«Η ποίηση “γίνεται” αδιάκοπα»
(Λύντια Στεφάνου, Το πρόβλημα της μεθόδου στη μελέτη της ποίησης, Κάλβος, 1972, σ. 13-22)
Ο Νίκος Εγγονόπουλος, πιστός ως το τέλος της ζωής του στις αρχές του υπερρεαλισμού, μας δίνει ένα ποίημα που ονομάζεται «Ποίηση 1948»και δημοσιεύεται την ίδια χρονιά στη συλλογή “Ελευσίς”.
Το ποίημα γράφεται την εποχή της κορύφωσης του Εμφυλίου πολέμου και εκφράζει την πίκρα και την απογοήτευση του ποιητή για όσα συμβαίνουν, αλλά κυρίως την άποψή του πως η ποίηση είναι αδύναμη να αρθρώσει το λόγο της μέσα στις αιματηρές συνθήκες του Εμφυλίου πολέμου.
Τούτη η εποχή
του εμφυλίου σπαραγμού
δεν είναι εποχή
για ποίηση
κι άλλα παρόμοια:*
σαν πάει κάτι
να
γραφεί
είναι
ως αν
να γράφονταν
από την άλλη μεριά
αγγελτηρίων θανάτου
γι’ αυτό και
τα ποιήματά μου
είν’ τόσο πικραμένα
(και πότε- άλλωστε- δεν ήσαν;)
κι είναι
-προ πάντων –
και
τόσο
λίγα
*(πόσο θυμίζει εδώ τον Καβάφη… “κι άλλα ηχηρά παρόμοια” Κ.Π.Καβάφης, Από την σχολήν του περιωνύμου φιλοσόφου)
Τόσο ο τίτλος όσο και ο προσδιορισμός “του εμφυλίου σπαραγμού” αρκούν για τον ολιγόλογο ποιητή και τον σπαραγμένο λόγο του για να δώσει την ουσία της κατάστασης μέσα στην οποία ζει ο ίδιος και οι συμπατριώτες του. Αυτή η εποχή, την τονίζει με την επανάληψη, “δεν είναι εποχή για ποίηση” ούτε για άλλες “ευγενείς τέχνες”, είναι εποχή θανάτου. Πίσω από τα λόγια του κρύβεται ο προβληματισμός του: κάνεις άραγε ποίηση τον αδελφοκτόνο πόλεμο;
Ο θάνατος, αυτή η αμετάκλητη πραγματικότητα δεν αφήνει περιθώρια για ποίηση.
Οι συνέπειες αυτής της εποχής είναι εμφανείς στην ποίηση του. Η θλίψη που αποτελεί γνώρισμά της, τώρα γίνεται βαθύτερη και προφανώς λειτουργεί ανασχετικά. Δεν αντέχει να γράφει ποιήματα, γεγονός που επίσης τον πληγώνει.
Στην πραγματικότητα όμως η άρνησή του να γράψει τον ωθεί και πάλι στην ποίηση. Με τον τεμαχισμένο λόγο του, τις λέξεις που θυμίζουν θραύσματα στους τοίχους από τα πολυβόλα, με διατύπωση ελλειπτική, σχεδόν ετοιμοθάνατη, αναδημιουργεί ποιητικά τη ζοφερότερη εποχή του τόπου.
Μανώλης Αναγνωστάκης, Στον Νίκο Ε… 1949
Ο Μανώλης Αναγνωστάκης, κλεισμένος στο Γεντί Κουλέ για τις αριστερές πεποιθήσεις του και μελλοθάνατος, θα απαντήσει στον Εγγονόπουλο μ’ ένα ποίημα για να μιλήσει για το Χρέος της ποίησης απέναντι στην ιστορική πραγματικότητα. Η ευαισθησία του ποιητή, υπαινίσσεται ο Αναγνωστάκης, είναι η μόνη εγγύηση για την καταγραφή και την καταγγελία της απανθρωπιάς και τη συντήρηση των στοιχείων της μνήμης, που απειλεί να καταβροχθίσει- ως άλλος Κρόνος- ο χρόνος.
