαφορετική θρησκεία και συμφέροντα ήταν αρκετά δύσκολη, επειδή από τη μια πλευρά οι ηγετικές τάξεις των κοινοτήτων αυτών αγωνίζονταν για την παλιγγενεσία του έθνους τους στο πλαίσιο του ευνοϊκότερου γι ́ αυτούς παλαιού συστήματος, και από την άλλη οι Νεότουρκοι ήρθαν στην εξουσία με προειλημμένη απόφαση τον εκτουρκισμό όλων των λαών της επικράτειας. Βέβαια, ο Οσμανισμός των Νεότουρκων δεν μπορούσε να πετύχει , διότι δεν υπήρχε αστική τάξη η οποία θα μπορούσε να λειτουργήσει και αυτή ως φορέας του νέου συνταγματικού συστήματος. Τα μεσαία «αστικά» στρώματα της πολυπολιτισμικής ή της πολυεθνοτικής κοινωνίας της αυτοκρατορίας αποτελούνταν συνήθως από αυτούς που ανήκαν στις μη μουσουλμανικές θρησκευτικές κοινότητες, που πολιτικά είχαν δεσμευτεί στον αγώνα για τα δικά τους εθνικά κράτη.
Οι Νεότουρκοι, ωστόσο, προσπαθούσαν με κάθε τρόπο για την εθνοτικο-δημογραφική ομοιογενοποίηση της Μικράς Ασίας, που αποτελούσε το μεγαλύτερο τμήμα της πολυεθνοτικής επικράτειας. Η απώλεια των βαλκανικών εδαφών αποτέλεσε ορόσημο στην ιστορία της Αυτοκρατορίας και οδήγησε σε πολιτική και ιδεολογική ριζοσπαστικοποίηση της «οσμανικής» εξουσίας.
Στις 23 Ιανουαρίου 1913 οι Νεότουρκοι, με το πρόσχημα της ήττας των Βαλκανικών Πολέμων, πραγματοποίησαν το πραξικόπημα του Μπαμπ-ι Αλή, μια νέα κυβέρνηση του Kâmil Pasha ανετράπη από την τριανδρία των Πασάδων Tâlât, Djemal και Enver, οι οποίοι θα κυριαρχούσαν στο πολιτικό σκηνικό μέχρι το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και κατέστησαν την ΕΕΠ (Επιτροπή Ένωση και Πρόοδος) ως τη μοναδική εξουσία με απόλυτη δύναμη. Η πολιτική, που πρέσβευαν από το 1913 και μετά, προσδιοριζόταν ιδεολογικά από το τρίπτυχο “Εκδυτικισμός, Ισλαμισμός, Τουρκισμός” και η στρατηγική τους ήταν η «σωτηρία του κράτους».

                                                    Η Τριανδρία της Επανάστασης: Tâlât, Djemal και Enver

Εκείνη την εποχή, η Οθωμανική Αυτοκρατορία θα χάσει την Τριπολιτανία (σημερινή Λιβύη), κατά τον Ιταλο-Οθωμανικό Πόλεμο, και τη συντριπτική πλειονότητα των ευρωπαϊκών της εδαφών, κατά τον Α΄ Βαλκανικό Πόλεμο. Το 1914, η αυτοκρατορία ενεπλάκη στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, στο πλευρό των Κεντρικών Δυνάμεων. Αν και πέτυχε ορισμένες αξιοσημείωτες νίκες, όπως αυτή της Καλλίπολης, υπέστη σημαντικές ήττες, κάτι που αποδέχθηκε με την υπογραφή της Ανακωχής του Μούδρου, τον Οκτώβριο του 1918. Κατά τη διάρκεια του πολέμου, συντελέστηκε και η Γενοκτονία των Αρμενίων, οι οποίοι θεωρήθηκαν ως «προδοτικό έθνος» από την οθωμανική ηγεσία και εξοντώθηκαν συστηματικά από τις οθωμανικές αρχές. Η τριανδρία παραιτήθηκε τον Οκτώβριο του 1918, με την Οθωμανική Αυτοκρατορία να τελεί υπό διάλυση. Η διάλυση αυτή επισημοποιήθηκε τα επόμενα χρόνια, με την κατάργηση του Σουλτανάτου, το 1922, και την ίδρυση της Τουρκικής Δημοκρατίας, το 1923.

Η Νεοτουρκική πολιτική σε συνδυασμό με τη μεγάλη άφιξη μουσουλμάνων προσφύγων μετά τους Βαλκανικούς, που εγκαταστάθηκαν κυρίως στα παράλια, επέφερε τεράστιες αλλαγές στον οσμανικό χώρο, στον οποίο οι κοινότητες έχασαν τον οσμανικό τους ρόλο, ενώ διαλύθηκε το δίκτυο αλληλεξάρτησής τους με το πολυεθνοθρησκευτικό τους περιβάλλον. Η νέα λειτουργικότητα που απέκτησαν οι κοινότητες ορίστηκε από το ελληνικό κράτος. Το τελευταίο, στο πλαίσιο της ενσωμάτωσης της Μικράς Ασίας, κυρίως του δυτικού τμήματος σύμφωνα με τη μεγαλοϊδεατίστικη πολιτική του, διείσδυσε σταδιακά στον εθνοθρησκευτικό χώρο και χρησιμοποίησε τις κοινότητες ως μηχανισμούς «ελληνοποίησής» του.
Από τον Α ́Παγκόσμιο Πόλεμο και μετά, όταν ο εκτουρκισμός της Ανατολίας επιταχύνθηκε από τους Νεότουρκους και ο ελληνικός μεγαλοϊδεατισμός έφτασε στο απόγειό του, οι ελληνικές κοινότητες αποδεσμεύτηκαν από την πραγματικότητα του περιβάλλοντός τους και εγκλωβίστηκαν στον εθνοθρησκευτικό τους χώρο, δηλαδή στον αλύτρωτο εθνικό χώρο.

