Ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, του οποίου τα αίτια αναλύονται στη συνέχεια, συνδέεται άμεσα με την Ελλάδα, τη Μικρασιατική εκστρατεία και την Μικρασιατική Καταστροφή. Ο λόγος είναι ο ανταγωνισμός των Μεγάλων Δυνάμεων στα εδάφη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και η επιθυμία να αποκτήσουν όσο το δυνατόν μεγαλύτερα κέρδη αλλά και η ταυτόχρονη επιθυμία της Ελλάδας να αποκτήσει εδάφη στα οποία κατοικούσαν Έλληνες και να μεγαλώσει ως χώρα.
Οι συνθήκες που υπογράφονται κατά τη διάρκεια όσο και κατά την λήξη του αλλά και μετά απ’ αυτόν – ωστόσο μέσα στη γενικότερη ατμόσφαιρα που έχει δημιουργηθεί – αποδεικνύουν ότι πρόκειται για αλληλοσυγκρουόμενα συμφέροντα.
Η Ελλάδα και ο Ελευθέριος Βενιζέλος προσωπικά θα προσπαθήσει να κερδίσει όσο το δυνατόν περισσότερα για τη χώρα κυρίως σε ό,τι αφορά στις περιοχές της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στις οποίες ζούσε αιώνες Ελληνικός πληθυσμός. Αυτό θα οδηγήσει σε συγκρούσεις τον Βενιζέλο με τον βασιλιά Κωνσταντίνο, η χώρα θα βρεθεί σε Διχασμό.
Η αλλαγή του σκηνικού στην πολιτική και στρατιωτική σκηνή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας – Τουρκίας θα ανατρέψει τα σχέδια όλων, μαζί με το διχαστικό κλίμα που επικρατεί στην Ελλάδα και το οποίο δημιουργεί τεράστια ζητήματα τόσο στο εσωτερικό της χώρας όσο και στο εξωτερικό θα οδηγήσει στη συντριβή των ελληνικών προσδοκιών.
Ο ΠΟΛΕΜΟΣ
Ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, γνωστός και ως ο Μεγάλος πόλεμος ή ο πόλεμος των χαρακωμάτων, αποτελεί τη μεγαλύτερη, μαζικότερη και πιο πολύνεκρη πολεμική αναμέτρηση που γνώρισε ο κόσμος στις αρχές του 20ου αιώνα, πριν το ξέσπασμα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Η ανθρωπότητα δεν είχε έρθει ξανά αντιμέτωπη με έναν τόσο καταστροφικό πόλεμο, από άποψη υλικών καταστροφών αλλά και του τεράστιου αριθμού σε ανθρώπινες απώλειες. Είναι αξιοσημείωτο ότι νέες τεχνολογίες ανακαλύφθηκαν κατά τη διάρκειά του με σκοπό την ολοκληρωτική καταστροφή του αντιπάλου, γι’ αυτό χαρακτηρίζεται και ως ολοκληρωτικός πόλεμος.
Σχεδόν κανείς όμως δεν περίμενε πως από μία δολοφονία στα Βαλκάνια θα ξεσπούσε ένας γενικευμένος Μεγάλος Πόλεμος στην Ευρώπη που στη συνέχεια θα εξελίσσονταν σε Παγκόσμιο και θα έμενε στην Ιστορία ως ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος περίπου εννέα εκατομμύρια νεκρούς στα πεδία των μαχών και άλλα δεκατρία εκατομμύρια νεκρούς από τις “παράπλευρες” επιπτώσεις του πολέμου.
Δολοφονία του Αρχιδούκα της Αυστρο-ουγγαρίας Φραγκίσκου – Φερδινάνδου και της συζύγου του από τον σέρβο εθνικιστή Γκαβρίλο Πρίνσιπ, κατά την επίσκεψή τους στο Σεράγεβο τον Ιούνιο του 1914
Αυτόν τον πόλεμο καμιά ευρωπαϊκή χώρα δεν ήθελε πραγματικά να τον κηρύξει, θεωρώντας πως δεν είναι αναπόφευκτος. Όταν όμως η αλυσιδωτή αντίδραση των γεγονότων εξώθησαν τα δύο αντίπαλα στρατόπεδα (Αντάντ και Κεντρικές Δυνάμεις) να κηρύξουν επίσημα τον πόλεμο μεταξύ 1 και 4 Αυγούστου του 1914, οι περισσότεροι πίστευαν πως θα ήταν ένας σύντομος πόλεμος λίγων μηνών, που θα κρατούσε “το πολύ ως τα Χριστούγεννα” και οι επίστρατοι θα επέστρεφαν στη θαλπωρή των σπιτιών τους.
Έτσι ο Μεγάλος Πόλεμος που στην ουσία ήταν μια μία μεγάλη ενδοευρωπαϊκή διένεξη με τα κύρια μέτωπα στη Γηραιά Ήπειρο που επεκτάθηκε ωστόσο και στην περιφέρεια, με ενεργό συμμετοχή αποικιακών στρατευμάτων με την εμπλοκή ακόμα και αμερικανικών προσέδωσαν τελικά την έννοια του παγκόσμιου.
Οι Ενωμένες Δυνάμεις, καλούμενες και Δυνάμεις της Αντάντ (κυρίως οι Μεγάλη Βρετανία, Γαλλία, ως τις αρχές του 1918 η Ρωσία και, από το 1917, οι ΗΠΑ) νίκησαν τις Κεντρικές Δυνάμεις καλούμενες και Τριπλή Συμμαχία, (Γερμανία, Αυστροουγγαρία, Οθωμανική Αυτοκρατορία και Βουλγαρία) και οδήγησαν αφενός στην κατάρρευση τεσσάρων αυτοκρατοριών και σε ριζικές αλλαγές στον χάρτη της Ευρώπης, εκ του κατακερματισμού αυτών, αφετέρου στη μεγάλη Ρωσική Επανάσταση και σε τελική φάση την δημιουργία της Κοινωνίας των Εθνών.
Ένας ολόκληρος αιώνας είχε περάσει από τον τελευταίο μεγάλο πόλεμο, το 1815, στην Ευρώπη. Μετά τον γαλλογερμανικό πόλεμο του 1871 καμιά από τις Μεγάλες Δυνάμεις δεν είχε στείλει τους στρατιώτες της σε κάποια επιχείρηση ενάντια σε μια άλλη.
Στο διεθνή χώρο υπήρχε ο έντονος ανταγωνισμός των Μεγάλων Δυνάμεων με αποτέλεσμα η Ευρώπη να έχει διαιρεθεί σε δύο μεγάλα στρατόπεδα: Στην Συνεννόηση (Entente) όπου συμμετείχε η Αγγλία, η Γαλλία και η Ρωσία και στη συμμαχία των Κεντρικών Δυνάμεων όπου συμμετείχε η Γερμανία, η Αυστρο-ουγγαρία και η Ιταλία.
Οι Μεγάλες Δυνάμεις αναζητούσαν απεγνωσμένα συμμάχους μεταξύ των μικρότερων κρατών με τη Γερμανία να προσεταιρίζεται τή Βουλγαρία και την Τουρκία και την Αντάντ να πιέζει την Ελλάδα και την Σερβία. Η Αγγλία μεσουρανούσε διεθνώς έχοντας αμέτρητες αποικίες σε όλες τις ηπείρους. Η Γερμανία διεκδικούσε το δικό της μερίδιο στις υποανάπτυκτες χώρες, στον ορυκτό τους πλούτο αλλά και στα πετρέλαια της Ανατολής.