Ο τελευταίος, σχεδόν ξέχωρος, παρενθετικός στίχος είναι ενδεικτικός των παραπάνω:
(Μα ποιος με πόνο θα μιλήσει για όλα αυτά;)
{Δεν είναι ο ιστορικός ή ο δημοσιογράφος που μπορούν να αντιληφθούν όσα περιγραφεί με πόνο ο Αναγνωστάκης. Μόνο ο ποιητής μπορεί και έχει χρέος να μιλήσει. Να πει για τους φίλους που εξαφανίζονται ξαφνικά σε εξορίες ή πεθαίνουν, για τα κλάματα των παιδιών που δεν έχουν απάντηση, τις μάνες που ψάχνουν τρελές τα παιδιά τους. Ο ποιητής θα μιλήσει για τα ερείπια και τις προδομένες σημαίες που σάπισαν- η Αντίσταση που προδόθηκε- , για τους εφιάλτες των μελλοθανάτων πάνω στα σιδερένια κρεβάτια των φυλακών}
Φίλοι
Που φεύγουν
Που χάνονται μια μέρα
Φωνές
Τη νύχτα
μακρινές φωνές
Μάνας τρελής στους έρημους δρόμους
Κλάμα παιδιού χωρίς απάντηση
Ερείπια
Σαν τρυπημένες σάπιες σημαίες
Εφιάλτες*
Στα σιδερένια κρεβάτια
Όταν το φως λιγοστεύει
Τα ξημερώματα.
(Μα ποιος με πόνο θα μιλήσει για όλα αυτά;)
Παρενθέσεις,1949
Στους τελευταίους στίχους αξίζει να επισημάνουμε και τη Σεφερική επιρροή στον Αναγνωστάκη. Τα “σιδερένια κρεβάτια” έχουν την καταβολή τους στο σεφερικό “μ’ ένα κρεβάτι σιδερένιο χωρίς τίποτε δικό μου”.
Ο ποιητής έχοντας πολιτική συνείδηση διαμορφωμένη στο χώρο της Αριστεράς, διαφωνεί με την άποψη της ποιητικής παραίτησης. Αντιπαρατάσσει την έννοια της “στρατευμένης” τέχνης και τονίζει τον κοινωνικό ρόλο του καλλιτέχνη, εδώ του ποιητή. Η τέχνη, όπως την υπηρετεί ο Αναγνωστάκης, θεωρεί την τέχνη ως καθρέφτη της ζωής και της πραγματικότητας, επιχειρεί να τις καταγράψει με ρεαλιστικό τρόπο. Ο κοινωνικός ρόλος του καλλιτέχνη απαιτεί απ’ αυτόν συμμετοχή στα κοινωνικοπολιτικά δρώμενα, την καταγγελία των εφιαλτικών συνθηκών και τη διάσωση της μνήμης.
Η ποιητική έμπνευση του Αναγνωστάκη κινείται ανάμεσα στην πολιτική συνείδηση και τα βιώματα. Προβάλλοντας το τοπίο της ερήμωσης και της καταστροφής, τις εικόνες του θανάτου και του πόνου, αποφορτίζει τις έννοιες από την οντολογική αξία τους και τις μεταχειρίζεται με τρόπο με τον οποίο πετυχαίνει μια συμβολική και ταυτόχρονα ρεαλιστική απεικόνιση της μαρτυρικής Ελλάδας του Εμφυλίου. Η ποίησή του είναι απόσταγμα της πραγματικής ζωής, ποίηση ουσίας.
Αν μιλήσουμε και για τους δύο ποιητές μαζί έχουμε να παρατηρήσουμε το εξής: πρόκειται για δυο δημιουργούς που, ακόμα και μέσα στην αδυναμία τους να αρθρώσουν ποιητικό λόγο καθώς είναι καταπιεσμένοι από τους εξωτερικούς ανασταλτικούς παράγοντες, προβάλλουν την υπευθυνότητά τους και δείχνουν- καθένας με τον τρόπο του- ότι θεωρούν την ποίηση μέγιστη πράξη ευθύνης.
Στην πραγματικότητα κανένας δεν “αποχωρεί”. Και οι δύο, με διαφορετικούς τρόπους, καταδεικνύουν τη συμφορά και τις συνέπειες. Και βέβαια τα συναισθήματά τους απέναντι σ’ όλο αυτό.