You are currently viewing Λένη Ζάχαρη, ΞΑΝΑδιαβάζοντας αλλιώς: Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα, Η θαυμαστή μπαλωματού, Μετάφραση: Αλέξη Σολομού Εκδόσεις: «Δωδώνη» Αθήνα-Γιάννινα 1986

Λένη Ζάχαρη, ΞΑΝΑδιαβάζοντας αλλιώς: Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα, Η θαυμαστή μπαλωματού, Μετάφραση: Αλέξη Σολομού Εκδόσεις: «Δωδώνη» Αθήνα-Γιάννινα 1986

Στην στήλη αυτή παρουσιάζουμε ένα βιβλίο από αυτά που ζουν καιρό στην βιβλιοθήκη και περιμένουν να τα ξαναδιαβάσουμε οπωσδήποτε. Πιο προσεχτικά, πιο υποψιασμένα, πιο αγαπησιάρικα- πάντως κάπως αλλιώς!

Η ΘΑΥΜΑΣΤΗ ΜΠΑΛΩΜΑΤΟΥ

                                         

 

Το έργο του Λόρκα, “Η θαυμαστή μπαλωματού” («La zapatera prodigiosa»), που γράφτηκε το 1930, πρωτοπαρουσιάστηκε στις 24 του Δεκέμβρη του ίδιου χρόνου στο «Teatro Espanol» της Μαδρίτης, με το θίασο της Margarita Xirgou. Το 1935, και ενώ η Δημοκρατία θριαμβεύει στην Ισπανία, το έργο ανεβαίνει στο Conseum της Μαδρίτης με την Lola Membrives και σε σκηνοθεσία του ίδιου του Λόρκα. Στην Ελλάδα ανέβηκε πρώτη φορά το 1958 από το Εθνικό Θέατρο με τη Μαίρη Αρώνη στον ομώνυμο ρόλο και συνεχίζει να παίζεται από διάφορους θιάσους ως σήμερα.
Μέχρι τη σύλληψή του από τους φαλαγγίτες του Φράνκο, ο Λόρκα γράφει, εκδίδει, σχεδιάζει ταξίδι στη Νέα Υόρκη, κάνει αναγνώσεις σε φίλους. Στις 19 Αυγούστου του 1936, ο Λόρκα τουφεκίζεται την αυγή στα φαράγγια του Βιθνάρ.

 

Η «Θαυμαστή Μπαλωματού» έχει χαρακτηριστεί από πολλούς ‘κωμωδία’ εξαιτίας της ιλαρής ατμόσφαιρας που κυριαρχεί σε μεγάλο μέρος του κειμένου. Σωστότερα όμως θα την κατατάσσαμε στην ‘φάρσα’ και μάλιστα στην ‘σκληρή φάρσα’. Ο ίδιος ο συγγραφέας, ως πρόσωπο του έργου, στον Πρόλογο επισημαίνει πως πρόκειται για “δραματική παραβολή” στην οποία θέλησε να δώσει τη ζωηράδα μιας χαριτωμένης γυναίκας του λαού. Κι έτσι μέσα σ’ αυτό το έργο ανασαίνει κι αχτιδοβολάει αυτό το ποιητικό πλάσμα που ο συγγραφέας το έντυσε με τα ρούχα της Μπαλωματούς και το σφράγισε με τη βούλα της λαϊκής μαντινάδας και του παραμυθιού. “Κι αν λάχει και  το κοινό παραξενευτεί με δαύτη, κι αν του φανεί κομμάτι άγρια και σε τρόπους ασυμμάζωχτη, ας ξέρει πως είναι έτσι όπως είναι  γιατί πάντα της πολεμάει. Πολεμάει, που λέει ο λόγος, με την πραγματικότητα που την τριγυρίζει, μα πολεμάει και με τη φαντασία της, σαν γίνει κι αυτή πραγματικότητα.
Σ’ αυτές τις γραμμές ο Λόρκα μας δίνει μια “σκουντιά” για να κοιτάξουμε με άλλο μάτι τη Μπαλωματούλα του, κι όχι όπως τους υπόλοιπους ήρωες του έργου του. Η επαρχία της Ισπανίας, και κάθε χώρας θα λέγαμε αλλά και κάθε κλειστής κοινωνίας, σκιαγραφείται με τα εντονότερα χρώματα από τον ποιητή – συγγραφέα. Ανώνυμοι οι ήρωες, με χαρακτηριστικά γνωρίσματα μόνο είτε τις ιδιότητές τους είτε τα ρούχα τους. Μάλιστα τα ρούχα αποκτούν μια ιδιαίτερη σημειολογική διάσταση όταν αναφέρεται στις “γειτόνισσες”. Κόκκινη, Κίτρινη, Πράσινη, Μενεξελιά και Μαύρη τα ονόματα που χρησιμοποιεί. Ονόματα και χρώματα κοστουμιών παραπέμπουν στη σημαία της Ισπανίας και των επαρχιών της, αλλά και σε συμβολισμούς πολιτικών και κοινωνικών φαινομένων (σοσιαλισμός, κομμουνισμός, φασισμός, εθνικισμός…). Δεν λείπει ο φόβος για τις ιδέες που πλανιούνται σε διάφορες περιοχές της χώρας και που θα φέρουν πράγματι στα 1936 τον Φράνκο και του φαλαγγίτες του στην εξουσία. Οι κόρες, όπως και οι μητέρες τους, είναι η καταδικασμένη στην θρησκοληψία και το κουτσομπολιό επαρχία, που δεν διστάζει να διαλύσει μια οικογένεια μόνο από φθόνο και ζήλια.  Τονίζεται η αδυναμία των κοντόφθαλμων ανθρώπων να δουν τα πραγματικά προβλήματα που έρχονται και αρκούνται στο φθαρμένο μοτίβο συμπεριφοράς.