Από τις αρχές του αιώνα όλες οι Μεγάλες Δυνάμεις ρίχτηκαν σε έναν ξέφρενο αγώνα δρόμου ενίσχυσης και εκσυγχρονισμού των ενόπλων τους δυνάμεων. Στη Βρετανία οι στρατιωτικές δαπάνες αυξήθηκαν σχεδόν κατά 30% μέσα στη δεκαετία 1890-1900. Το 1913 ήταν 140% υψηλότερες από ότι το 1887.
Η Γερμανία, στα μέσα της δεκαετίας του 1890, δαπανούσε 90 περίπου εκατομμύρια μάρκα κάθε χρόνο για το πολεμικό της ναυτικό. Το 1913 είχε ξεπεράσει τα 400 εκατομμύρια μάρκα. Και οι άλλες Μεγάλες Δυνάμεις δεν πήγαιναν πίσω. Πίσω από τις καθησυχαστικές θεωρίες για τις “Μεγάλες Χίμαιρες”, οι άρχουσες τάξεις προετοιμάζονταν πυρετωδώς για τον Μεγάλο Πόλεμο.
Οι προετοιμασίες δεν ήταν μόνο στρατιωτικές.
Από τα τέλη του 19ου αιώνα κιόλας οι Μεγάλες Δυνάμεις ξεχύθηκαν σε έναν διπλωματικό αγώνα δρόμου για να εξασφαλίσουν φίλους και συμμάχους, δημιουργώντας έτσι δύο μεγάλους συνασπισμούς.
Το 1882 η Αυστρία, η Γερμανία και η Ιταλία υπέγραψαν ένα σύμφωνο “αμοιβαίας συνεργασίας” τη λεγόμενη “Τριπλή Συμμαχία”.
Το 1907 η Γαλλία, η Ρωσία και η Μεγάλη Βρετανία συνέστησαν την “Τριπλή Συνεννόηση” την λεγόμενη Αντάντ. Οι συμμαχίες και τα στρατόπεδα που αιματοκύλησαν την Ευρώπη το 1914-1918 είχαν διαμορφωθεί χρόνια πριν.
Στο Λονδίνο, το Παρίσι, τη Μόσχα και το Βερολίνο οι άρχουσες τάξεις προσπάθησαν να ρίξουν το φταίξιμο απλά στην άλλη πλευρά.
Τις προηγούμενες δεκαετίες η Βρετανία, η Γαλλία, οι ΗΠΑ, η Ιαπωνία, η Γερμανία είχαν χωρίσει τον πλανήτη σε αποικίες και σφαίρες επιρροής. Αλλά η προσπάθειά τους να εξαπλώσουν την κυριαρχία τους όλο και πιο μακριά, τις έφερνε, αργά ή γρήγορα, αναπόφευκτα σε σύγκρουση μεταξύ τους.
Τα αίτια πρέπει να αναζητηθούν στις οικονομικές συνθήκες της εποχής και στις επεκτατικές βλέψεις των διαφόρων κρατών, που είχαν ως αποτέλεσμα τη δημιουργία ανταγωνισμού μεταξύ τους.
Ειδικότερα η οικονομική ανάπτυξη της Γερμανίας, που προήλθε από τη ραγδαία εξέλιξη της βιομηχανίας της, οδήγησε στην όξυνση του ανταγωνισμού της με την Αγγλία σχετικά με την εξασφάλιση του μονοπωλίου των διεθνών αγορών.
Ταυτόχρονα, η γαλλική πολιτική της “ρεβάνς”, δηλαδή η επιθυμία της Γαλλίας να αποκαταστήσει το γόητρό της και να ανακτήσει την Αλσατία και τη Λωρραίνη, (που είχε χάσει στο Γαλλογερμανικό πόλεμο του 1870 – 1871) είχε δημιουργήσει ένταση στις σχέσεις της με τη Γερμανία, χαρακτηριστική επ’ αυτού ήταν και η υπόθεση Ντρέιφους.(υπήρξε ένα τεράστιο στρατιωτικοπολιτικό σκάνδαλο κατασκοπείας και ταυτόχρονα μία από τις μεγαλύτερες διεθνώς δικαστικές πλάνες που συντάραξε τη Γαλλία επί δώδεκα χρόνια, στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ου αιώνα.)
Την ίδια εποχή, η Αυστρο-ουγγαρία βρισκόταν σε ανταγωνισμό με τη Ρωσία σχετικά με την κυριαρχία στα Βαλκάνια. Τα νέα εθνικά βαλκανικά κράτη, που είχαν δημιουργηθεί μετά την παρακμή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, κρατούσαν ευνοϊκή στάση απέναντι στις διεκδικήσεις των εθνικών μειονοτήτων της Αυστρο-ουγγαρίας και απειλούσαν την ενότητά της. Έτσι, η Αυστροουγγαρία επιθυμούσε να διατηρηθεί το στάτους κβο των Βαλκανίων.
Η Ρωσία, από την άλλη πλευρά, επιθυμούσε να βρει διέξοδο στη Μεσόγειο, υποστήριζε την κίνηση του πανσλαβισμού και θεωρούσε τον εαυτό της φυσικό προστάτη των ορθόδοξων λαών των Βαλκανίων, πράγματα που έβρισκαν αντίθετες τη Γερμανία και την Αυστροουγγαρία.
Η διακίνηση αγαθών και ανθρώπων δεν περιορίστηκε στο γεωγραφικό χώρο της Ευρώπης. Ο ιμπεριαλισμός την περίοδο 1875-1914 αναπτύχθηκε και καθιερώθηκε. Οι μεγάλες δυνάμεις με σκοπό να υποστηρίξουν την ανερχόμενη βιομηχανία και οικονομία τους αποίκισαν νέα εδάφη για προμήθεια πρώτων υλών και για την προώθηση των προϊόντων τους. Ο αγροτικός τομέας σε αυτές τις χώρες και κύρια στην Αγγλία είχε συρρικνωθεί. Ο αποικισμός έλυνε αυτό το πρόβλημα. Αλλά συνάμα οδηγούσε και στον αποικιακό ανταγωνισμό μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων.
Η Βρετανική αυτοκρατορία περιελάμβανε τον Καναδά στη Βόρειο Αμερική, Αίγυπτο, Ινδία, Αυστραλία, Ν. Ζηλανδία και άλλες κτήσεις. Οι Γάλλοι έλεγχαν το ένα τρίτο της αφρικανικής ηπείρου τις παραμονές του πολέμου ενώ επεκτάθηκαν στην Άπω Ανατολή 1887-1897 στη Γαλλική Ινδοκίνα όπως επίσης και σε άλλες κτήσεις. Μεταξύ των δυο χωρών δημιουργήθηκε αντιπαλότητα στη μεταξύ τους σύγκρουση στη Φασόντα του Άνω Νείλου το 1898. Η Ρωσία είναι η μόνη αυτοκρατορία που επεκτάθηκε αποικιακά σε συνέχεια των εδαφών της στην Ασιατική ήπειρο. Η ήττα στον πόλεμο με την Ιαπωνία το 1904 περιόρισε τις ηγεμονικές φιλοδοξίες της και αύξησε τον ανταγωνισμό της με τη Βρετανία που ενθάρρυνε αυτόν τον πόλεμο.