 

                             Εμβέρ Πασά, ο σκοτεινός ηγέτης των Νεοτούρκων, εμπνευστής της Γενοκτονίας των Αρμενίων…

Στις περισσότερες μελέτες Τούρκων ερευνητών αναφέρονται ως συνέπειες των προσπαθειών ομοιογενοποίησης του εθνικού κράτους, η πολιτική που ασκήθηκε την περίοδο 1912-1913 κατά τη διάρκεια του Α ́ Παγκοσμίου Πολέμου, καθώς και η εκδίωξη του ελληνορθόδοξου πληθυσμού από τις πατρογονικές εστίες μετά τη Μικρασιατική καταστροφή. Αλλά και μετά την ίδρυση της Τουρκικής δημοκρατίας το 1923, η διάκριση των μη μουσουλμάνων και μη τουρκικών ομάδων συνεχίστηκε. Δηλαδή, αν και το νέο κράτος εγγυήθηκε, σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο, τα δικαιώματα αυτονομίας των χριστιανικών μειονοτήτων, οι μετέπειτα
κυβερνήσεις, πολλές φορές, ακολούθησαν την ίδια πολιτική.
Τελικά, η εξέλιξη του εθνικού ζητήματος, κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών πολέμων και κατά τα έτη 1913-1914, αποτελεί μία νέα φάση. Επειδή στα Βαλκάνια τα πράγματα ήταν αρκετά πολύπλοκα, εξαιτίας του κράματος των εθνών και των πολιτισμών, η ήττα στο Βαλκανικό Πόλεμο του 1912 αποδόθηκε στη μη ανεπτυγμένη εθνική συνείδηση του πληθυσμού. Ευκαιρία για να εφαρμοστεί το νέο εθνικό πρόγραμμα θεωρήθηκαν το ξέσπασμα του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου και η εγκατάλειψη του συστήματος των «Διομολογήσεων». Το σύστημα αυτό αποτελούσε τη νομική βάση όλων των προνομίων των Ευρωπαίων οι οποίοι, εφόσον δεν θεωρούνταν ότι βρίσκονταν σε οσμανικό έδαφος, δεν πλήρωναν φόρους, είχαν δικές τους ταχυδρομικές υπηρεσίες και πλήρωναν χαμηλούς δασμούς ανάλογα με την αξία των προϊόντων.
Επιπρόσθετα, αναβαθμίστηκε η τουρκική γλώσσα που ήταν πλέον η υποχρεωτική γλώσσα της αλληλογραφίας σε οικονομικές συναλλαγές. Τελικά, ο Α ́Παγκόσμιος Πόλεμος και οι απαιτήσεις του δημιούργησαν τις προϋποθέσεις για την ύπαρξη μιας «εθνικής αστικής τάξης».

Η Ελλάδα στους Βαλκανικούς Πολέμους

Το έπος των Βαλκανικών Πολέμων και η εδαφική επέκταση της Ελλάδας με πόλεμο ήταν αποτέλεσμα τόσο της ανασυγκρότησης του ελληνικού στρατού όσο και της εξασφάλισης συμμαχιών της Ελλάδας κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και της Βουλγαρίας. Αναμφισβήτητα, τα επιτεύγματα αυτά συνδέονται με τον Βενιζέλο, ο οποίος αντιλήφθηκε τις μεταβολές στη βαλκανική και τη διεθνή σκηνή μετά την αποτυχία της Νεοτουρκικής Επανάστασης, την αγγλορωσική προσέγγιση του 1907 και την άρση των αγγλικών επιφυλάξεων έναντι της διάλυσης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, τη σερβοβουλγαρική προσέγγιση υπό την αιγίδα της Ρωσίας και τον ιταλοτουρκικό πόλεμο του 1911/12.

                          Ελευθέριος Βενιζέλος, ο Κρητικός πολιτικός που οραματίστηκε και πραγμάτωσε την Μεγάλη Ιδέα

Μετά το κίνημα στο Γουδί (Αύγουστος 1909), που στην ουσία συνιστούσε την ήττα του παλαιοκομματισμού και τη νίκη του «αστικού εκσυγχρονισμού», τη δημοσιονομική εξυγίανση και τη στρατιωτική αναδιοργάνωση της Ελλάδας, επιχείρησε πρώτα η κυβέρνηση του Στέφανου Δραγούμη (Μάρτιος – Οκτώβριος 1910) και συνέχισε με εντατικούς ρυθμούς η διάδοχη κυβέρνηση του Ελευθερίου Βενιζέλου, μετά τη συντριπτική νίκη των Φιλελευθέρων στις εκλογές της 28ης Νοεμβρίου 1910 και την αναθεώρηση του συντάγματος. Οι πολεμικές προετοιμασίες της Ελλάδας επιταχύνθηκαν μετά τη λήψη δανείου 100 εκατ. δραχμών το 1911. Κατά το έτος 1911 ολοκληρώθηκε η εκπαίδευση των παλαιότερων κλάσεων, επιταχύνθηκε η κατασκευή των οχυρωματικών έργων στα Τέμπη, στη Λάρισα και στην Άρτα, διατέθηκαν κονδύλια ύψους 48 εκατ. δραχμών για την αγορά πυροβόλων, πυρομαχικών και υλικού επιστρατεύσεως, μετακλήθηκε γαλλική στρατιωτική αποστολή για την αναδιοργάνωση και την εκπαίδευση του στρατού και αντίστοιχη αγγλική για το Ναυτικό. Ο Βενιζέλος είχε αντιληφθεί τα νέα δεδομένα στη Βαλκανική χερσόνησο μετά την αποτυχία της πολιτικής των Νεοτούρκων. Ήδη στις 17 Νοεμβρίου 1909 έγραφε χαρακτηριστικά στην εφημερίδα «Κήρυξ» των Χανίων:

«Απέναντι δε Νέας Τουρκίας σωβινιστικής και εθνοκρατικής, επιβουλευούσης την εθνική υπόστασιν των εν αυτή λαών και επιδιωκούσης τον εκτουρκισμόν αυτών, το συμφέρον τού να τεθή το ταχύτερον τέρμα εις την εν Ευρώπη Τουρκικήν εξουσίαν θα φέρη εξ ανάγκης Έλληνας και Βουλγάρους και Σέρβους εις συμβιβασμόν των αντιθέτων σήμερον αξιώσεών των δι’ αμοιβαίων παραχωρήσεων. […] Ο Ελληνισμός θα ήτο μωρός αν παρεγνώριζε τους όρους, ους έπλασαν τα ίδια αυτού σφάλματα και η δημιουργία του Βουλγαρικού Βασιλείου, το οποίον επεδείχθη εγκλείον τόσην ζωτικότητα. Παρ’ όλην δε την εχθρότητα, ην εδημιούργησαν αιώνων εθνικαί αντιθέσεις, υπερχίλια ήδη έτη κατοικούσιν εις την Ιλλυρικήν Χερσόνησον παρά τους παλαιοτέρους αυτής κατοίκους τους Ελληνας, και Σλαυικά και Ταταρικά φύλα, εξ ων προήλθεν η βουλγαρική και σερβική εθνότης. Θα ήτο αστείον να χαρακτηρίζωμεν επήλυδας έτι και σήμερον τους λαούς τούτους, και να μη αναγνωρίζωμεν αυτούς ως ιθαγενείς της Χερσονήσου. Μετά των λαών τούτων, είτε θέλομεν είτε μη, θα ζήσωμεν και εις το μέλλον ως γείτονες. Το κοινόν συμφέρον επιβάλλει την στοιχειώδη υποχρέωσιν, όπως δι’ αμοιβαίων υποχωρήσεων ιδρύσωμεν αγαθάς σχέσεις γειτονίας, δι’ ων, ασφαλιζομένης της ελευθερίας και ειρήνης της Ανατολής, θα προαχθή η ευημερία πάντων των κατοικούντων αυτήν εθνών».

Η συγκρότηση ενός κοινού μετώπου κατά των Νεοτούρκων αποτελούσε για τον Βενιζέλο τη βάση της έναρξης της διαδικασίας της ελληνοβουλγαρικής προσέγγισης. Μετά από μυστικές διαβουλεύσεις με ενεργό ανάμειξη της ρωσικής διπλωματίας είχε υπογραφεί στις 29 Φεβρουαρίου/12 Μαρτίου 1912 συνθήκη φιλίας και συμμαχίας μεταξύ Βουλγαρίας και Σερβίας, που προέβλεπε διανομή των εδαφών της Μακεδονίας. Η Βουλγαρία που θα προέκυπτε σε περίπτωση εφαρμογής της συμφωνίας αυτής θα είχε την έκταση της Μεγάλης Βουλγαρίας του Αγίου Στεφάνου, με τη διαφορά ότι η Βουλγαρία θα αποζημιωνόταν με ολόκληρη τη Θράκη για τα τμήματα της Μακεδονίας που θα επιδικάζονταν στη Σερβία. Τον Μάιο του 1912 υπογράφτηκε και στρατιωτική σύμβαση μεταξύ Βουλγαρίας και Σερβίας.

Κατά τον Βενιζέλο, η Ελλάδα θα έπρεπε να συμμετάσχει στην κυοφορούμενη βαλκανική συμμαχία. Και χωρίς την Ελλάδα, η Βουλγαρία και η Σερβία θα κήρυτταν τον πόλεμο εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Σε περίπτωση νίκης των δύο αυτών βαλκανικών κρατών, τα σύνορα της Ελλάδας θα καθηλώνονταν στον Αλιάκμονα. Σε περίπτωση νίκης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ο αλύτρωτος Ελληνισμός θα εξαφανιζόταν, εκτιμούσε ορθά ο Βενιζέλος. Η πολιτική των Νεοτούρκων απέκλειε προκαταβολικά μια συμπόρευση της Ελλάδας με την Οθωμανική Αυτοκρατορία, όπως ήταν πρόθυμη να πράξει η Ελλάδα το 1908 σε περίπτωση βουλγαροτουρκικού πολέμου, μετά την ανακήρυξη της ανεξαρτησίας της Βουλγαρίας (Οκτώβριος 1908). Το 1909 ο στρατηγός Μαχμούτ Σεβκέτ Πασάς δήλωσε προκλητικά ότι, «αν η Ελλάδα δεν παραιτούνταν επίσημα από τις διεκδικήσεις της στην Κρήτη, θα ερχόταν να πιει τον καφέ του στην Ακρόπολη». Από την άλλη πλευρά, τα χρόνια εκκρεμή ζητήματα που επηρέαζαν τις ελληνοβουλγαρικές σχέσεις δεν ήταν δυνατόν να διευθετηθούν υπό την πίεση των περιστάσεων. Αλλά για τον Βενιζέλο δεν ετίθετο ζήτημα απόρριψης των Βουλγάρων ως δυνητικών συμμάχων. «Όλον το παρελθόν μάς εδίδαξεν ότι δεν πρέπει πολύ να πιστεύωμεν τους γείτονάς μας τους Βούλγαρους, αλλά και δεν ηδυνάμεθα ν’ αντιταχθώμεν κατά της Τουρκίας, άνευ της συμπράξεων αυτών. […] Έλεγον λοιπόν προκειμένου να ευρεθώ εις την ανάγκην αύριον χωρίς να το θέλω, ουχί βεβαίως εγώ, διότι εγώ δεν θα ήθελον να έρθω εις σύγκρουσιν με την Τουρκίαν άνευ συμμάχων, […] ότι καλλίτερον θα είναι να κάμω τον σταυρόν μου και να είπω: εις το όνομα του Θεού! Κακοί ήσαν οι Βούλγαροι εις το παρελθόν, χειροτέρα είναι η Τουρκία σήμερον, δεν αφήνει εις αυτό το κράτος να ζήση, ας έλθωμεν εις συνεννόησιν προς αυτούς, υπάρχει χώρος αρκετός δι’ όλους τους λαούς της Ανατολής, υπάρχει μέσον να επιτευχθή αληθής διανομή κατά τας δικαίας βλέψεις εκάστου των λαών μετά την ένεκα γεωγραφικών λόγων ανταλλαγήν πληθυσμών προς βίον άνετον εν τη Ανατολή και προς ευδαιμονίαν της Ανατολής», δήλωσε στη Βουλή τον Ιούνιο του 1913, απολογούμενος για το έργο του.