Ο Δήμαρχος και ο Δον Κότσιφας είναι καρικατούρες ανθρώπων με χρήματα και στοιχειώδη εξουσία που, όταν η Μπαλωματού αντιστέκεται στα ανήθικα θελήματά τους – αν και εγκαταλελειμμένη από τον άνδρα της εξαιτίας τους- φροντίζουν να την πολεμήσουν έως θανάτου. Σε κάθε εποχή η διεφθαρμένη εξουσία και οι άνθρωποι του χρήματος, παριστάνουν τους αυστηρά ηθικούς  χωρίς να διστάζουν να εκμεταλλευτούν τους αδύναμους. Τα “παλικάρια” που κυνηγούν τη Μπαλωματού είναι άνθρωποι του λαού, παραδομένοι κι αυτοί στις προκαταλήψεις. Η Εκκλησία, με την ηθικιστική συμπεριφορά που καλλιεργεί στους πιστούς της προκειμένου να παραμένουν υποταγμένοι στην εξουσία- πολιτική και θρησκευτική- εκπροσωπείται στο έργο από τις θρησκόληπτες γειτόνισσες. Και η καμπάνα του χωριού  είναι αυτή που αναγγέλλει την απόφαση να διώξουν τη Μπαλωματού. Ας μην ξεχνάμε πως η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία στην Ισπανία έδινε πολλές αφορμές για να γίνει αντικείμενο σκληρής κριτικής από ένα ελεύθερο πνεύμα, όπως ο Λόρκα ( Ιερά Εξέταση, διωγμός Εβραίων, συνεργασία με Φασίστες- Εθνικιστές ).
Ο Μπαλωματής και η Μπαλωματού μπορεί να είναι ένα αταίριαστο ζευγάρι που προκαλεί αναστάτωση αντικατοπτρίζει όμως και μια βαθύτερη επιθυμία του ποιητή, με δεδομένα τα ιστορικά γεγονότα: μπορούμε να υποθέσουμε ότι ο Λόρκα ίσως προτείνει ότι το παλαιό, το συντηρητικό, θα μπορούσε κάλλιστα «να παντρευτεί» και να προοδεύσει μαζί με το καινούριο, αφήνοντας πίσω τα κοινωνικά στεγανά, τις υπάρχουσες προκαταλήψεις και υποκρισίες.
Το βέβαιο είναι πως ο Λόρκα πιστεύοντας στη δύναμη και την ομορφιά του λαϊκού θεάτρου, μιλά για τα ήθη και τα έθιμα του λαού του, ασκώντας κριτική, αλλά διακηρύττει και την πανανθρώπινη αξία της αγάπης, για την οποία αξίζει να μάχεται κανείς.

