Από την Κυριακή των Βαΐων αρχίζει ουσιαστικά η λεγόμενη Μεγάλη Εβδομάδα ή Εβδομάδα των Παθών.
Την ημέρα αυτή γιορτάζουμε την πανηγυρική είσοδο του Κυρίου Ιησού Χριστού στην Ιερουσαλήμ. Τότε, ερχόμενος ο Ιησούς από τη Βηθανία στα Ιεροσόλυμα, έστειλε δύο από τους Μαθητές του και του έφεραν ένα γαϊδουράκι. Και κάθισε πάνω του για να μπει στην πόλη.
Κατά τους συγγραφείς των Ιερών Ευαγγελίων, ο λαός, ακούγοντας ότι ο Ιησούς έρχεται, πήραν αμέσως στα χέρια τους βάγια από φοίνικες και βγήκαν να τον υποδεχτούν. Και άλλοι μεν με τα ρούχα τους, άλλοι δε κόβοντας κλαδιά από τα δέντρα, έστρωναν το δρόμο απ’ όπου ο Ιησούς θα περνούσε. Και όλοι μαζί, ακόμα και τα μικρά παιδιά, φώναζαν: «Ωσαννά· ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου, ο βασιλεύς του Ισραήλ».
Ο Χριστός εισέρχεται στα Ιεροσόλυμα «επί πώλον όνου». Πορεύεται και οι Ισραηλίτες τον υποδέχονται με τιμές ως Βασιλιά. Εκείνος δεν δίνει ιδιαίτερη σημασία στις τιμές, δεν περιορίζεται στο πανηγύρι, στην πρόσκαιρη δόξα, αλλά προχωρεί στο σταυρό και την Ανάσταση.
Η είσοδος του Χριστού στα Ιεροσόλυμα είναι τελικά η είσοδος του μαρτυρίου στην επίγεια ζωή του Κυρίου. Σε λίγες ημέρες θα μαρτυρήσει και θα θανατωθεί στο σταυρό, για να θανατώσει το θάνατο και να χαρίσει τη ζωή.
Σήμαιναν δε τα βάγια, τα κλαδιά των φοινίκων, την κατά του διαβόλου και του θανάτου νίκη του Χριστού. Το δε Ωσαννά ερμηνεύεται “σώσον παρακαλώ”. Το δε πωλάριο της όνου και το κάθισμα του Ιησού πάνω του, ζώου ακάθαρτου κατά τον νόμο τους, σήμαινε την πρώην ακαθαρσία και αγριότητα των εθνών και την μετά από λίγο υποταγή αυτών στο άγιο Ευαγγέλιο.
Κατά τους πρώτους αιώνες του Χριστιανισμού η εορτή της ανάμνησης αυτής τελούταν μαζί με την ανάσταση του Λαζάρου. Αργότερα η δεύτερη, η ανάσταση του Λαζάρου, μετατέθηκε κατά μία ημέρα πριν, το λεγόμενο Σάββατο του Λαζάρου.
Σήμερα η Κυριακή αυτή, τόσο στην Ανατολική όσο και στη Δυτική Εκκλησία, θεωρείται ως η αρχή των Αγίων Παθών.
Η παραπάνω ανάμνηση τιμάται ιδιαίτερα με εξέχουσα υμνολογία και μεγαλοπρεπή λειτουργία, στο τέλος της οποίας διανέμονται βάγια που έχουν προηγουμένως ευλογηθεί κατά την ακολουθία του όρθρου.
Σημειώνεται ότι στις πρώτες εκκλησίες, εορταζόταν η μνήμη αυτή με αναπαράσταση του γεγονότος.
Τα έθιμα της αναπαράστασης
Συγκεκριμένα, στους Αγίους Τόπους κατά τον 4ο αιώνα ο επίσκοπος ξεκινώντας με πομπή από το Όρος των Ελαιών εισερχόταν στα Ιεροσόλυμα επί «πώλου όνου» περιστοιχιζόμενος από τον κλήρο, ενώ οι πιστοί προπορεύονταν κρατώντας κλάδους φοινίκων.
Στους δε βυζαντινούς χρόνους τελούνταν ο λεγόμενος «περίπατος του Αυτοκράτορα», όπου η πομπή, στην οποία συμμετείχε ο αυτοκράτορας κρατώντας την εικόνα του Χριστού και πλαισιωμένος από το ιερατείο, ξεκινούσε από τα ανάκτορα και κατέληγε στην Αγιά Σοφιά. Της αυτοκρατορικής αυτής πομπής ηγούνταν ο λαμπαδάριος ο οποίος έψελνε «Ἐξέλθατε ἔθνη κα θεώσασθε σήμερον τον βασιλέα τῶν οὐρανῶν…».
Σύμφωνα με τη μαρτυρία του Βαλσαμώνα, στο τέλος της εορτής αυτής ο μεν Αυτοκράτορας διένεμε ιδιόχειρα βάγια και σταυρούς, ο δε Πατριάρχης κεριά για τη Μεγάλη Εβδομάδα.