Η Βουλγαρία, εμφορούμενη από το ηγεμονικό της σύνδρομο στα Βαλκάνια, υποτιμούσε την Ελλάδα ως στρατιωτική δύναμη υπό την επίδραση της ήττας του 1897. Η Βουλγαρία δεν είχε συνειδητοποιήσει το εκσυγχρονιστικό έργο που επιτελούνταν στην Ελλάδα μετά το κίνημα στο Γουδί. Μια πρώτη θετική εικόνα αποκόμισαν, ωστόσο, οι Βούλγαροι και οι Σέρβοι αξιωματικοί που παρακολούθησαν τα στρατιωτικά γυμνάσια του ελληνικού στρατού στην Τανάγρα, τον Μάιο του 1912. Λίγες μέρες μετά την ολοκλήρωση των στρατιωτικών γυμνασίων στην Τανάγρα, υπογράφτηκε στις 16/29 Μαΐου 1912 στη Σόφια από τον Έλληνα πρέσβη Δημήτριο Πανά και τον Βούλγαρο πρωθυπουργό Ιβάν Γκέσωφ η ελληνοβουλγαρική συνθήκη που είχε αμυντικό χαρακτήρα. Προέβλεπε απλώς αμοιβαία βοήθεια αν ένα συμβεβλημένο μέρος δεχόταν επίθεση από την Τουρκία. Αλλά σε περίπτωση ελληνοτουρκικού πολέμου, λόγω της Κρήτης, η Βουλγαρία θα τηρούσε ευμενή ουδετερότητα. Η συνθήκη δεν προέβλεπε τίποτα για διανομή της νοτίου ζώνης της Μακεδονίας. Ο Βενιζέλος δεν γνώριζε το περιεχόμενο της σερβοβουλγαρικής συνθήκης και ο ίδιος αρνήθηκε να συζητήσει το εδαφικό, διότι προέβλεπε ότι σε τέτοια περίπτωση οι Βούλγαροι θα έθεταν ζήτημα Θεσσαλονίκης και έτσι η υπογραφή της συνθήκης συμμαχίας ίσως θα καθίστατο ανέφικτη. Πεποίθηση του Βενιζέλου ήταν ότι το εδαφικό θα λυνόταν με πόλεμο. Οι Βούλγαροι αξιωματικοί εκτιμούσαν ότι ο ελληνικός στρατός δεν θα κατάφερνε να διασπάσει τις ισχυρές αμυντικές θέσεις των Οθωμανών στη Θεσσαλία και να διεισδύσει στη Μακεδονία. Σχετικά με τα εδαφικά κέρδη της Ελλάδας, ο Γκέσωφ πίστευε ότι η Ελλάδα θα ικανοποιούνταν με την Κρήτη και ορισμένα νησιά του Αιγαίου.

Ο Βενιζέλος εκτιμούσε ορθά ότι ο κύριος όγκος του βουλγαρικού στρατού θα κατευθυνόταν στη Θράκη και, έτσι, ο ελληνικός στρατός θα είχε τη δυνατότητα να εισέλθει στη Θεσσαλονίκη. Η άμεση διεκδίκηση της Θεσσαλονίκης μετά της ενδοχώρας και της Χαλκιδικής ήταν στο πολιτικό του πρόγραμμα όταν επιδίωκε τη συγκρότηση της ελληνοβουλγαρικής συμμαχίας.

 «Οι Βούλγαροι λησμονούν ότι ο ελληνικός στρατός είναι αξιόμαχος. Θα καταλάβη εγκαίρως τα εδάφη των αμέσως εν Μακεδονία εθνικών μας διεκδικήσεων. Αι μέλλουσαι κατά της Τουρκίας επιχειρήσεις θα έχουν πιθανότατα την εξής μορφήν: Οι Βούλγαροι θα στρέψουν τας δυνάμεις των προς την Αδριανούπολιν και τον Έβρον. Οι Σέρβοι θα διευθυνθούν εις τα Σκόπια. Ημείς θα βαδίσωμεν κατά της Θεσσαλονίκης και των Σερρών. Θα ευρεθώμεν εκεί εγκαίρως. Η διανομή θα γίνη κατόπιν επί τη βάσει της στρατιωτικής κατοχής», δήλωσε κατά τη συνεδρίαση του υπουργικού συμβουλίου τον Απρίλιο του 1912.

Ο Βενιζέλος θεωρούσε ως επιτακτική ζωτική ανάγκη την κατοχύρωση της Θεσσαλονίκης μετά της ενδοχώρας. Το εύρος των ελληνικών διεκδικήσεων θα συναρτάτο άμεσα με τα αποτελέσματα των πολεμικών επιχειρήσεων και τις διαμορφούμενες ισορροπίες. Ως ριψοκίνδυνος παίκτης γνώριζε πότε να υποχωρεί και πότε να απειλεί. Τον Απρίλιο του 1912, όταν η Ελλάδα κινδύνευε να μείνει εκτός της βαλκανικής συμμαχίας, ο Βενιζέλος δεν μπορούσε να συζητήσει το εδαφικό με τη Βουλγαρία. Με την προβλεπόμενη το 1912 είσοδο του βουλγαρικού στρατού στη Θράκη, ο Βενιζέλος ασπαζόταν τη θεωρία ότι η Ελλάδα θα είχε στερεότερη σπονδυλική στήλη στο Βορρά παρά στην Ανατολή.