Η Γερμανία έχοντας μείνει πίσω στον αποικισμό, για λόγους κυρίως γοήτρου εγκαινιάζει το 1897 την Weltpolitik (παγκόσμια πολιτική) της, απόφαση του νέου Αυτοκράτορα Γουλιέλμου Β’. Δημιούργησε στόλο αμφισβητώντας την πρωτοκαθεδρία της Βρετανίας.. Διείσδυσε οικονομικά στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και στην ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής, γεγονός που οδήγησε τις υπόλοιπες δυνάμεις να δημιουργήσουν ένα αντιγερμανικό μέτωπο. Αυτό το μέτωπο φάνηκε και στο ξέσπασμα της κρίσης του Μαρόκου το 1911 που Βρετανία, Γαλλία συνασπίστηκαν ενάντια στη Γερμανία. Η Ιταλία επεκτάθηκε μόνο στην Αφρική κυρίως για λόγους γοήτρου. Μέχρι το 1912 είχαν οριστεί οι ζώνες επιρροής όλων των μεγάλων δυνάμεων.
Ο αποικιακός ανταγωνισμός δεν ήταν αίτιο πολέμου, τα παράγωγα αυτού όμως συντέλεσαν στη δημιουργία πολεμικού κλίματος.
Πολεμικό κλίμα και συνθήκες διαμόρφωσαν και άλλοι παράγοντες που έχουν αφετηρία την Ευρώπη. Επειδή οι πολιτικές και οι οικονομικές διεργασίες δεν μπορούν να διαχωριστούν σε μια καπιταλιστική κοινωνία όπως η δυτική Ευρώπη, αυτές είναι έντονες λόγω των συνεπειών της εκβιομηχάνισης.
Η Ευρώπη αποτελούνταν από πολλές αντίπαλες “εθνικές οικονομίες” που προστατεύονταν η μία από την άλλη. Από το 1875-1914 συνταρασσόταν από τις πολιτικές διεργασίες με τη δημιουργία νέων πολιτικών κομμάτων με κύρια τα εργατικά. Η πολιτική ανέλαβε το ρόλο της θρησκείας των προηγούμενων αιώνων. Σε αυτό το έντονο πολιτικό κλίμα εξαπλώθηκε παράλληλα και η ιδεολογία του εθνικισμού στη νέα της μορφή με υποστηρικτές τους φιλελεύθερους. Αφορμή του πολέμου υπήρξε ένα γεγονός εθνικιστικού μίσους. Σέρβοι εθνικιστές δολοφόνησαν τον μετέπειτα διάδοχο της Αυστρίας Φραγκίσκο Φερδινάνδο στις 28 Ιουνίου 1914.
Απόρροια του εθνικισμού ήταν η θέληση προάσπισης των “εθνικών δικαίων” των λαών και κατ’ επέκταση το κλίμα ευφορίας που επικρατούσε για τον πόλεμο.
«Όσοι είχαν κατασκευάσει τη μηχανή του πολέμου και είχαν ενεργοποιήσει τους διακόπτες τώρα παρακολουθούσαν εμβρόντητοι την κίνηση των γραναζιών, ανίκανοι να πιστέψουν τι είχε συμβεί.
Σοβαρή αιτία πολέμου ήταν ο συνεχής ανταγωνισμός των εξοπλισμών μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων. Οι κυβερνήσεις ενθουσιώδης έπλεαν σε πελάγη ευτυχίας αγνοώντας πως ο πιο εξελιγμένος τεχνολογικά εξοπλισμός θα οδηγούσε στην καταστροφή . Βέβαια είναι αμφιλεγόμενο από τους ιστορικούς το κατά πόσο η τεχνολογική στρατιωτική υπεροχή την περίοδο 1789-1918 έδωσε τελικά συγκριτικό πλεονέκτημα στους νικητές . Σε αυτό τον ανταγωνισμό των εξοπλισμών, προβάδισμα πήρε η Γερμανία σε μια προσπάθεια να πάρει τη θέση της Αγγλίας.
Το προβάδισμα της Γερμανίας στους εξοπλισμούς συμβάδιζε με έναν αντίστοιχο δυναμισμό της οικονομίας της. Εδραιώθηκε σε ηγέτιδα βιομηχανική δύναμη τόσο στους παραδοσιακούς κλάδους της βιομηχανίας, όσο και στους νέους της χημικής και ηλεκτρικής βιομηχανίας κατέχοντας την πρωτοπορία στην Ευρώπη.
Καμία όμως χώρα δεν θα έμπαινε στον πόλεμο μόνη της, αν δεν ένιωθε την υποστήριξη χωρών με κοινά συμφέροντα. Δημιουργήθηκαν συνασπισμοί μεταξύ τους που τόνωσαν το ηθικό και έδωσαν μια σιγουριά για την επιτυχή έκβαση κάποιου πιθανού πολέμου».
«…γνωστός και ως “Πόλεμος των χαρακωμάτων” »
Ο Α’ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
Όταν ταχύτατα ο ευρωπαϊκός πόλεμος γενικεύθηκε, η Ελλάδα είχε δύο επιλογές: είτε να τηρήσει ουδετερότητα, λύση που υποστήριζε το Παλάτι, είτε να μπει στον πόλεμο συμμαχώντας με εκείνον που εξυπηρετούσε καλύτερα τα ελληνικά συμφέροντα. Για τον Βενιζέλο, ήταν προφανές ότι τα συμφέροντα της Ελλάδας ήταν συνδεδεμένα με τις Δυτικές Δυνάμεις και κατεξοχήν τη Βρετανία, η οποία, ανεξάρτητα από την έκβαση του πολέμου στην Κεντρική Ευρώπη, θα παρέμενε, σύμφωνα με την εκτίμησή του, κυρίαρχη στην περιοχή της ανατολικής Μεσογείου. Ο Βενιζέλος θεωρούσε αναπόφευκτο τον πόλεμο με την Τουρκία, ενώ ταυτόχρονα εξέταζε σοβαρά το ενδεχόμενο της οριστικής διάλυσης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η απόρριψη της συμμαχίας με τη Γερμανία οφειλόταν στην εκτίμησή του ότι τα συμφέροντα της Γερμανίας συνεπάγονταν στήριξη της Βουλγαρίας και της Τουρκίας, δηλαδή των δύο βασικών εχθρών της Ελλάδας. Σε κάθε περίπτωση, οικονομικοί και γεωπολιτικοί λόγοι υπαγόρευαν, κατά τη γνώμη του, τη συμμαχία με τη Βρετανία και τη Γαλλία.
Ο Κωνσταντίνος, θαυμαστής του γερμανικού πολιτικού προτύπου και με ακλόνητη πεποίθηση στο αήττητο του γερμανικού στρατού, επηρεαζόταν από τις συμβουλές τόσο της συζύγου του Σοφίας, αδελφής του Κάιζερ, όσο και του υπουργού των εξωτερικών Γ. Στρέιτ, καθηγητή του Διεθνούς και Συνταγματικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Η πολιτική ανάλυση του Στρέιτ στηριζόταν στα δεδομένα της παραδοσιακής ευρωπαϊκής ισορροπίας δυνάμεων, η οποία τασσόταν υπέρ της διατήρησης τόσο της Αυτοκρατορίας των Αψβούργων όσο και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Βασικό κριτήριο για την επιλογή στρατοπέδου ήταν εξάλλου ο κίνδυνος του πανσλαβισμού. Θεωρώντας τον ως σημαντικότερη απειλή, ο Κωνσταντίνος εκτιμούσε ότι τα συμφέροντα της Ελλάδας ευθυγραμμίζονταν με εκείνα των Κεντρικών Δυνάμεων. Ωστόσο, στην ασφυκτική πίεση του Γουλιέλμου Β΄ να προσχωρήσει η Ελλάδα στο συνασπισμό της Γερμανίας, ο βασιλιάς επέμεινε στη πολιτική της ουδετερότητας ως τη μόνη που θα διασφάλιζε την Ελλάδα από το κόστος ενός ριψοκίνδυνου και εν τέλει μάταιου πολέμου.
