Όταν ήταν μικρή διαβάζει τον «Αλαφροΐσκιωτο» του “πνευματικού παππού” της Άγγελου Σικελιανού, νονού της μητέρας της, και δηλώνει: “εγώ θα γράψω σαν αυτόν, αλλά καλύτερα”.
Το 1971 κάνει επισήμως την εμφάνισή της στα ελληνικά γράμματα με την ποιητική συλλογή «Σχεδόν χωρίς προοπτική δυστυχήματος». (Έχει εκδώσει προηγουμένως κι ένα βιβλιαράκι,το «Ειρηνικά», με ψευδώνυμο, στην ηλικία των δεκαπέντε ετών.) Από τότε ως σήμερα η Παυλίνα Παμπούδη γράφει ποίηση, πεζά, τραγούδια, βιβλία και τραγούδια για παιδιά (και μεγάλους!).
Το «Σχεδόν χωρίς προοπτική δυστυχήματος», αφιερωμένο “στη γιαγιά μου, που με μεγάλωσε λέγοντάς της παραμύθια” εμφανίζει την Παυλίνα Παμπούδη ήδη συνειδητοποιημένη ως προς τον τρόπο γραφής, έκφρασης, θεματολογίας.
Το βιβλίο είναι αρκετά πρωτότυπο για την εποχή: ξεκινά με ένα πεζό κείμενο, παρεμβάλλονται τα ποιήματα χωρισμένα σε τρία μέρη α) Η Πόλη, β) Τα Προάστια, γ) Τα Εκτός σχεδίου – και τελειώνει πάλι με ένα πεζό κείμενο.
Το πεζό είναι απροσδόκητα σουρεαλιστικό: χρόνος, άνθρωποι, συναισθήματα, ακολουθούν συνειρμικές σκέψεις αλλεπάλληλες και χωρίς “λογική”. Μεταφορές, πλήθος εικόνων, σύμμειξη της κυριολεξίας με την μεταφορά, με σχήμα ασύνδετο ως προς τη συντακτική δομή κι ελάχιστα σημεία στίξης. «Η μέρα είναι πολύ ζεστή, μπεζ, θα την αποκαλούσα επιπλέον χνουδάτη, αλλά την παραφορτώνω με επαίνους, πάντως αυτή τουλάχιστον η συγκεκριμένη στιγμή μυρίζει κουνέλι βουτηγμένο σε λικέρ κίτρο, αντιπαθώ τα λικέρ, ιδίως όταν τα καινούργια φύλλα είναι τόσο γυαλιστερά και με κάνουν να αισθάνομαι πολύ περήφανη για την ταπεινή συγκίνηση που με κυριεύει, λοιπόν ο παππούς μου πέθανε μέσα σ’ ένα χαμάμ, αυτό δεν έχει καμιά σημασία πια,θέλω να καταλήξω πως η αφόρητη ζέστη δεν μας εμποδίζει να επιτελέσουμε ένα χρέος, κι εγώ πρέπει να πάω να δω τον Αλέξη μ’ αυτό το λεωφορείο, αναγκασμένη να νιώθω σαν εντόσθιο στην κοιλιά ενός χοντρού κυρίου που κατρακυλά διστακτικά στην πλαγιά κάποιου αμμόλοφου,…», το απόσπασμα από την α’ παράγραφο του Α’ πεζού κειμένου είναι ενδεικτικό ως προς τον τρόπο ανέλιξης της γραφής και της καταφυγής, απολύτως συνειδητής, στον υπερρεαλισμό προκειμένου να ειπωθούν οι βαθύτερες σκέψεις, το σκοτεινότερο “εγώ”, να καταγραφούν όσα βλέπονται και δεν ομολογούνται.
Στο πεζό “παραλήρημα” του Α’ κειμένου βρίσκουμε όλα τα θέματα που αναπτύσσονται στη συλλογή αυτή, αλλά και στις επόμενες.