«Η αυτή δύναμις των πραγμάτων θα αφήση εις την Ελλάδα την Θεσσαλονίκην, Μοναστήριον και Σέρρες. Η Βουλγαρία θα έχη ανάγκην όπως υποχωρήσωμεν εις τα ζητήματα της Θράκης, Αδριανουπόλεως και της ακτής, της ανατολικώς της Καβάλας, ώστε να μην αντιτάξη απόλυτον άρνησιν προς παραχώρησιν ημίν της Φλωρίνης, Βοδενών και Θεσσαλονίκης και διαμερίσματος Σερρών. Ούτω τα τμήματα τα κατοικούμενα υπό συμπαγούς ελληνικού πληθυσμού, δηλαδή μετά την μεγάλην καμπήν του Έβρου προς δυσμάς, θα εξαιρεθούν των βουλγαρικών κτήσεων. Δεν θα ανακοινώσετε ταύτα τη βουλγαρική κυβερνήσει», έγραψε στον Δημήτριο Πανά, πρέσβη στη Σόφια, στις 25 Αυγούστου 1912.

Δε χρειάστηκε ιδιαίτερη αφορμή κι αιτία για να κινηθεί το βαλκανικό μέτωπο εναντίον της Τουρκίας. Απλώς, επιτάχυναν την αναμενόμενη σύγκρουση η φθορά και εξασθένιση της οθωμανικής αυτοκρατορίας λόγω του ιταλοτουρκικού πολέμου στην Αφρική, η βάναυση καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων των εθνοτήτων που διαβιούν στα εδάφη της, η έξαρση του εθνικού συναισθήματος των βαλκανικών λαών προς την κατεύθυνση της απελευθέρωσης των αλύτρωτων αδελφών. Και τέλος ίσως ο πιο σπουδαίος λόγος του πολέμου σχετίζεται με τον επεκτατικό ανταγωνισμό των μεγάλων δυνάμεων (Ρωσία, Αγγλία, Γαλλία, Αυστρία, Γερμανία, Ιταλία) που γύρευαν μερίδιο από την «πίτα» -μια περιοχή γεμάτη ζωτικά, οικονομικά και πολιτικά οφέλη- και διέξοδο σ’ έναν δρόμο που φέρνει στις πλούσιες αγορές της Ανατολής.
Τον Σεπτέμβρη του 1912, πρώτος ο Νικήτας, ο βασιλιάς του Μαυροβουνίου, κηρύττει τον πόλεμο κατά των Τούρκων. Ταυτόχρονα, σχεδόν κι οι άλλοι βαλκανικοί λαοί απαιτούν αυτονομία ευρύτατη για τους ομοεθνείς τους. Η Τουρκία έπεσε στο λάθος να πιστέψει πως τα βαλκανικά κράτη ήταν στρατιωτικά αδύναμα κι ανίσχυρα, αλλά και υποδεέστερά της. Έτσι, στις 4/10/1912 κήρυξε τον πόλεμο σε Βουλγαρία και Σερβία, αλλά την επόμενη μέρα κιόλας η Ελλάδα κηρύττει τον πόλεμο στους Τούρκους. Αρχές του ίδιου Οκτώβρη έχουμε, επιτέλους μετά από θυσίες αιώνων, την ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα και τη συμμετοχή των Κρητών βουλευτών στην ελληνική βουλή.
Ο συμμαχικός στρατός αναδείχθηκε νικηφόρος. O ελληνικός στρατός απελευθέρωσε την Ελασσόνα, τη Δεσκάτη, μετά τη μάχη του Σαρανταπόρου τα Σέρβια, την Κοζάνη, τη Βέροια, τη Νάουσα, την Έδεσσα, μετά τη μάχη των Γιαννιτσών τη Θεσσαλονίκη, τη Φλώρινα και την Καστοριά. Ο ελληνικός στόλος απελευθέρωσε τα νησιά του Βορειοανατολικού Αιγαίου.

                                                                                Βαλκανικοί Πόλεμοι: φωτογραφία από το Μέτωπο

Το ζήτημα της Θεσσαλονίκης επέδρασε καταλυτικά στις ελληνοβουλγαρικές σχέσεις. Η συνεχής εισροή Βουλγάρων στρατιωτών στην πόλη και πρώην κομιτατζήδων, που είχαν συμπαραταχθεί με την έβδομη μεραρχία της Ρίλας του στρατηγού Τοντόρωφ και μετέφεραν σημαντικό πολεμικό υλικό, προκαλούσε ανησυχία στην ελληνική πλευρά. Πνεύμα καχυποψίας επικρατούσε στις σχέσεις Ελλήνων και Βουλγάρων στην πόλη. Η Ελλάδα είχε αποδυθεί σ’ έναν αγώνα διάσωσης της Θεσσαλονίκης.

                                    Παράδοση της Θεσσαλονίκης από τον Ταχσίν Πασά στις 27 Οκτωβρίου 1912

Για την εξασφάλιση της ενδοχώρας της Θεσσαλονίκης ελληνικά στρατεύματα κατείχαν το Παγγαίο και τη Νιγρίτα, όπου συγκρούονταν με τμήματα του βουλγαρικού στρατού. Ήταν ακριβώς η επιτακτική ανάγκη της Ελλάδας για κατοχύρωση της Θεσσαλονίκης που επιτάχυνε την υπογραφή της ελληνοσερβικής συνθήκης συμμαχίας. Η κατοχύρωση της Θεσσαλονίκης δεν ήταν εφικτή μόνο με την εκδίωξη των Βουλγάρων από την πόλη, αλλά και με την εξασφάλιση όσο το δυνατόν μεγαλύτερης ενδοχώρας. Ήταν, ωστόσο, γνωστό στον Βενιζέλο ότι το υψηλό τίμημα που η Ελλάδα θα κατέβαλλε στη Σερβία για να εξασφαλίσει τη συμμαχία της κατά της Βουλγαρίας ήταν η δέσμευση της Αθήνας να στηρίξει το Βελιγράδι σε περίπτωση που η Σερβία δεχόταν επίθεση από την Αυστροουγγαρία.