Αρχικά η Ελλάδα επέλεξε πράγματι την ουδετερότητα, την οποία όμως ο Βενιζέλος εκλάμβανε ως «προσωρινή» ενώ ο Κωνσταντίνος ήθελε να είναι «διαρκής». Όταν η Οθωμανική Αυτοκρατορία προσχώρησε στις Κεντρικές Δυνάμεις, ο Βενιζέλος διείδε την ευκαιρία να πραγματοποιήσει η Ελλάδα τα επεκτατικά της σχέδια. Προϋπόθεση ήταν βεβαίως η εγκατάλειψη της ουδετερότητας.
Στις αρχές του 1915, οι Σύμμαχοι επιχείρησαν εκστρατεία εναντίον της Τουρκίας στα Δαρδανέλλια και ο Βενιζέλος πρότεινε τη συμμετοχή της Ελλάδας με αποστολή στρατιωτικού σώματος. Το σχέδιο αυτό απορρίφθηκε από τον Κωνσταντίνο και ο Βενιζέλος υπέβαλε την παραίτησή του.
«Σεις και τώρα και τότε δεν θέλετε τον πόλεμον μετά συμμάχων. […] Τότε έχετε πολιτικήν μικροελλαδικήν». Αυτά λέει ο Ελευθέριος Βενιζέλος στις 21 Οκτωβρίου 1915 στον πρώην πρωθυπουργό Δημήτριο Ράλλη, που εξακολουθεί να τον επικρίνει επειδή συμμάχησε με τη Βουλγαρία και τη Σερβία το 1912 (στον Α΄ Βαλκανικό Πόλεμο). Και ο ασυλλόγιστος Ράλλης παραδέχεται αμέσως ότι με τη δική του καιροσκοπική πολιτική το 1912-13 η Ελλάδα δεν θα είχε αποκτήσει τη Μακεδονία! «Αναμένοντες την έκβασιν της συρράξεως, θα ηδυνάμεθα να κερδίσωμεν αμαχητί, αν όχι όλα άπερ κατέχομεν σήμερα, αλλά βεβαίως τας νήσους και την Ελασσόνα και την Ηπειρον και δεν ειξεύρω τι άλλο». Αρκεί αυτός ο κοινοβουλευτικός διάλογος για να φανεί η άβυσσος που χωρίζει τον Βενιζέλο από τους αντιπάλους του.
Επιπλέον, όπως θυμίζει ο Βενιζέλος στην ίδια κοινοβουλευτική συζήτηση, η Ελλάδα δεν μπορεί όχι να μεγαλώσει, αλλά ούτε καν να ζήσει αν βρεθεί αντίθετη «προς τας κρατούσας της θαλάσσης δυνάμεις», που είναι πρωταρχικά η Μεγάλη Βρετανία και δευτερευόντως (στη Μεσόγειο) η Γαλλία και η Ιταλία, δηλαδή οι δυνάμεις της λεγόμενης Αντάντ (μαζί με τη Ρωσία). Αν η Ελλάδα γινόταν σύμμαχος της Γερμανίας, θα έβλεπε να καταστρέφονται οι παράλιες πόλεις και η ίδια η πρωτεύουσά της και να εξαφανίζεται από το πρόσωπο της γης η εμπορική ναυτιλία της.
Τελικά, «θα εκινδυνεύομεν να αποθάνωμεν της πείνης διά του αποκλεισμού των παραλίων μας». Αυτό ακριβώς επρόκειτο να συμβεί στην Ελλάδα του Κωνσταντίνου το 1916-17, με τον ναυτικό αποκλεισμό της από τους στόλους της Αντάντ.
Μέσα στη δίνη του Διχασμού… Κίνημα Εθνικής Άμυνας. Αποκορύφωση τα “Νοεμβριανά του 1916”
Μέσα στη δίνη της βαθιάς πολιτικής κρίσης στην Ελλάδα, που είχε λάβει τη μορφή Εθνικού Διχασμού, το μποϋκοτάζ των εκλογών το Δεκέμβριο του 1915 από τους Φιλελεύθερους του Βενιζέλου ήταν το πρώτο βήμα για πιο ριζοσπαστικές πράξεις. Στη Θεσσαλονίκη, το κίνημα της Εθνικής Άμυνας που προετοιμάστηκε από Βενιζελικούς όπως ο Αλέξανδρος Ζάννας, ο Περικλής Αργυρόπουλος, ο υποστράτηγος Λεωνίδας Παρασκευόπουλος και ο συνταγματάρχης Εμμανουήλ Ζυμβρακάκης, με τη στήριξη του Γάλλου αρχηγού των συμμαχικών στρατευμάτων στρατηγού Σαράιγ, εκδηλώθηκε στις 30 Αυγούστου 1916. Στο μεταξύ η κατάσταση στα Βαλκάνια είχε αλλάξει, με την είσοδο της Ρουμανίας στον πόλεμο και τη γερμανοβουλγαρική επίθεση στη Μακεδονία. Αυτό που θα συγκλονίσει όμως την ελληνική κοινή γνώμη θα είναι η παράδοση της Καβάλας και του 4ου Σώματος Στρατού στους Βουλγάρους. Η άρνηση του Κωνσταντίνου να κινηθεί εναντίον των Βουλγάρων αποτέλεσε την κρίσιμη καμπή για την απόφαση του Βενιζέλου. Στις 9 Οκτωβρίου, θα σχηματίσει προσωρινή κυβέρνηση στη Θεσσαλονίκη με πυρήνα της τη λεγόμενη «τριανδρία» (Ελ. Βενιζέλος, Π. Δαγκλής, Π. Κουντουριώτης). Με αυτή την επαναστατική πράξη του Βενιζέλου, ο Εθνικός Διχασμός αποκτά πολύ πιο συγκεκριμένη μορφή: η Ελλάδα διχάζεται σε δύο κράτη.
Η «ΜΑΧΗ ΤΩΝ ΑΘΗΝΩΝ»
Σε μια ύστατη προσπάθεια να εξαναγκάσουν τον Κωνσταντίνο να εγκαταλείψει την ουδετερότητα, συμμαχικές δυνάμεις θα αποβιβαστούν στον Πειραιά και στο Φάληρο στα τέλη Νοεμβρίου. Ως αποτέλεσμα της «μάχης των Αθηνών», ο Κωνσταντίνος συμφώνησε να παραδώσει μέρος του ελληνικού πολεμικού υλικού που του είχε αρχικά ζητηθεί. Με την αποχώρηση των συμμαχικών στρατευμάτων από την Αθήνα, ξέσπασαν τα λεγόμενα «Νοεμβριανά», κύμα αντιβενιζελικής τρομοκρατίας, με φόνους, συλλήψεις, λεηλασίες και πράξεις εκφοβισμού εναντίον των Βενιζελικών. Κορυφαία πράξη υπήρξε ο αφορισμός του Βενιζέλου, το περίφημο «ανάθεμα», από τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών.