Λόγου χάρη, πρωτοεμφανίζεται εδώ το θέμα του “σπιτιού” – που αποτελεί βασικό θέμα – μαζί με το θέμα του «χρόνου» σχεδόν σε όλα τα βιβλία της Π.Π
Η ΠΟΛΗ
Η πρώτη ενότητα αφορά στο αστικό τοπίο της πόλης: Το ποιητικό Υποκείμενο καλημερίζει τον ήλιο που μπορεί και τρυπώνει μέσα απ’ το παράθυρο και“ευλογεί” το δωμάτιο και όλα εκείνα τα “παράλογα αντικείμενα που απαρτίζουν την κοινωνική μου υπόσταση”.
Καλεί τον ήλιο να παίξουν προκειμένου να τον αποσπάσει απ’ αυτά που “πρέπει να του διαφύγουν”, να τον αφήσει να “ονειρεύεται αόριστα μιαν έρημο” στην οποία δεν υπάρχει “τίποτα πολυγωνικό/καμμιά περιπλεγμένη ψυχοσύνθεση/ απαιτώντας κουραστικά εφφέ φωτοσκιάσεων”.
Στο ποίημα “Η εκδρομή”, τονίζεται η αδυναμία του ανθρώπου που κατοικεί στα αστικά κέντρα να δημιουργήσει σχέσεις ουσίας, τόσο με τους άλλους ανθρώπους όσο και με τη φύση.
Το εξωτερικό περιβάλλον θεωρείται φλυαρία, μια πρόχειρη χωροταξική διευθέτηση των φυσικών στοιχείων εκ μέρους της φύσης. «Ίσως μάλιστα να’ θελε διαφορετική διάταξη ο πευκώνας»… Καταφυγή λοιπόν στο “εντός” όπου τα αντικείμενα της τεχνολογίας και η ρουτίνα προσφέρουν ψυχική γαλήνη! Οι αντιθέσεις/αντιφάσεις που ο ανώνυμος μικροαστός εντοπίζει στο φυσικό τοπίο αφενός και αφετέρου σ’ αυτό που αυτός ορίζει ως “εξοχή”, το οξύμωρο “άνοιξε τον ανεμιστήρα, το τρανζίστορ, – “Α τι γαλήνη! Επιτέλους μπορούσε ν’ απολαύσει εξοχή”, κορυφώνουν την ειρωνεία.
Το ποιητικό Υποκείμενο γίνεται σχεδόν παντού ένας “παντεπόπτης αφηγητής” που κοροϊδεύει την πλήξη μας. Από την κατάταξη των ειδήσεων – σημαντικά και ασήμαντα γεγονότα έχουν την ίδια σημασία- καταλήγει στο συμπέρασμα – εντυπωσιακή η χρήση της παρήχησης εδώ- “Το Ανόϊ/Το ανόητον της υποθέσεως/ Η Ανία”.
Στο ίδιο τέμπο της ειρωνείας και της αντίδρασης είναι και τα υπόλοιπα ποιήματα της ενότητας. Είναι φυσικό να αντιδρά μια εικοσάχρονη στον εθισμό στη συνήθεια, – ιδιαίτερα των συνομηλίκων της.
ΤΑ ΠΡΟΑΣΤΕΙΑ
Στην β’ ενότητα από το αντιδραστικό ύφος της “ΠΟΛΗΣ” περνάμε σε πιο χαμηλόφωνο, εξομολογητικό ύφος. Εδώ τα ποιήματα έχουν αποδέκτη ένα “Εσύ”, το ποιητικό Υποκείμενο εκφράζει έρωτα, θλίψη, σημαδεύεται από την απουσία του Άλλου.
Ορίζει αόριστα τον χρόνο “Δεκαεφτά της άνοιξης” ή και “Ίσως Ιούλιος η ώρα”. Συναισθήματα, εικόνες, αισθήσεις, χρώματα, βασανιστήριο οι μέρες.
Ο έρωτας επανακτά την αρχέγονη διάστασή του, γίνεται μέθεξη, ποτέ πια συνήθεια.