Όταν στις 19 Απριλίου/2 Μαΐου 1913 συνήλθε το υπουργικό συμβούλιο, ο βασιλιάς Κωνσταντίνος Α΄ εξέφρασε τις επιφυλάξεις του. Η Ελλάδα βρισκόταν σε ακήρυκτο πόλεμο με τη Βουλγαρία, η συμμαχία με τη Σερβία ήταν επιθυμητή, αλλά η εμπλοκή της Ελλάδας σε έναν πόλεμο με την Αυστροουγγαρία ενείχε μεγάλους κινδύνους, εκτιμούσε ο Κωνσταντίνος Α΄. Για τον Βενιζέλο προείχε η σωτηρία της Θεσσαλονίκης στο πεδίο της μάχης. Μια εμπλοκή της Αυστροουγγαρίας εναντίον της Σερβίας, καθώς είχαν ήδη συγκροτηθεί οι συνασπισμοί της Αντάντ και των Κεντρικών Δυνάμεων, φαινόταν απίθανη, διότι θα προκαλούσε παγκόσμια ανάφλεξη. Υπακούοντας στο πολιτικό του ένστικτο, ο Βενιζέλος εκφράστηκε ως εξής: «Μεμονωμένη αυστροσερβική σύγκρουσις είναι απίθανη. Θα επροκαλείτο ευρωπαϊκός πόλεμος, διότι η Ρωσία δεν εγκαταλείπει την Σερβία. Όπισθεν δε της Ρωσίας ευρίσκεται η Γαλλία. Η Ελλάς θα είνε τότε σύμμαχος με ολόκληρον την Τριπλήν Συνεννόησιν, Γαλλίαν, Αγγλίαν, Ρωσίαν, με την οποίαν συμπίπτουν τα ευρύτερα αυτής συμφέροντα».

Ο βασιλιάς φάνηκε να πείθεται, αλλά κατά βάθος ήταν απρόθυμος να βοηθήσει τη Σερβία σε ενδεχόμενη αυστριακή επίθεση. Ωστόσο, ο Βενιζέλος με τη διορατικότητα που τον χαρακτήριζε ήταν σίγουρος ότι το 1913 οι Μεγάλες Δυνάμεις θα απέτρεπαν τη μετεξέλιξη των Βαλκανικών Πολέμων σε Παγκόσμιο Πόλεμο. Η Γερμανία πράγματι κάλεσε την Αυστροουγγαρία να μην επιτεθεί εναντίον της Σερβίας. Για τον Βενιζέλο προτεραιότητα είχε η εξασφάλιση ευρύτερων βαλκανικών συμμαχιών για την οριστική αντιμετώπιση του βουλγαρικού κινδύνου. Ο Βενιζέλος εκτιμούσε ότι η Ελλάδα, στις κρίσιμες αυτές περιστάσεις, δεν είχε την πολυτέλεια να εκβιάσει τη Σερβία με την παραχώρηση του Μοναστηρίου ως ανταλλάγματος για τη δέσμευση της Ελλάδας να στηρίξει τη Σερβία σε περίπτωση αυστριακής επίθεσης. Την 19η Μαΐου/1η Ιουνίου 1913 υπογράφτηκε η ελληνοσερβική συνθήκη συμμαχίας από τον Ιωάννη Αλεξανδρόπουλο και τον Ματία Μπόσκοβιτς, όπως και η στρατιωτική σύμβαση από τον Ξενοφώντα Στρατηγό και τους Πέταρ Πέσιτς και Δούσαν Τούφετζιτς.

Τα νέα σύνορα της Ελλάδας με τη Σερβία, ανατολικά του Αξιού, τέθηκαν βόρεια από το Σέχοβο (Ειδομένη), νότια από την πόλη της Δοϊράνης, κατά μήκος της κορυφογραμμής του Μπέλες, προβλεπόταν όμως και επέκταση των ελληνικών συνόρων στην Ανατολική Μακεδονία.

Η κυβέρνηση Βενιζέλου είχε επίσης συζητήσει τον Μάιο του 1913 με τη ρουμανική κυβέρνηση του Τίτου Μαγιορέσκου το ενδεχόμενο μιας ελληνορουμανικής συμμαχίας κατά της Βουλγαρίας, με την υπόσχεση της παραχώρησης εκπαιδευτικών και θρησκευτικών δικαιωμάτων στους Κουτσόβλαχους. Ο Μαγιορέσκου απάντησε ότι η Ρουμανία θα καθορίσει τη θέση της μετά την επικύρωση της συνθήκης της Πετρούπολης (26 Απρίλιου/9 Μαΐου 1913), με την οποία η Σιλίστρια είχε εκχωρηθεί στη Ρουμανία. Παρόλο που δεν είχε υπογραφτεί ελληνορουμανική συνθήκη συμμαχίας, η Ρουμανία συμμετείχε στον Β΄ Βαλκανικό Πόλεμο κατά της Βουλγαρίας, καταλαμβάνοντας τη νότια Δοβρουτσά. O ρουμανικός στρατός έφθασε κοντά στη Σόφια. Ο Βενιζέλος εξέταζε το ενδεχόμενο και μιας συμμαχίας με τους Νεότουρκους κατά της Βουλγαρίας, αλλά λόγω του εκκρεμούς ζητήματος των νησιών του Βορειοανατολικού Αιγαίου οι διαπραγματεύσεις δεν τελεσφόρησαν. Ωστόσο, οι Νεότουρκοι επωφελήθηκαν της ευκαιρίας και κατέλαβαν την Ανατολική Θράκη κατά το Β΄ Βαλκανικό Μέτωπο.

Ο Βενιζέλος πέτυχε τον στρατηγικό του στόχο, που ήταν η ανάσχεση της Βουλγαρίας με το σύστημα των ενδοβαλκανικών συμμαχιών και η επέκταση της σπονδυλικής στήλης της Ελλάδας και ανατολικότερα.