Η ένοπλη σύρραξη με τους Συμμάχους στη «μάχη των Αθηνών» αλλά και η απόφαση του Κωνσταντίνου να οργανώσει ανταρτικές ομάδες σε Ήπειρο και Θεσσαλία με την υποστήριξη των Γερμανών οδήγησαν σε σκέψεις για εκθρόνιση του Κωνσταντίνου ως τη μόνη δυνατή λύση. Τον Μάιο 1917, συμμαχικά στρατεύματα εισέβαλαν στη Θεσσαλία, ιταλικές δυνάμεις προωθήθηκαν στην Ήπειρο και κατέλαβαν τα Γιάννενα, ενώ ο στόλος υπό τον ύπατο αρμοστή των Συμμάχων C.C. Jonnart κατέλαβε τον Ισθμό. Ο Κωνσταντίνος παραιτήθηκε ορίζοντας διάδοχό του τον Αλέξανδρο και αναχώρησε με την οικογένειά του για το εξωτερικό. Η Ελλάδα, ως ενιαίο πλέον κράτος, κηρύσσει τον πόλεμο στις Κεντρικές Δυνάμεις στις 15 Ιουνίου 1917.
Ωστόσο, η συγκρότηση ενός αξιόμαχου ελληνικού στρατού που θα πολεμούσε στο πλευρό την Αντάντ δεν ήταν εύκολη υπόθεση. Η «Παλαιά Ελλάδα» (Νότια Ελλάδα) ήταν φιλοβασιλική στην πλειονότητά της, οι επεμβάσεις των Συμμάχων είχαν βιωθεί ως εθνική ταπείνωση και η ελληνική κοινωνία ήταν εν γένει εχθρική απέναντι στη συμμετοχή σ’ αυτόν τον πόλεμο που έμοιαζε τρομακτικός και «μεγάλος» για μια μικρή χώρα. Ο Βενιζέλος θα προχωρήσει σταδιακά στη γενική επιστράτευση μέχρι τον Μάρτιο 1918. Στάσεις, ομαδικές λιποταξίες, ακόμη και αυτομολίες εκδηλώνονται σε όλο αυτό το διάστημα. Τελικά τα ελληνικά στρατεύματα θα μετάσχουν μαζί με συμμαχικές δυνάμεις στις τελευταίες μάχες που θα γίνουν στο Μακεδονικό μέτωπο και θα οδηγήσουν στη συνθηκολόγηση της Βουλγαρίας.
Η στρατηγική του Βενιζέλου
Μόλις ξέσπασε ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, τον Αύγουστο του 1914, ο Βενιζέλος έσπευσε να προσφέρει τη συμμαχία της Ελλάδας στην Αντάντ. Εκείνη όμως απέκρουσε τότε την προσφορά, κυρίως για να μην προκαλέσει την Τουρκία και τη Βουλγαρία, που ήσαν ακόμη ουδέτερες. Ο Βενιζέλος, πάντως, δεν έπαψε να επιζητεί τη συμπαράταξη της Ελλάδας με τη Μεγάλη Βρετανία και τους συμμάχους της.
Τον Ιανουάριο του 1915, η Αγγλία εξ ονόματος της Αντάντ υποσχέθηκε στην Ελλάδα «σοβαρά ανταλλάγματα» στη Μικρά Ασία αν βοηθούσε τη Σερβία. Ο Βενιζέλος θεώρησε τότε απαραίτητη τη σύμπραξη της Ρουμανίας, αν όχι και της Βουλγαρίας, στην οποία ήταν μάλιστα διατεθειμένος να προσφέρει ως αντάλλαγμα την περιοχή της Καβάλας και της Δράμας. Αμέσως, όμως, η αρνητική απάντηση της Ρουμανίας και η οριστική πλέον πρόσδεση της Βουλγαρίας στις Κεντρικές Δυνάμεις ανάγκασαν τον Βενιζέλο να απαντήσει αρνητικά στην Αντάντ, εξαιτίας της βουλγαρικής απειλής.
Λίγο αργότερα, τον Φεβρουάριο του 1915, ο Βενιζέλος πρότεινε στον Κωνσταντίνο τη συμμετοχή της Ελλάδας στην επιχείρηση των Δαρδανελλίων. Χάρη σ’ αυτήν, η Ελλάδα όχι μόνο θα είχε λόγο στη ρύθμιση του ζητήματος της Κωνσταντινούπολης και των Στενών (με στόχο τη διεθνοποίησή τους), αλλά και θα αποκτούσε τις ήδη υπεσχημένες εδαφικές παραχωρήσεις στη Μικρά Ασία.
Ο Βενιζέλος δεν είχε την παραμικρή αμφιβολία ότι «οιαδήποτε και αν είναι η έκβασις του πολέμου ως προς την Ρωσίαν και την Γαλλίαν, η Αγγλία και μόνη μένουσα θα δυνηθή να επιβάλη τελειωτικώς τους όρους της ειρήνης» (ιδίως στην Ανατολή). Στην ύστατη έκκλησή του στον Κωνσταντίνο, επέμεινε: «Εάν σπεύσωμεν, τα Δαρδανέλλια θα πέσουν. Και αποτυγχάνοντες, όμως, εξασφαλίζομεν διά της Αγγλίας και Γαλλίας την Βόρειον Ήπειρον, την Κύπρον, την Μικρασίαν. […] Η Αγγλία θέλει την συνεργασίαν και το μεγάλωμα της Ελλάδος. Μας το έδειξε καθαρά. Μόνον διά της Αγγλίας θα κρατήσωμεν όσα έχομεν και θα επεκταθώμεν εκ νέου».
Διαφαίνεται εδώ ο σύνθετος χαρακτήρας των υπολογισμών του Βενιζέλου, χωρίς τις συνηθισμένες απλουστεύσεις του ίδιου και των επικριτών του. Δεν προεξοφλεί τη νίκη συνολικά της Αντάντ ούτε την επιτυχία της συγκεκριμένης επιχείρησης των Δαρδανελλίων. Διαχωρίζει την Αγγλία από τους συμμάχους της και υπολογίζει ότι ειδικά αυτή δεν θα ηττηθεί τελικά, οπότε θα έχει τον κύριο λόγο για τους όρους της ειρήνης στην «καθ’ ημάς» Ανατολή. Με άλλα λόγια, η πρόσδεση της Ελλάδας στην Αγγλία αποτελεί για τον Βενιζέλο την ασφαλέστερη μακροπρόθεσμη επένδυση.
Δικαιώνοντας τις προβλέψεις του, τον Οκτώβριο του 1915 η Μεγάλη Βρετανία πράγματι πρόσφερε την Κύπρο αμέσως και ανεξάρτητα από την τελική έκβαση του πολέμου, με μόνο αντάλλαγμα να εφαρμόσει η Ελλάδα τη συνθήκη συμμαχίας της με τη Σερβία, που εκείνη την ώρα δεχόταν τη συνδυασμένη επίθεση Βουλγάρων, Γερμανών και Αυστριακών. Δεν ήταν, όμως, πλέον ο Βενιζέλος στην κυβέρνηση. Στην ουσία κυβερνούσε ο Κωνσταντίνος. Έτσι χάθηκε η μοναδική (όπως αποδείχθηκε) ευκαιρία ένωσης της Κύπρου με την Ελλάδα.
