Ένα ξεχασμένο κλειδί συρταριού μέσα σε ντουλάπι τροφίμων, το άνοιγμα, το τετράδιο… τα περίπου σαράντα γράμματα της Βιέρα Ούλκμαν συνταράζουν την Ταμάρα Νικολάγιεβνα Τ. Τα όσα μαθαίνει για την ηρωίδα των γραμμάτων την κάνουν, χρόνια μετά, στην Ελλάδα να αναζητήσει μια πασίγνωστη συγγραφέα γυρεύοντάς της να κάνει αυτά τα γράμματα “κάτι”, μια ιστορία, ή να τα μεταφράσει ή, ορθότερα, να γράψει την ουσία τους στα ελληνικά…
Τα γράμματα μοιάζουν με ποιήματα σε ελεύθερο στίχο. Είναι γραμμένα έτσι που νομίζεις πως κάθε λέξη προκαλεί τον επόμενο συνειρμό, ο λόγος είναι πυρετώδης, σχεδόν παραληρηματικός κάποιες φορές λες και η συγγραφέας των γραμμάτων, η Βιέρα Ούλκμαν, παίζει την ζωή ή το θάνατό της σε καθένα από αυτά. Διαβάζοντάς τα βλέπει κανείς αποτυπωμένη την ένταση, την αγωνία για την επόμενη στιγμή, τον φόβο, το πάθος και τον έρωτα, τον συνακόλουθο πόνο, την αίσθηση και το βίωμα της απουσίας, της απόστασης από την εξορία και βέβαια τον τρόμο να μην χαθούν στο πέρασμα του χρόνου.
Ίσως τα γράμματα αυτά να είναι ακριβώς η έκφραση της ανάγκης να χαραχτούν στον χρόνο. Το «Ιδού, ζήσαμε κι εμείς!» της συγγραφέως.
Στο τελευταίο της βιβλίο, Τα Γράμματα της Βιέρα Ούλκμαν, εκδόσεις Ψυχογιός, Αθήνα 2021, η Μάρω Βαμβουνάκη μας μεταφέρει σε μιαν άλλη εποχή, σ’ έναν άλλο τόπο και με ιδιαίτερη ευστοχία μας βάζει μέσα στην ατμόσφαιρα στην οποία αναπτύσσεται αυτός ο έρωτας. Δεν τον ζούμε. Τον νιώθουμε όμως χάρη στη μαεστρία της, που σκιαγραφεί με αλήθεια τόσο τον ψυχισμό της Βιέρα, η οποία μιλάει μέσα από τα γράμματά της, όσο και του συντρόφου της, που αν και “σιωπηλός” επηρεάζει τις καταστάσεις.
Δεν έχουμε σκηνές να διαδραματίζονται κι όμως υπάρχει δραματικότητα κι έχουμε κορυφώσεις δραματικές και χαρακτήρες ολοκληρωμένους.
Είναι πραγματικά μια αποτύπωση της ανθρώπινης περιπέτειας, του ανθρώπου που δεν ορίζει τη ζωή του γιατί κάποιοι άλλοι αποφασίζουν γι’ αυτόν, τα γράμματα. Και είναι κι ένας ύμνος στον έρωτα, αλλά και μια αποκάλυψη της βασάνου του έρωτα…
-Καλή Χρονιά κ. Βαμβουνάκη, καλύτερη σε όλα! Θυμάμαι όταν διάβαζα την «Ντούλια», πριν πολλά χρόνια, είχα λατρέψει από την αφήγησή σας την Κρήτη που βλέπει στο Λυβικό. Τώρα μας μεταφέρετε στον παγωμένο Βορά. Τι ήταν αυτό που σας έκανε να ασχοληθείτε με την Ρωσία και μάλιστα στα χρόνια της πάλαι ποτέ Σοβιετικής Ένωσης;
–Για μυστήριο λόγο, από παιδί, ό,τι ρωσικό, προ κομμουνισμού, ή και κατά, ασκούσε πάνω μου μια αναπόφευκτη γοητεία. Η γοητεία αν δεν είναι βέβαια αναπόφευκτη δεν είναι γοητεία σοβαρή. Θες τα βιβλία του Ντοστογιέφσκι που από την εφηβεία βούτηξα και από τότε δεν ξαναβγήκα στον αφρό, ο Τολστόι. Οι ταινίες που με έτρεχε ο μπαμπάς μου. Ήρεμος Δον, Ανάσταση, Πέτρινο λουλούδι, Τσέχωφ στο θέατρο μια ζωή παράλληλη, εσωτερική, περίεργη που ήταν η ρώσικη ζωή μου. Πώς να μη με εμπνέει; Να μην αξίζει μια Βιέρα ένα πάθος στον φόβο κ τα χιόνια. Μα και η Ντούλια ήταν αγγλορωσίδα.
– Γράφετε μια ιστορία την οποία η αφηγήτριά σας αρχικά δίσταζε πάρα πολύ και να ακούσει. Εσείς είστε διστακτική όταν συλλαμβάνετε μια ιδέα αρχική; Περιμένετε μέχρι να χτιστεί μέσα σας;
–Όταν μια ιδέα έχει δύναμη και φωτιά για μένα, κανένας δισταγμός δεν υπάρχει. Παραδίδομαι γιατί μου γίνεται σαράκι. Τα ξέρω πια αυτά. Δεν περιμένω πολύ. Εφόσον ο σκληρός πυρήνας περάσει μέσα μου, ξερω πια τι μου μέλεται. Χτίζεται γράφοντας. Γράφοντας βγαίνουν απ τον βυθό πράγματα που με κανένα άλλο τρόπο δεν βγαίνουν. Γι’ αυτό πάντα μου, από παιδί, έγραφα ημερολόγιο, για να καταλαβαίνω τι ζω.