 

Η συνθήκη του Βουκουρεστίου (28/7 ή 10/8/1913).

Η στάση των Δυνάμεων.

Οι ιστορικοί πιστεύουν πως όταν τερματίζεται ο Β’ βαλκανικός πόλεμος, η συνθήκη του Βουκουρεστίου επικυρώνει μερικώς μόνον τις νέες εδαφικές ανακατατάξεις που σημειώθηκαν στον άρτι λήξαντα πόλεμο . Πράγματι, στις διεργασίες που κατέληξαν στις 28/7.10/8/1913 στη συνθήκη αυτή, ο Βενιζέλος θα κάμψει όχι μόνο τις Αυστρορωσικές αντιδράσεις που δεν ήθελαν να παραχωρηθούν η Καβάλα κι η δυτική Θράκη στην Ελλάδα, αλλά και τη βουλγαρική προκλητικότητα, θα δώσει και θα κερδίσει τη μάχη για τα ελληνικά δίκαια.
Καθώς η Αγγλία κι η Ιταλία κρατούσαν επιφυλακτική στάση, η Γερμανία για να φανεί αρεστή στο νέο βασιλιά Κων/νο κι η Γαλλία για τους δικούς της λόγους υποστηρίζουν τις ελληνικές διεκδικήσεις. Δε λύθηκαν, όμως, όλα τα βαλκανικά προβλήματα στο Βουκουρέστι.

Τελικά, με τη συνθήκη του Βουκουρεστίου, με την «ανοχή» των Ευρωπαίων, άλλαξε πάλι ο χάρτης της Βαλκανικής. Συγκεκριμένα, στην Ελλάδα παραχωρούνται η ανατολική Μακεδονία με τη Θεσ/νίκη και την Καβάλα καθώς κι η νότια Ηπειρος. Τα νησιά του Αιγαίου εκτός των Δωδεκανήσων που παρέμειναν υπό ιταλική κατοχή, παραχωρούνται οριστικά στην Ελλάδα λίγους μήνες μετά με το πρωτόκολλο  της Φλωρεντίας (13 Φεβρουαρίου 1914). Για την Κρήτη, στο Βουκουρέστι η Βουλγαρία παραιτείται από κάθε αξίωσή της επί της μεγαλονήσου κι οι Δυνάμεις έτσι δέχονται την απόφαση της ελληνικής κυβέρνησης να θεωρεί με το τέλος του Β’ βαλκανικού πολέμου το νησί ελληνικό έδαφος, αφού ήδη ο Βενιζέλος είχε νωρίτερα, με την έναρξη του Α’ βαλκανικού πολέμου αποδεχτεί την ένωση της Κρήτης , κι είχε αποστείλει τον πρώην πρωθυπουργό Στεφ. Δραγούμη ως πρώτο Έλληνα γενικό διοικητή.
Στη Βουλγαρία, που ήταν η μεγάλη «χαμένη» του 2ου βαλκανικού πολέμου, παραχωρείται μία λωρίδα εξόδου προς το Αιγαίο μεταξύ του Πόρτο Λάγος και της Αδριανούπολης. Η Σερβία παίρνει τη βόρεια Μακεδονία ως το Μοναστήρι και τη Στρωμνίτσα και οι Τούρκοι την ανατολική Θράκη με την Αδριανούπολη.
Για την Ελλάδα ξεκινά μια πορεία αύξησης των εδαφών της χώρας η οποία οφείλεται στον Βενιζέλο και θα ολοκληρωθεί με τη Συνθήκη των Σεβρών (28 Ιουλίου/ 10 Αυγούστου 1920).
Παρά την ύπαρξη λοιπόν των δύο αντίπαλων συνασπισμών, η Ευρωπαϊκή Συμφωνία είχε λειτουργήσει αποτελεσματικά. Είχε παρέμβει, ελέγξει και διευθετήσει τη βαλκανική διένεξη με τρόπο που απέτρεψε τη δημιουργία επικίνδυνων για την ευρωπαϊκή ειρήνη αντιθέσεων μεταξύ των Μεγάλων Δυνάμεων. Η πόλωση γύρω από τους δύο ανταγωνιστές, Ρωσία και Αυστρο- Ουγγαρία, είχε αποφευχθεί, ενώ οι ευέλικτες θέσεις των συμμετεχόντων,
που διαπερνούσαν τα στεγανά των δύο αντίπαλων συνασπισμών, είχαν συμβάλει αποφασιστικά στην επιτυχημένη λειτουργία του θεσμού. Αυτό όμως είχε γίνει εφικτό γιατί η κρίση δεν αφορούσε άμεσα καμία Μεγάλη Δύναμη αλλά και κανένα ζωτικό τους συμφέρον. Επιπλέον, η γερμανο-βρετανική συνεργασία που βρισκόταν στον πυρήνα αυτής της διπλωματικής πρωτοβουλίας οφειλόταν στην επιθυμία της Γερμανίας να έρθει σε συνεννόηση με την Αγγλία με στόχο να την αποσπάσει από την Entente, σχέδιο δηλαδή που θα διευκόλυνε αντί να αποτρέψει μία ένοπλη σύρραξη της Γερμανίας με τη
Γαλλία και τη Ρωσία. Η εντύπωση που η Αυστρο-Ουγγαρία αποκόμισε από την κρίση περαιτέρω αποδυνάμωσε την Ευρωπαϊκή Συμφωνία. Είχε γίνει βέβαια εφικτή η δημιουργία της ανεξάρτητης Αλβανίας που αναχαίτιζε τις σερβικές φιλοδοξίες. Ο δραστικός όμως εδαφικός περιορισμός τής νέας χώρας στα πλαίσια των διαπραγματεύσεων στη Διάσκεψη των Πρέσβεων και η έλλειψη βού-
λησης των Μεγάλων Δυνάμεων για κοινή δράση με στόχο την επιβολή των αποφάσεών τους στο θέμα της Σκόδρας, έπεισαν την Αυστρο-Ουγγαρία ότι η Ευρωπαϊκή Συμφωνία δεν επαρκούσε για τη διασφάλιση των συμφερόντων της, ενώ μονομερής από μέρους της δράση είχε απτά αποτελέσματα.
Ήταν επίσης γεγονός ότι τόσο η έκταση όσο και η ισχύς της Σερβίας είχαν αυξηθεί σε μεγάλο βαθμό, επικίνδυνο κατά τη γνώμη των Αυστριακών ιθυνόντων που πληροφορούνταν ότι οι Σέρβοι εθνικιστές προετοιμάζονταν για έναν «δεύτερο γύρο», αυτή τη φορά κατά της Αυστρο-Ουγγαρίας.
Παράλληλα, η ταπείνωση της Βουλγαρίας που επισφράγισε η Συνθήκη του Βουκουρεστίου υπονόμευσε το κύρος της Ρωσίας ως προστάτη και ηγέτη των σλαβικών εθνών. Ήταν ως εκ τούτου πολύ αμφίβολο αν η Αυστρο-Ουγγαρία θα έδειχνε την ίδια αυτοσυγκράτηση αντιμέτωπη με μία νέα σερβική πρόκληση ή αν η Ρωσία δεν θα έσπευδε να υποστηρίξει στρατιωτικά το αδελφό έθνος. Αμφίβολο ήταν επίσης αν και οι σύμμαχοι των δύο ανταγωνιστριών δυνάμεων θα είχαν τη δυνατότητα ή και τη βούληση να τους συγκρατήσουν.
Σύντομα η αποτελεσματικότητα του ευρωπαϊκού διπλωματικού συστήματος επρόκειτο και πάλι να δοκιμαστεί, με τους ίδιους πρωταγωνιστές και στην ίδια περιοχή. Η δολοφονία του διαδόχου του Αυστρο-Ουγγρικού θρόνου στο Σεράγεβο, στις 28 Ιουνίου 1914, από Σέρβο εθνικιστή ήταν μια πρόκληση που για την κυβέρνηση στη Βιέννη αποδείκνυε πως οι μέχρι τότε προσεκτικοί διπλωματικοί ελιγμοί της είχαν αποτύχει να ελέγξουν τον σερβικό εθνικισμό. Μια ακόμη μετρημένη απάντηση θα εκλαμβανόταν ως ένδειξη αδυναμίας και δεν θα είχε τα επιδιωκόμενα αποτελέσματα. Και η
Ρωσία, όμως, αν παρέμενε απαθής σε δυναμικές αυστριακές πρωτοβουλίες θα κινδύνευε με ανεπανόρθωτη βλάβη του γοήτρου της και πλήρη απώλεια της επιρροής της στα Βαλκάνια για μεγάλο χρονικό διάστημα.