Χάθηκε επίσης η καλύτερη ευκαιρία να εφαρμοστεί γενικά η πολιτική του Βενιζέλου. Η Ελλάδα και η συμμαχία της είχαν μέγιστη αξία αν έμπαινε στον πόλεμο ενωμένη, όπως ήλπιζε και ο ίδιος μέχρι τη δεύτερη παραίτησή του, τον Σεπτέμβριο του 1915. Ύστερα όμως, ο εθνικός διχασμός υπονόμευσε το αξιόμαχο της χώρας και την αξία της ως συμμάχου. Παρά τις προσπάθειες της Προσωρινής Κυβέρνησης και τον ηρωισμό του μικρού στρατού της από το 1916, παρά την επανένωση του κράτους το 1917, μόνο με πρωτοφανή σε σκληρότητα μέτρα (και αθρόες εκτελέσεις στασιαστών και λιποτακτών) κατάφερε τελικά η Ελλάδα να παρατάξει ανάλογη στρατιωτική δύναμη, μόλις τους τελευταίους μήνες του πολέμου. Συνέβαλε έτσι στη νίκη στο Μακεδονικό Μέτωπο, που οδήγησε στην τελική κατάρρευση των Κεντρικών Δυνάμεων και των συμμάχων τους.
Συμμετοχή της Ελλάδας στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος επιτηρεί το στράτευμα.
Μπόρεσε, λοιπόν, η Ελλάδα να συμμετάσχει στη Συνδιάσκεψη της Ειρήνης ως νικήτρια χώρα και να παρουσιάσει δικαιωματικά τις εδαφικές διεκδικήσεις της. Ωστόσο, ο Βενιζέλος θεώρησε αναγκαίο να συμπληρώσει την καθυστερημένη συμβολή και τις περιορισμένες θυσίες της χώρας του συνεισφέροντας ελληνικό εκστρατευτικό σώμα στην επέμβαση της Αντάντ εναντίον των μπολσεβίκων στην Ουκρανία.
Οι αποφάσεις του 1919-20
Η χώρα αναδύθηκε τελικά από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ως η Μεγάλη Ελλάδα «των δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών» χάρη στη Συνθήκη των Σεβρών, που ήταν τυπικά η συνθήκη ειρήνης με την ηττημένη Οθωμανική Αυτοκρατορία. Αλλά δεν έληξε τότε η ανάγκη συμμάχων. Αντίθετα μάλιστα. Από τη στιγμή της απόβασης ελληνικού στρατού στη Σμύρνη, τον Μάιο του 1919, ο Βενιζέλος μπορούσε βάσιμα να υπολογίζει ότι η Ελλάδα δεν θα αντιμετώπιζε ποτέ μόνη της ενδεχόμενη αντίσταση εκ μέρους των Τούρκων, αλλά μόνο σε σύμπραξη με τις νικήτριες Μεγάλες Δυνάμεις και, ιδίως, σε σύμπραξη με τη Μεγάλη Αρμενία που επρόκειτο να δημιουργηθεί.
Είναι χρήσιμη εδώ μια σύγκριση με την περίπτωση της Γερμανίας. Όπως ακριβώς και με τη Γερμανία, τα σχέδια των νικητών του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου περιλάμβαναν τη διαρκή εξουδετέρωση της Τουρκίας ως στρατιωτικής απειλής που θα μπορούσε στο μέλλον να ανατρέψει τους όρους της συνθήκης ειρήνης.
Πέρα από τους γνωστούς περιορισμούς που επιβλήθηκαν από τη Συνθήκη των Βερσαλλιών στον αριθμό και τον εξοπλισμό των δικών της ενόπλων δυνάμεων, η Γερμανία θα παρέμενε μόνιμα περικυκλωμένη από μια ακαταμάχητη συμμαχία τεσσάρων κρατών με επικεφαλής τη Γαλλία. Στο πλευρό της Γαλλίας, τον σιδερένιο κλοιό συμπλήρωναν η Πολωνία, η Τσεχοσλοβακία και το Βέλγιο. Και οι τρεις χώρες συνδύαζαν δύο καίρια χαρακτηριστικά: ιστορική έχθρα απέναντι στη Γερμανία και αξιόλογη στρατιωτική ισχύ (περιλαμβανομένης και πολεμικής βιομηχανίας).
Τον ίδιο ακριβώς ρόλο στην περίπτωση της Τουρκίας επρόκειτο να παίξουν δύο κράτη με ανάλογα χαρακτηριστικά: η μεγαλωμένη Ελλάδα από τα δυτικά και η νεοσύστατη μεγάλη Αρμενία από τα ανατολικά. Η κοινή έχθρα απέναντι στους Τούρκους και η ζωτική ανάγκη διαφύλαξης των κεκτημένων αποτελούσαν την καλύτερη εγγύηση μελλοντικής τους συνεργασίας. Γι’ αυτό, άλλωστε, ο Βενιζέλος συνιστούσε στους Έλληνες του Πόντου να ενταχθούν στην Αρμενία, αφού η Ελλάδα ήταν μακριά και αδυνατούσε να ενσωματώσει την περιοχή τους.
Επιπλέον, πέρα από τη συνδυασμένη πολεμική ισχύ Ελλάδας και Αρμενίας, υπήρχε και η προοπτική στρατιωτικής παρουσίας σε περιοχές της Μικράς Ασίας από δύο τουλάχιστον Μεγάλες Δυνάμεις (Γαλλία και Ιταλία). Τέλος, όπως και στην Κεντρική Ευρώπη, τη μονιμότητα όλων των ρυθμίσεων επρόκειτο να εξασφαλίζει η νεοπαγής Κοινωνία των Εθνών (ΚτΕ), με υπέρτατη εγγύηση τη συντριπτική ισχύ των ΗΠΑ.
Ο Βενιζέλος δεν υπήρξε ούτε λιγότερο διορατικός ούτε περισσότερο απερίσκεπτος από όλους τους άλλους πολιτικούς που συνδιαμόρφωσαν μια νέα τάξη πραγμάτων σε βάρος των ηττημένων του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, πιστεύοντας ότι αυτή θα έχει διάρκεια και αντοχή. Ποιος μπορούσε τάχα να προβλέψει τον Ιούνιο του 1919, όταν υπογραφόταν η Συνθήκη των Βερσαλλιών, τη σωματική και ψυχική κατάρρευση του Αμερικανού προέδρου Ουίλσον μετά από μόλις λίγους μήνες και τη συνακόλουθη αποτυχία του να εξασφαλίσει την έγκριση της Συνθήκης από τη Γερουσία με την απαιτούμενη πλειοψηφία (2/3 των παρόντων);
Η αποτυχία αυτή σήμανε την αναπάντεχη επιστροφή των ΗΠΑ στον απομονωτισμό και στέρησε τα κατεξοχήν δημιουργήματα του Ουίλσον από το ισχυρότερο έρεισμά τους. Ανάμεσά τους η ΚτΕ αλλά και η Αρμενία, που αφέθηκε σχεδόν αβοήθητη να διαμελιστεί μεταξύ Τουρκίας και Σοβιετικής Ρωσίας, ελάχιστους μήνες μετά τη δημιουργία της στο χαρτί της Συνθήκης των Σεβρών. Ετσι όμως έλειψε και η φυσική σύμμαχος της Ελλάδας, τερματίζοντας την περικύκλωση της Τουρκίας.