Ο καιρός της απουσίας μετριέται με τα φυσικά στοιχεία, με το χορτάρι που ξαναψηλώνει, “Δύο γενεές χελιδονιών ταξίδεψε από τότε/ ο άνεμος/ Δυο δυναστείες φύλλων ανατείλανε/ στα δέντρα στο περβόλι μας”. Κι η μνήμη του απόντος προσώπου μένει “…ζεστή/ σα πέτρα ξεχασμένη αιώνες/ σ’ ένα ξέφωτο”.
Όμως η παρουσία του ποιητικού Υποκειμένου στη ζωή του Άλλου ήταν “μια εξαίσια δολοφονία” που θα στιγματίσει τη ζωή του, “ την οπωσδήποτε αγαπημένη/ και/ πεντάρφανη.”
Αντίδοτο η ποίηση μέσα στην “ερειπωμένη νύχτα” που φλέγεται όπως “κι ο πευκώνας / που σ’ όλα τα δέντρα του κρεμάστηκα / φεύγοντας πίσω /Κι όλες οι συλλαβές που δάγκωσα/ με το στόμα μιασμένο από την τελευταία σιωπή/ Το κράτος μου / ονειρεύτηκε μια πυρκαγιά/ Και χάθηκε.” Γιατί η ύπαρξη του Άλλου ακυρώθηκε.
Από εδώ και πέρα ο χρόνος εναλλάσσεται, παρελθόν, παρόν γίνονται μέλλον και καταλύονται, “Εγώ πεθαίνω· είναι αργά/ Έγινα τελικά ένα μονοδιάστατο συναίσθημα. / Εσύ βυθίστηκες. Απλώνουν κύκλοι./ Κύκλοι φιλικοί, κύκλοι γύρω από τα μάτια μου”.
Δημιουργεί ένα σκηνικό ερημιάς στο οποίο η μνήμη έρχεται βασανιστική κι η μόνη διέξοδος είναι ένας ύπνος-θάνατος, “Ακροβατώντας πάνω στις δύσκολες έννοιες των δέντρων και της μνήμης/ Τα δέντρα έχουν μια κίτρινη/ εξουθένωση./ Πρέπει όπου νάναι για πολύ να κοιμηθώ”.
Τα ποιήματα των «Προαστείων» αν και ερωτικά με την πρώτη ματιά στην πραγματικότητα είναι ποιήματα υπαρξιακής αναζήτησης, ερμητικά, υπερρεαλιστικά, στα οποίο το Άλλο πρόσωπο χρησιμεύει ως “βοηθητικό στοιχείο” για να καταδείξει το ποιητικό Υποκείμενο (και κατ’ επέκταση η ποιήτρια) τον τρόπο με τον οποίο καθορίζει την ύπαρξή του, την παρουσία του στον χώρο και στον χρόνο.
ΤΑ ΕΚΤΟΣ ΣΧΕΔΙΟΥ
Στην γ΄ ενότητα, στα «Εκτός Σχεδίου» του αστικού περιβάλλοντος ποιήματα, κυριαρχεί το Πράσινο. Αυτό το χρώμα ορίζει την ύπαρξη κόντρα στην άσφαλτο, στην έρημο, στον θάνατο. Είναι το χρώμα της ζωής άλλωστε, όπου υπάρχει πράσινο υπάρχει ζωή.
Στα ποιήματα αυτά η Π. Π. παίρνει θέση: διεκδικεί το δικαίωμα να διαγράψει την ιστορία “καθώς ο μικρότερος αδελφός που κατέβηκε το πηγάδι/ και βγήκε στον ουρανό”…
Την ιστορία που επαναλαμβάνεται:“ Άχ η άμμος η καφτή που προχωρούσαμε/ δεκατέσσερις χιλιάδες εξακόσιοι/ Αρμένηδες ή Εβραίοι, δε θυμάμαι/ Δε θυμάμαι παρά μόνο πως μια νύχτα/ ακούσαμε ένα πουλί ξεστρατισμένο/ ίσως και να μην ήταν, μα σας λέω/ τ’ ακούσαμε…/…/ Ξανάρθαμε δύο αιώνες πριν/ Τρεις πιο μπροστά/ – ένα. /…και προχωρούσαμε/ μεγαλώνοντας πάντα τη θάλασσα.” (επίκαιροι όσο ποτέ οι στίχοι της Παμπούδη…).