-Θα δεχόσασταν ποτέ στην πραγματικότητα να γράψετε μια ιστορία που θα σας πρότεινε με τόση επιμονή κάποιος;
–Α, ποτέ! Μόνο τα δικά μου ξέρω, κι αυτό μέχρι ένα βαθμό. Μόνο βιώματά μου μπορώ να διαχειριστώ, να παραλλάξω σίγουρα, αυτά είναι το μοναδικό υλικό μου για να χτίσω κάτι.
– Πρόκειται για μια «συνηθισμένη» ιστορία ή εδώ υπάρχει αυτό το “κάτι” που την κάνει ιδιαίτερη;
-Πρόκειται για μια ιστορία παράνομη και επικίνδυνη, το σοβιετικό καθεστώς δεν αστειευόταν. Ζευγάρι παράνομο, ερωτικά, πολιτικά κ κοινωνικά. Δεν μπορούσε να σταθεί ελεύθερα στο φως της μέρας, στη λάμψη του αθώου χιονιού. Ήταν όμως οι ίδιοι αθώοι μια και ο μεγάλος, ο αναπόφευκτος έρωτας σε αφοπλίζει εντελώς, τόσο αθώα αναγκεμένος δεν μπορείς να έχεις καταλογισμό. Γι’ αυτά κι αυτά, και ακόμα πιο δύσκολα, η Βιέρα κι ο Πάβελ εξορίστηκαν από παντού. Μόνο τους σύμπαν το μικρό της διαμέρισμα σε λαϊκό ουρανοξύστη του Λένινγκραντ, μακριά από τον κόσμο, ένας ασκητισμός.
-Είναι ο έρωτας ευτυχία ή δυστυχία; Αυτή είναι μια ερώτηση που κάνει και η Βιέρα σ’ ένα από τα γράμματά της.
-Ο έρωτας είναι πολλή ευτυχία, ο έρωτας είναι πολλή δυστυχία. Τέτοια αντίφαση ακροτήτων πού αλλού θα βρεις; Ο έρωτας λοιπόν, που είναι ερωτευμένος με τις ακρότητες, κολλάει σαν στρείδι στις μαρτυρικές ιστορίες, στα δράματα, είναι μαζοχιστής.
-Τα γράμματα της Βιέρα Ούλκμαν είναι ποιήματα. Ήταν εύκολο ή δύσκολο να επιλέξετε αυτόν τον τρόπο έκφρασης για την ηρωίδα σας; Γιατί επιλέγετε την ποίηση;
-Δεν ξέρω αν λέγονται ποιήματα τούτοι οι στίχοι. Από μικρή μου άρεσε να γράφω έτσι για μένα κάποια προσωπικά μου, κάποια πράγματα που δεν περιγράφονται εύκολα. Αγαπώ τον αέρα και τις σιωπές ανάμεσα στις λίγες λέξεις, που αναζητούν το πνεύμα και την ατμόσφαιρα μιας κατάστασης, περισσότερο από την ακρίβεια.
-Έχετε κοινά στοιχεία με την Βιέρα; Υπήρξε κάποιο πρότυπο; Είναι ένα πρόσωπο αντιφατικό. Οι περιγραφές των άλλων μιλούν για ένα πλάσμα που ζει στη σκιά, άνευρο σχεδόν. Τα γράμματά της αποκαλύπτουν έναν άνθρωπο γεμάτο πάθος. Είναι ο έρωτας στοιχείο που αλλοιώνει βαθιά κάποιον;
-Θα έχω! Δεν θα με συγκινούσε, δεν θα με ξεσήκωνε αλλιώς.
Η ψυχιατρική μιλά για τις πολλαπλές προσωπικότητες ως παθολογία, όμως πιστεύω ότι έτσι κι αλλιώς ο άνθρωπος είναι γεμάτος συγκρούσεις, σενάρια ψυχής διάφορα, απόψεις και μάσκες, και ο πιο υγιής. Τουλάχιστον ένας μυθιστοριογράφος δεν μπορεί παρά να υποφέρει απ’ αυτόν τον συνωστισμό μέσα του.
-Γράφετε: «Δεν γλιτώνεις από το μαζικό «πνεύμα» εύκολα. […] Ο φυσικός νόμος της επιβίωσης κερδίζει στο σκάκι τον πνευματικό νόμο της προσωπικής μας ψυχής». Ισχύει αυτό γενικά; Είναι ίδιον των ημερών μας; Τι μπορεί να μας γλιτώσει από αυτό;
-Πάντοτε το μαζικό πνεύμα, η κοινή γνώμη, είναι ο δυνάστης που όμως κολλάμε σαν ίωση και εξαρτιόμαστε. Πρόκειται για το φοβερό Πρέπει που μασάει ζωές. Λίγοι και δύσκολα λυτρώνονται και βρίσκουν τον εαυτό τους τον μοναδικό και ανεξάρτητο. Είναι τεράστιο υπαρξιακό ζήτημα αυτό, να μη γίνεις δηλαδή Μαζάνθρωπος, όπως γράφει στο Υπόγειο ο Ντοστογιέφσκι.