[Το βυζαντινό αυτό έθιμο παρέλαβαν και τηρούσαν με ευλάβεια και οι Τσάροι της Ρωσίας, τους οποίους ακολουθούσε ο κλήρος ξεκινώντας από το Κρεμλίνο και καταλήγοντας στο μητροπολιτικό ναό.]
Με τα βάγια οι πιστοί στόλιζαν τους τοίχους των σπιτιών και το εικονοστάσι τους. Και σήμερα ακόμα όλες οι εκκλησίες στολίζονται με δαφνόφυλλα ή βάγια.
Τα παλιότερα χρόνια τους τα προμήθευαν τα νιόπαντρα ζευγάρια της χρονιάς ή και μόνο οι νιόπαντρες γυναίκες, για το καλό του γάμου τους. Πίστευαν πως η γονιμοποιός δύναμη που κρύβουν τα φυτά αυτά θα μεταφερόταν και στις ίδιες και η μια χτυπούσε την άλλη με τα βάγια.
Τα “βαγιοχτυπήματα” σιγά-σιγά άρχισαν να γίνονται και από τις άλλες γυναίκες και τα παιδιά τις μιμούνταν και όπως χτυπιούνταν μεταξύ τους εύχονταν: “Και του χρόνου, να μη σε πιάν’ η μυίγα”. Δυνάμεις ιαματικές και αποτρεπτικές, μαζί με τις γονιμοποιές, αποδίδονταν στα βάγια και γι αυτό έπρεπε μετά την εκκλησία όλα να τα “βατσάσουν” για το καλό. Τα δέντρα, τα περβόλια, τα κλήματα, τις στάνες, τα ζώα, τους μύλους, τις βάρκες.
Από ένα κλαδάκι κρεμούσαν στα οπωροφόρα, για να καρπίζουν και στα κηπευτικά, για να μην τα πιάνει το σκουλήκι. “Μέσα βάγια και χαρές, όξω ψύλλοι, κόριζες !” ‘Ολα εξαφανίζονταν από τα σπίτια μόλις μπαίναν τα βάγια. Κρατούσαν την πρώτη θέση στο εικονοστάσι και μ’ αυτά “κάπνιζαν” οι γυναίκες τα παιδιά για το “κακό το μάτι”. Στη Λέσβο τα παιδιά, μετά την εκκλησία, στόλιζαν ένα δεμάτι από κλαδιά δάφνης με κόκκινα ή πράσινα πανάκια από καινούργιο φουστάνι, κρεμούσαν κι ένα κουδούνι και καθώς πήγαιναν από σπίτι σε σπίτι ψάλλοντας και λέγοντας εξορκισμούς για τους ψύλλους και τα ποντίκια, έδιναν και ένα κλαράκι δάφνης στη νοικοκυρά.
Στο τέλος ζητούσαν και το χάρισμά τους: “Χρόνια πολλά, εν ονόματι Κυρίου, δό μ’ τ’ αυγό να φύγω.” Στην Ανατολική Ρωμυλία, τα κορίτσια έφτιαχναν με τα βάγια στεφάνια, τους έδεναν μια κόκκινη κλωστή και τραγουδώντας όλες μαζί πήγαιναν και τα πέταγαν στο ρέμα κι όπως έπαιρνε τα στεφάνια το νερό, όποιας πήγαινε μπροστά εκείνη θα γινόταν “συντέκνησσα”.
Πρώτη στο γυρισμό, πρώτη στο χορό και στο δικό της σπίτι η μάνα της θα έφτιαχνε τα φασόλια και θα τις φίλευε όλες, μαζί με ελιές.
Στη Τήνο, την Κυριακή των Βαΐων, τα παιδιά τριγύριζαν στους δρόμους κρατώντας μαζί με το στεφάνι τους την “αργινάρα”, μια ξύλινη ή και σιδερένια ροκάνα που τη στριφογύριζαν με δύναμη. Μέσα σε εκκωφαντικό θόρυβο κατέληγαν στη θάλασσα, όπου πετούσαν στο στεφάνι στο νερό.
Το έθιμο της περιφοράς των κλαδιών θυμίζει την “ειρεσιώνη”, το στολισμένο με καρπούς κλαδί, που στις γιορτές της άνοιξης περιέφεραν στους δρόμους τα παιδιά, στην αρχαιότητα. Τα βάγια τα έπλεκαν σε πάρα πολλά σχέδια: φεγγάρια, πλοία, γαϊδουράκια, το πιο συνηθισμένο όμως ήταν ο σταυρός.
Σε μερικά μέρη τους έδιναν το σχήμα του ψαριού. Ψάρι είχαν σαν σημάδι αναγνώρισης οι πρώτοι χριστιανοί, η λέξη ΙΧΘΥΣ, εξάλλου, προέρχεται από τα αρχικά Ιησούς Χριστός Θεού Υιός Σωτήρ.
Αν και είναι εκόμα Σαρακοστή, η εκκλησία την Κυριακή των Βαΐων επιτρέπει την κατάλυση ψαριού.
Έτσι και το τραγούδι των παιδιών λέει: “Βάγια, Βάγια των βαγιών, τρώνε ψάρι και κολιό, κι ως την άλλη Κυριακή με το κόκκινο αυγό! ”