Ο Βενιζέλος ασφαλώς δεν μπορούσε να προβλέψει τόσο ραγδαίες ανατροπές.
Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ
Από το όνειρο στην μεγαλύτερη καταστροφή
Ο Βενιζέλος στο Συνέδριο της Ειρήνης, αρχικά, μπορεί να έθεσε ως διεκδικήσεις της χώρας, εκτός από την Δυτική Μικρά Ασία, σε μια γραμμή από τη Πάνορμο μέχρι τις ακτές απέναντι από το Καστελλόριζο, την Βόρεια Ήπειρο, την Θράκη και τα Δωδεκάνησα. Ήταν όμως ολοφάνερο ότι το βλέμμα του ήταν σταθερά στραμμένο προς την Ιωνία. Είναι επίσης φανερό πως εκείνες τις ώρες δεν τον απασχόλησαν οι στρατηγικές εκείνες αδυναμίες του εγχειρήματος, όπως αυτές είχαν διατυπωθεί λίγα χρόνια προηγουμένως από τον Ιωάννη Μεταξά. Αλλά και γιατί να τον απασχολούσαν μπροστά σε μια τέτοια μοναδική ευκαιρία; Τι θα μπορούσε να πάει λάθος;
Οι Σύμμαχοι ετοιμάζονταν να διαλύσουν την Οθωμανική Αυτοκρατορία εις τα εξ ων συνετέθη. Το κράτος που θα δημιουργείτο για να στεγάσει τους Τούρκους θα ήταν μικρό εδαφικά και πληθυσμιακά, κάπου στο κέντρο της Μικράς Ασίας. Θα γινόταν δηλαδή, περίπου ότι και με την αυτοκρατορία των Αψβούργων. Κανείς δεν ήταν σε θέση να υπολογίσει το τι θα ακολουθούσε, και μάλιστα την συνολική σχεδόν ανατροπή αυτού που θα υπογραφόταν τον Αύγουστο του 1920, τη Συνθήκη των Σεβρών.
Στις συνομιλίες του Συνεδρίου των Παρισίων – ξεκίνησαν στα μέσα Ιανουάριου του 1919 – φάνηκε γρήγορα ότι η συνομολόγηση της εν λόγω Συνθήκης δεν θα ήταν εύκολη υπόθεση. Οι ενδιαφερόμενοι – Άγγλοι, Γάλλοι, Ιταλοί – άρχισαν να υποβλέπουν καχύποπτα το τι θα εγκολπωνόταν ο «άλλος». Στην ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολή τα συμφέροντα ήταν πολλά και φυσικά αλληλοσυγκρουόμενα, παρ’ όλο ότι η Γερμανία και η Σοβιετική Ένωση είχαν αποκλεισθεί από την περιοχή. Αφορούσαν πρώτιστα Άγγλους και Γάλλους, αλλά και νέους αναδυόμενους τοπικούς παίκτες.
Δεν είχε υπερισχύσει καθολικά η Βρετανία, ώστε η ευρύτερη περιοχή, ως δική της σφαίρα επιρροής, να είχε «δικαιωματικά» τον πρώτο λόγο για το τι δέον γενέσθαι. Ό,τι δηλαδή, τηρουμένων των αναλογιών, συνέβηκε με τη Γαλλία σε σχέση με την ηττημένη Γερμανία. Μια πλήρης βρετανική επικράτηση στη Μέση Ανατολή θα είχε πολύ πιθανόν διαφορετικά αποτελέσματα για τον Ελληνισμό. Έτσι τελικά αναδύθηκε πολύ γρήγορα ένας σιωπηλός ενδοσυμμαχικός ανταγωνισμός, ο οποίος προϊόντος του χρόνου αυξανόταν για να φτάσει στο αποκορύφωμα του με την Συμμαχία των Γάλλων και του Κεμάλ τον Νοέμβριο του 1921.
Πριν όμως από την γαλλο-κεμαλική συμφωνία και ειρήνευση υπήρξε και η ανάμειξη του Λένιν και των μπολσεβίκων, τον Μάρτιο του 1921, ο οποίος ήταν ο πρώτος όσο και ο πιο γενναιόδωρος αρωγός του Κεμάλ, σε χρήματα και στρατιωτικό υλικό. Μια εξέλιξη η οποία ήταν επίσης αδιανόητη τον Μάιο του 1919 όταν η Ελλάδα αποβίβαζε στρατεύματα στην Σμύρνη. Να σημειωθεί ότι και οι Γάλλοι υποχωρώντας από την Κιλικία, ωφέλησαν διπλά τον Κεμάλ, μιας και ο τελευταίος μπορούσε να εξοικονομήσει δυνάμεις και να τις στρέψει εναντίων των Ελλήνων στα δυτικά, ενώ του παρέδωσαν και πλούσιο πολεμικό υλικό.
Θύμα του εξελισσόμενου ενδοσυμμαχικού ανταγωνισμού υπήρξε και η ίδια η «εντολή» στην Ελλάδα να αποβιβάσει στρατεύματα και να αναλάβει την διοίκηση της περιοχής της Σμύρνης. Αυτό έγινε απρογραμμάτιστα, «κρυφά» από τους Ιταλούς που επίσης τους ενδιέφερε η περιοχή, παρ’ όλο ότι σε αυτή δεν είχαν κανένα πληθυσμιακό έρεισμα. Η «εντολή» δεν περιείχε ξεκάθαρους όρους ως προς την ελληνική δικαιοδοσία. Λίγο μετά την μεταφορά τους στην Σμύρνη οι ελληνικές δυνάμεις, ξεκίνησαν γρήγορα να επιχειρούν σε μικρές και μεγάλες αποστάσεις, προκειμένου να προστατέψουν το ελληνικό στοιχείο εις βάρος του οποίου είχαν ξεκινήσει διώξεις και λεηλασίες από άτακτα και όχι μόνο σώματα.
Θύμα όμως, και αυτό ήταν το πραγματικά ζημιογόνο, ήταν οι απαγορεύσεις στον ελληνικό στρατό να δράσει ελεύθερα, αρχικά ακόμα και μέσα στην ίδια τη ζώνη η οποία προβλεπόταν να επιδικαστεί στην Ελλάδα. Και αυτό αφού η τελευταία εκλαμβανόταν ως το «μακρύ χέρι» της Μεγάλης Βρετανίας. Παρά τα επίμονα αιτήματα από ελληνικής πλευράς, τον Μάρτιο του 1920 επιτράπηκε στις ελληνικές δυνάμεις να καταδιώκουν τον εχθρό εκτός της ζώνης της Σμύρνης, αλλά μόνο σε έκταση όχι πέραν των τριών χιλιομέτρων, και μετά το πέρας της επιχείρησης να επανέρχονται εντός της ζώνης. Επρόκειτο για δώρο άδωρο. Έτσι η Ελλάδα στερήθηκε την ελευθερία να δράσει γρήγορα και κατασταλτικά κατά του υπό ανάδυση κεμαλικού κινήματος, το οποίο ενδεχομένως να εξουδετέρωνε εν τη γενέσει του. Όσο περνούσε ο χρόνος το πρόβλημα γινόταν οξύτερο, αφού ο εχθρός οργανωνόταν και αύξανε τη δύναμη του, αυξάνοντας παράλληλα τους κινδύνους και τα κτυπήματα στους εκτός της ζώνης της Σμύρνης Χριστιανούς.