Οι απόψεις του ποιητή για το θέατρο φαίνονται καθαρά στην ομιλία του προς τους ηθοποιούς της Μαδρίτης στην ειδική γι’ αυτούς παράσταση της «Γέρμα», 18 Μάρτη 1935: «Ένα θέατρο ευαίσθητο και καλά προσανατολισμένο σ’ όλα τα είδη του, από την τραγωδία ως το κωμειδύλλιο, μπορεί ν’ αλλάξει μέσα σε λίγα χρόνια την ευαισθησία του λαού· κ’ ένα θέατρο εξαρθρωμένο, που αντί να ’χει φτερά φοράει τσόκαρα, μπορεί να εξαχρειώσει και ν’ αποκοιμίσει ένα ολόκληρο έθνος. Το θέατρο είναι ένα σχολείο θρήνου και γέλιου κ’ ένα βήμα ελεύθερο όπου οι άνθρωποι μπορούν να προβάλλουν ηθικά συστήματα παλιά ή με περιεχόμενο αμφίβολο, και να εξηγούν με ζωντανά παραδείγματα, τους αιώνιους κανόνες που κυβερνάνε την ψυχή και το αίσθημα του ανθρώπου. Ένας λαός που δε βοηθάει και δεν υποστηρίζει το θέατρό του, αν δεν είναι νεκρός, είναι ετοιμοθάνατος, όπως και το θέατρο που δεν αποδίδει τον κοινωνικό παλμό, τον ιστορικό παλμό, το δράμα των ανθρώπων και το ειδικό χρώμα της πατρίδας και του πνεύματός της με το γέλιο ή με το δάκρυ, δεν έχει δικαίωμα να λέγεται Θέατρο».
«Το θέατρο είναι Τέχνη πάνω απ’ όλα. Τέχνη ευγενέστατη· κ’ εσείς αγαπητοί ηθοποιοί, καλλιτέχνες πάνω απ’ όλα. Καλλιτέχνες απ’ την κορφή ως τα νύχια, ιδιότητα που αποκτήσατε από αγάπη και κλίση ανεβαίνοντας στο γεμάτο από προσποίηση και πόνο κόσμο της σκηνής. Καλλιτέχνες επαγγελματίες μα και σπρωγμένοι από ανησυχίες. Σ’ όλα τα θέατρα απ’ το πιο φτωχικό ως το πιο μεγαλόπρεπο θα πρέπει να γραφτεί η λέξη Τέχνη στην αίθουσα και στα καμαρίνια. Γιατί αν δε γίνει αυτό, το μόνο που μένει είναι να βάλουμε τη λέξη Εμπόριο ή κάποια άλλη που δεν τολμώ να πω. Και να σέβεστε την ιεραρχία, να ’χετε πειθαρχία, να κάνετε θυσίες και να νιώθετε αγάπη.»


Και, στη συνέντευξή του στον Felipe Morales («Heraldo de Madrid», 8 Απριλίου 1936), ο Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα συμπληρώνει: «Έχω μια προσωπική και κατά κάποιο τρόπο αγωνιστική αντίληψη για το θέατρο. Θέατρο είναι η ποίηση που βγαίνει από το βιβλίο και γίνεται κάτι το ανθρώπινο. Και τότε μιλάει και φωνάζει, κλαίει κι απελπίζεται. Το θέατρο απαιτεί απ’ τα πρόσωπα που βγαίνουν στη σκηνή να ’χουν «ένδυμα ποιητικό» και ταυτόχρονα ν’ αφήνουν να φαίνονται τα κόκαλά τους, το αίμα τους. Πρέπει να ’ναι τόσο ανθρώπινα, τόσο φρικτά τραγικά, προσκολλημένα στη ζωή και στο φως της μέρας με τόση δύναμη που ν’ αποκαλύπτουν τις προδοσίες τους, ν’ αναμετρούν τα βάσανά τους και ν’ αναβλύζει απ’ τα χείλη τους όλη η λεβεντιά που ’χουν τα γεμάτα αγάπη ή αηδία λόγια τους. Αυτό που δεν μπορεί να συνεχιστεί, είν’ η επιβίωση των θεατρικών προσώπων που φτάνουν στη σκηνή στηριγμένα στα χέρια των δημιουργών τους. Είναι πρόσωπα κούφια, ολότελα άδεια· μέσα από το ύφασμα του γιλέκου τους δεν μπορείς να δεις παρά ένα σταματημένο ρολόι, ένα ψεύτικο κόκαλο ή ακαθαρσίες γάτας όπως στις παλιές σοφίτες. Σήμερα, στην Ισπανία, η πλειονότητα των συγγραφέων και των ηθοποιών κατέχει μια ενδιάμεση ζώνη. Γράφουν θέατρο για την πλατεία, περιφρονώντας τους εξώστες και τη γαλαρία. Το πιο θλιβερό πράμα στον κόσμο είναι να γράφεις για την πλατεία.»

Λένη Ζάχαρη

Η Λένη Ζάχαρη γεννήθηκε και μεγάλωσε στον Πειραιά. Σπούδασε Θεολογία και Ιστορία στο ΕΚΠΑ. Έχει εκδώσει την ποιητική συλλογή "Να με λες Ελένη", από τις εκδόσεις Λέμβος. Αρθρογραφεί στο Περί ου.

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.