Διεκδικεί επίσης το δικαίωμα “ν’ αφουγκραστώ/ τη λαχτάρα μου να υπάρξω που διακλαδίζεται/ βαθειά, ραγίζοντας/ την πιο δυνατή λαχτάρα μου να υπάρξει/ ο κόσμος.”
Το ποιητικό Υποκείμενο, με την ιδιότητα της ποιήτριας, με «έπαρση» εκφράζει τη λαχτάρα να καταστεί συνδημιουργός.
Το ποιητικό Υποκείμενο αντιδρά, ανατρέπει με φως, χρώματα, και γιατί όχι, πάλι με έρωτα. Ανάμεσα στα τόσα προβλήματα του κόσμου (γιατί πλέον ο κόσμος στην ολότητα είναι το θέμα) και στο “εμείς” η “γωνία προοπτικής που χωρά /μοναχά ένα δάκρυ.// Και το ζεστό σου σώμα, τόσο κοντά, τόσο απαραίτητο/ Μπορώ να το απαιτήσω.” Η Π.Π. είναι και μια τολμηρή γυναικεία ποιητική φωνή- ειδικά για την εποχή που γράφονται τα ποιήματα- ελεύθερη, που απαιτεί το δικαίωμα στον έρωτα.
Επισημαίνω εδώ πως τον τρόπο γραφής που συναντάμε στα Προάστεια και στα Εκτός Σχεδίου, την ερμητικότητα, την κρυπτικότητα, αυτόν τον “δωρικό” λυρισμό, τις προσωποποιήσεις των αψύχων, τη φύση, την υπαρξιακή αναζήτηση που δεν χάνεται όμως στην περιαυτολογία, αλλά εκτινάσσεται στο Σύμπαν, τον συναντάμε με συνέπεια και στα επόμενα έργα της Παυλίνας Παμπούδη. Στην πραγματικότητα η Π.Π. δεν είναι «υπερρεαλίστρια» όπως λ.χ. ο Εγγονόπουλος, απλώς αντιλαμβάνεται με υπερρεαλιστικό τρόπο την πραγματικότητα. Θα έλεγα ότι είναι επηρεασμένη από τον Ελύτη ως προς την αναζήτηση του φωτός και τη συμπαντικότητα.
Το Β’ πεζό κείμενο έχει τίτλο “Η επίδραση της λογοτεχνίας στη ζωή μας και άλλα παιχνίδια συναναστροφών”. Είναι η ίδια παρέα του Α΄ πεζού που συνεχίζει να «παίζει». Οι ασύνδετες ατομικές αφηγήσεις προκαλούν, σταδιακά, μια σουρεαλιστική καταβύθιση της ομήγυρης στο υποσυνείδητο, όλο “προφητικές” εκλάμψεις και ειρωνεία. Τα θέματα είτε είναι όλα αυτά που απογοητεύουν και πληγώνουν τους νέους σε κάθε εποχή, είτε τα αιώνια μεγάλα ζητήματα του ανθρώπου: ζωή, θάνατος, έρωτας, ύπαρξη… Η τελευταία φράση του πεζού δίνει και τον τίτλο στη συλλογή:
«Είμαστε γύρω στα είκοσι και εξακολουθούμε να ταξιδεύουμε , σχεδόν χωρίς προοπτική δυστυχήματος».
Γιατί οι νέοι θα εξακολουθούν πάντα να ταξιδεύουν, να γράφουν και ελπίζουν να ταξιδεύουν, να γράφουν.