Βιβλιογραφία


1.Βουρνάς Τάσος, «Ιστορία της Νεώτερης και σύγχρονης Ελλάδας 1821–1974», Αθήνα Εκδ. Πατάκη.
2.Καργάκος, Σαράντος Ι., «Η Ελλάς κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους (1912–1913)».
3.Κορδάτος Γ., «Mεγάλη Ιστορία της Ελλάδας», τόμος 13.
4.Μαυρογορδάτος, Γιώργος Θ., «Μελέτες και κείμενα για την περίοδο 1909–1940».
5.Γ.Ε.Σ./Δ.Ι.Σ., Επίτομη ιστορία των Βαλκανικών Πολέμων 1912–1913.
6.«Ιστορία του Ελληνικού Έθνους», τ. ΙΔ΄ , Εκδοτική Αθηνών,
7. «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους», τ. ΙΕ΄, Εκδοτική Αθηνών.
8. Θάνος Βερεμής, «Ελευθέριος Βενιζέλος, Ο οραματιστής του εφικτού», Εκδόσεις Μεταίχμιο, Αθήνα 2017
9.
Eduard Driault, «Ελλάδα και Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος, Από το κίνημα των Νεοτούρκων 1908 μέχρι τη Συνθήκη της Λωζάννης 1923», Εκδόσεις Πελασγός, Αθήνα 1η έκδοση 1999, εδώ 2000
10.Howard, A. Douglas (2019), Η ιστορία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, Αθήνα: Εκδ. Καρδαμίτσα
11. Θέματα Νεότερης και Σύγχρονης Ιστορίας Από τις Πηγές, Γ’ Λυκείου,
δέσμη γ’, δ’  ΟΕΔΒ, Αθήνα 1990
12. Θεοδόσιος Καρβουναράκης, Οι Μεγάλες Δυνάμεις, Η Ευρωπαϊκή Συμφωνία και οι Βαλκανικοί Πόλεμοι
https://imxa.gr/files/Simeikta_16/karvounarakis.pdf
13. Σπυρίδων Σφέτας, Η Ελλάδα στους Βαλκανικούς Πολέμους
https://www.kathimerini.gr/investigations/816021/i-ellada-stoys-valkanikoys-polemoys/spiridon-sfetas
14. Ιστορία Νεότερη και Σύγχρονη, τεύχος Γ’ ( Γ’ Λυκείου), ΟΕΔΒ, Αθήνα 1990
15. Θέματα Νεοελληνικής Ιστορίας Γ’ Τάξη Ενιαίου Λυκείου (θεωρητική Κατεύθυνση) ΟΕΔΒ, 2006
16. Edouard Driault, «Το Ανατολικό Ζήτημα», Μέρος Δεύτερο, Εκδόσεις Κάτοπτρο, Αθήνα 2000

Λένη Ζάχαρη

Η Λένη Ζάχαρη γεννήθηκε και μεγάλωσε στον Πειραιά. Σπούδασε Θεολογία και Ιστορία στο ΕΚΠΑ. Έχει εκδώσει την ποιητική συλλογή "Να με λες Ελένη", από τις εκδόσεις Λέμβος. Αρθρογραφεί στο Περί ου.

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.