Είναι άραγε δυνατόν ένα παιδικό παιχνίδι να γίνεται τίτλος βιβλίου; Ναι, είναι δυνατόν. Μάλιστα όταν αυτό το παιχνίδι είναι φορτισμένο με μνήμες και συνειρμούς. Από τα μέρη της Μικράς Ασίας έρχεται η “Αλεπού” και παίζεται ακόμα στην Τουρκία, ενώ το συναντάμε σε παραλλαγές και στην Ελλάδα. Χαρακτηριστικό του γνώρισμα το κυνηγητό.
Πώς να μη γίνει τίτλος λοιπόν σε ένα βιβλίο που μιλά για προσφυγιά; Κυνηγημένοι έφευγαν οι πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία, τα παράλια της Ιωνίας, τον Πόντο και τις άλλες περιοχές, από την Καταστροφή του 1922, μέχρι την υπογραφή της Σύμβασης Ανταλλαγής πληθυσμών το 1923 και της Συνθήκης της Λωζάννης το 1924 που ολοκληρώθηκε ο ξεριζωμός.
Με το βιβλίο της «Αλεπού, αλεπού, τι ώρα είναι;», η Βίκυ Τσελεπίδου αφηγείται τη ζωή μιας οικογένειας προσφύγων από την περιοχή της Καππαδοκίας και την εγκατάστασή τους στη Δράμα μετά την Ανταλλαγή. Μια ιστορία ενός περίπου αιώνα μέσα από την οποία, παράλληλα, ξεδιπλώνεται ατόφια η εικόνα του προσφυγικού δράματος και η βαθύτερη αιτία του, ο πόλεμος που προκαλεί όλεθρο και ανατροπές οδυνηρές στη ζωή των ανθρώπων. Φρικτές οι συνέπειες της προσφυγιάς, αβεβαιότητα για το μέλλον, για τη ζωή την ίδια, απώλειες ανθρώπων, απώλεια του τόπου ο οποίος συνιστά αυτό που καθένας ορίζει ως “Πατρίδα” και είναι στενά συνυφασμένη με το παρόν αλλά και τα όνειρα και, κυρίως, βία! Η βία είναι ο πυρήνας της προσφυγιάς. Βία σωματική, βία ψυχολογική, βία που αλλοιώνει την ανθρώπινη υπόσταση.
Στη Δράμα, η Αναστασία και ο Λουκάς Νοταρίδης, μαζί με τον περίγυρό τους, αγωνίζονται πλέον να στεριώσουν, να ζήσουν, να προσαρμοστούν, να κάνουν παιδιά. Η συγγραφέας στο βιβλίο παρακολουθεί όλα τα πρόσωπα, παρεμβάλλοντας και τις αφηγήσεις των προσφύγων που “έρχονται” από “απέναντι”, κυρίως όμως εστιάζει στην Αναστασία και την περιπέτειά της και στην εγγονή της Αναστασίας, τη Λουκία.
Αυτές οι δύο γυναίκες γίνονται οι αφηγηματικές φωνές της. Η γιαγιά Αναστασία σε ό,τι αφορά στο παρελθόν και στη ζωή “απέναντι” και η Λουκία… Η Λουκία είναι αυτή που αναλαμβάνει το μεγάλο βάρος της αφήγησης. Αφηγείται το παρόν, όσα βλέπει σχετικά με τους γύρω, όσα σκέφτονται, τα πάντα γύρω από την ευρύτερη οικογένεια, με τρόπο ‘παντογνωστικό’. Παράλληλα μιλά και για την προσωπική της περιπέτεια-προσφυγιά. Από την Ξάνθη, στη Θεσσαλονίκη, στην Αθήνα, στο Λονδίνο ως τη Μαγιόρκα, πίσω στη Θεσσαλονίκη, για λίγο στην Τουρκία, η Λουκία αναζητά τον εαυτό της. Μια ζωή σημαδεμένη από τη βία των προσωπικών επιλογών στο θέμα του έρωτα και του γάμου.
Μ’ ένα μνημόσυνο ξεκινά το βιβλίο. Ένα προσκλητήριο ανθρώπων που κλήθηκαν ν’ αλλάξουν Πατρίδα και υπηκοότητα επειδή έτσι αποφάσισαν κάποιοι. Απλά πράγματα. Λες και τι είναι Πατρίδα; ερώτημα που προβάλλει εναγωνίως σε πολλά σημεία του έργου. «Μήπως τελικά “πατρίδα” είναι ο “τόπος” ο ιδανικός που θες να φτάσεις, αυτό που κουβαλάς μες στο κεφάλι σου…κύριε Καθηγητά;»
Στην αρχαία ελληνική σκέψη ο ἀνέστιος, ο ἂπατρις ήταν κάτι φοβερό. Οι ήρωες – πρόσφυγες της Βίκυς Τσελεπίδου το φέρουν αυτό ως τραύμα. Οι Πρόσφυγες πορεύονται διψασμένοι, απελπισμένοι, κάποιοι έχοντας αγγίξει το “παράλογο”, αγωνίζονται να βρουν θάλασσα, στεριά, τρόπο να περάσουν «Απέναντι», στην “Μητέρα Ελλάδα” και μαζί τους κουβαλάνε ένα σβώλο χώμα πατρογονικό, τα ιερά τους, τους νεκρούς τους, και έχουν την προσδοκία να βρουν τόπο να στεριώσουν.
Στο βιβλίο όλα τα πρόσωπα θυμίζουν ήρωες αρχαίας τραγωδίας με τις Γυναίκες να ξεχωρίζουν. Οι σφαγμένες μάνες-κάργιες στο πηγάδι κι η αγωνία για τα αυγά τους, αυτές που κουβαλάνε τα νεκρά μωρά τους στην ατέλειωτη πορεία, αυτές που γεννάνε σε λασπωμένα χάνια… Μορφές Αισχύλειες. Σύμβολο των μαρτυρικών γυναικών προσφύγων, που αν κι αγνοούν τη μοίρα τους, συνεχίζουν να παλεύουν, αναδεικνύεται η μορφή της Αναστασίας. Σε πείσμα όλων κρατάει τη ντοπιολαλιά και τους ιδιωματισμούς της, δέχεται τις αποφάσεις άλλων για τη ζωή της και υφίσταται τη βία προσπαθώντας να σώσει το μωρό και την οικογένειά της. Βιάζεται από έναν Βούλγαρο που με τα λόγια του προσπαθεί να ταπεινώσει τη γυναικεία φύση της. Στέκεται στα πόδια της και συνεχίζει αντιμετωπίζοντας κι άλλα μέχρι τον θάνατο. Τη στιγμή που μεταφυσικά θα έρθουν όλα στη σωστή τους θέση.
Από την άλλη η Λουκία, εγγονή της Αναστασίας, περιβάλλεται από άτομα δυσλειτουργικά, με συναισθηματικές διαταραχές, που γίνονται επικίνδυνα στην εξέλιξη της σχέσης, αλλά – κι εδώ είναι το σπουδαίο εύρημα της Βίκυς Τσελεπίδου – ο τρόπος που τα αντιμετωπίζει μέσα της, το black humor της αφήγησης από την ίδια, η λανθάνουσα ειρωνεία όταν μιλά λ.χ για τον Λευτέρη, τη βοηθάει να δραπετεύει από το καταθλιπτικό παρόν της. Γιατί η Λουκία ζώντας μονίμως σε μια κατάσταση “πρόσφυγα” και αναζήτησης του εαυτού με όλες τις συνέπειες αυτού του “πολέμου”, οδηγείται στην κατάθλιψη. Είναι σημαντικό, και για το ίδιο το έργο, να τονίσουμε πως είναι αναμενόμενο άνθρωποι που βιώνουν τέτοια γεγονότα να εμφανίσουν συναισθηματική διαταραχή. Αυτό γίνεται ιδιαίτερα αντιληπτό στην ανάλυση της συμπεριφοράς του θύτη απέναντι σ’ αυτόν που σταδιακά μεταβάλλει σε θύμα.
Γραφή γενναία, καταφέρνει να ισορροπήσει το προσωπικό βίωμα «Αναστασία/Λουκία» με το συλλογικό «προσφυγικό δράμα/ανθρώπινες σχέσεις». Σε κάνει να δεις τα πράγματα, αν δεν τα γνωρίζεις ήδη, με άλλο μάτι. Ποιες ήταν πραγματικά οι σχέσεις των δύο σύνοικων λαών στα μέρη τους, τον κοινό εχθρό, την πίκρα για τον οριστικό χωρισμό, το μίσος και τις σφαγές ριζωμένες στον φανατισμό κάποιων αλλά και τη βαθιά ευγνωμοσύνη. Είναι γεγονός πως δεν έχει τη μανιέρα ενός βιβλίου για τη Μικρασιατική Καταστροφή και τον Ξεριζωμό.
Με σταθερές της τις δυο περσόνες, της Αναστασίας και, κυρίως, της εγγονής Λουκίας, προχωράει σε μια άλλη διάσταση των πραγμάτων. Αρπάζει με θάρρος τους τραγικούς, τον Αισχύλο και τον Ευριπίδη, τον Όμηρο, τις Ευαγγελικές ρήσεις, τα καραμανλίδικα τραγούδια, τις συνήθειες των ανθρώπων και τις προκαταλήψεις τους ακόμα και φτιάχνει το ανθρώπινο τοπίο της. Η αφήγησή της είναι αποσπασματική είτε για την οικογένεια Νοταρίδη ολόκληρη είτε όταν η Λουκία μιλά για την ίδια. Τα γεγονότα – επεισόδια εναλλάσσονται όχι πάντα (ή σχεδόν ποτέ,) με χρονική αλληλουχία ακόμα κι αν είναι καθοριστικά, όμως συνδέονται όλα μεταξύ τους. Αν διακρίνουμε μια γραμμική σχεδόν αφήγηση αυτή εντοπίζεται στην πορεία των προσφύγων στην έρημο ίσως για να δείξει ο αδιάσπαστος χρόνος, ή και η έλλειψη χρονικών εναλλαγών, το μακρόσυρτο συνεχές βασανιστήριο. Περνάει από το παρόν στο παρελθόν, από τον ρεαλισμό στο παραμύθι- μια άλλη όψη ρεαλισμού κάποιες φορές σκληρότερη- κι από την πραγματικότητα, που ενισχύεται με τη χρήση ιστορικών ντοκουμέντων κι όχι μόνο, σε έναν υπερρεαλισμό για τον οποίο ανακαλύπτεις πως είναι απαραίτητος. Υπάρχει αυτό το «Απέναντι» στο οποίο τόσο η Αναστασία όσο και η Λουκία λαχταράνε να περάσουν.
Το παιχνίδισμα της γλώσσας με τις λέξεις “τιλκί, τιλκί, σαάτ κατς” “τσιτσεγίμ”, ο ήχος των νταϊρέδων που μεθυστικά παρασέρνουν στον χορό “Λέιλαλιμ” μια απεικόνιση της Ζωής είναι τελικά. Των δυο αρχέγονων θεών που όταν τους σεβαστείς σε σέβονται, του Έρωτα και του Θανάτου. Μυστήριο ο Έρωτας, μυστήριο κι ο Θάνατος. Μυστήριο και η ίδια η Ζωή.
Η Βίκυ Τσελεπίδου γεννήθηκε το 1975. Σπούδασε Νομικά, Επικοινωνία και Δημιουργική Γραφή. Αυτό είναι το δεύτερο βιβλίο της, προηγήθηκε η συλλογή διηγημάτων “Ελενίτ” (Νεφέλη)