Τελικά επιτράπηκε η ελευθερία κινήσεων τον Ιούνιο του 1920, όταν οι λιγοστές βρετανικές δυνάμεις στα Στενά δέχθηκαν επίθεση και ο Βρετανός πρωθυπουργός ζήτησε τη βοήθεια του Βενιζέλου. Διαφορετικά ήταν άγνωστο το τι θα συνέβαινε. Είναι πιθανόν οι Τούρκοι να έπαιρνα εκείνοι την πρωτοβουλία και να επιτεθούν οργανωμένα κατά του ελληνικού στρατού. Η αίτηση βοήθειας από τους Άγγλους σήμανε και την αποδέσμευση της Στρατιάς της Μικράς Ασίας να δράσει με πλήρη ελευθερία κινήσεων για την πλήρη καθυπόταξη του Κεμάλ.
Οι ελληνικές δυνάμεις, οι οποίες ήταν ήδη έτοιμες από τους προηγούμενους μήνες όταν ο Βενιζέλος ζητούσε την άδεια για επίθεση, προέλασαν γρήγορα βόρεια και βορειανατολικά, με μικρές μόνο απώλειες. Το αποτέλεσμα ήταν το υπό ελληνική κατοχή έδαφος στη Μικρά Ασία να τριπλασιαστεί. Με τη σύμφωνη γνώμη των Συμμάχων, η Ελλάδα κατέλαβε σχεδόν χωρίς αντίσταση και την Ανατολική Θράκη, φτάνοντας λίγο έξω από την Κωνσταντινούπολή. Παρά το νικηφόρο όμως χαρακτήρα των επιχειρήσεων η καθυπόταξη του Κεμάλ δεν επετεύχθη. Όπως δεν επετεύχθη ούτε στις επόμενες επιχειρήσεις, υπό την εξουσία των βασιλικών.
Συγκεκριμένα η επίθεση την Άνοιξη του 1921 απέτυχε, ενώ η μεγάλη επίθεση του Καλοκαιριού του ιδίου έτους, παρά το νικηφόρο της χαρακτήρα, δεν κατάφερε να καταστρέψει τον κύριο όγκο των κεμαλικών δυνάμεων. Ο Κεμάλ εκμεταλλευόμενος το εδαφικό βάθος της Μικράς Ασίας αποσυρόταν εγκαίρως ανατολικότερα διασώζοντας το μεγάλο μέρος των δυνάμεων του.
Η αντιπαράθεση των Συμμάχων, ειδικά μετά την απομάκρυνση του Κλεμανσώ, εκ των πραγμάτων ατονούσε τη βούληση τους να επιβάλλουν τα σχεδιαζόμενα – και από τον Αύγουστο του 1920 – τα προβλεπόμενα από τη Συνθήκη των Σεβρών. Η Συνθήκη υπονομευόταν πολύ πριν καν υπογραφεί. Δεν ήταν τυχαίο που υπογράφηκε τελευταία από όσες «σφράγισαν» το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου – συνθήκες Βερσαλλιών, Αγίου Γερμανού, Νεϊγύ και Τριανόν. Ούτε ότι ήταν και η πρώτη που αντικαταστάθηκε μόλις δυόμιση περίπου χρόνια μετά, από τη Συνθήκη της Λωζάνης. Η οποία, κατά ιστορική ειρωνεία, είναι και η μόνη από εκείνες τις Συνθήκες που εξακολουθεί και υφίσταται μέχρι σήμερα.
To χάσιμο της εξουσίας από τον Βενιζέλο στις διαβόητες εκλογές του Νοεμβρίου 1920 αποτελεί άλλο ένα κομβικό σημείο, μειωτικό της ελληνικής ισχύος στον διαγραφόμενο ελληνικό εγκλωβισμό. Με την ανάληψη της εξουσίας οι βασιλικοί ζήτησαν αμέσως διαπραγματεύσεις με τους Τούρκους για ειρηνικό διακανονισμό του «ζητήματος». Και αυτό όχι τόσο επειδή είχαν υποσχεθεί προεκλογικά «την επιστροφή των παιδιών μας πίσω», όσο της συνειδητοποίησης ότι η νίκη επί του Κεμάλ δεν ήταν πλέον καθόλου εύκολη υπόθεση. Στην προσπάθεια ειρήνευσης που ακολούθησε στο Λονδίνο, αρχές του 1921, οι Τούρκοι ούτε λίγο ούτε πολύ ζήτησαν την πλήρη απόσυρση της Ελλάδας από την Μικρά Ασία. Η αποτυχία των διαπραγματευτικών προσπαθειών οδήγησε την ελληνική πλευρά σε νέες πολεμικές επιχειρήσεις την Άνοιξη όπως αναφέρθηκε, οι οποίες κακοσχεδιασμένες και πρόχειρες απέτυχαν.
Το Καλοκαίρι επαναλήφθηκαν, καλύτερα προετοιμασμένες και ενώ στο μεταξύ είχαν καταταγεί και άλλες κλάσεις. Οι επιχειρήσεις αυτές ήσαν οι μεγαλύτερες από ελληνικής πλευράς κατά την διάρκεια του πολέμου. Απέφεραν σημαντικά πλήγματα κατά του εχθρού και πέτυχαν την κατάληψη των σημαντικών στρατηγικά πόλεων Εσκί Σεχίρ, Κιουτάχειας και Αφιόν Καραχισάρ. Πλην όμως ο Κεμάλ και μεγάλο μέρος του στρατού του διέφυγε της καταστροφής και υποχώρησε προς την Άγκυρα, οργανώνοντας νέες γραμμές άμυνας.
Η ελληνική ηγεσία βρέθηκε μπροστά στο μεγάλο δίλημμα: να συνεχίσει την προέλαση προς την πρωτεύουσα του εχθρού, προκειμένου να επιχειρήσει το τελικό κτύπημα ή όχι. Ως γνωστό αποφασίστηκε η συνέχιση της εκστρατεία προς την Άγκυρα, ως της ύστατης προσπάθειας να ηττηθεί ο Κεμάλ. Το πλήγμα από την αποτυχία της ήταν μεγάλο, τόσο σε απώλειες όσο και από άποψη ηθικού.
Η τύχη της εκστρατείας όμως δεν ήταν προδιαγεγραμμένη. Ασφαλώς δεν ήταν εύκολη αλλά ούτε ανέφικτη η επιτυχία της. Η αποτυχία της όμως σφράγισε πλέον την εξάντληση της ελληνικής πλευράς, η οποία δεν ήταν μόνο στρατιωτική, αλλά διπλωματική, οικονομική, ηθική. Αν ήταν μόνο στρατιωτική, και αν οφειλόταν στην αποτυχία της εν λόγω εκστρατείας, θα μπορούσε να αποκατασταθεί αφού για ένα ολόκληρο χρόνο στην συνέχεια, μέχρι τον Αύγουστο του ’22, δεν υπήρξαν εχθροπραξίες. Το χρονικό αυτό περιθώριο επέτρεπε στις ελληνικές δυνάμεις να «αναρρώσουν».
Πλην όμως ο Κεμάλ δεν μπορούσε πλέον ηττηθεί από τις ελληνικές δυνάμεις και μόνο. Έτσι είχαμε ένα στρατό από τον οποίο είχε διαγραφεί η προοπτική της νίκης. Μετά και από τις επιχειρήσεις του Καλοκαιριού του 1921 το κατεχόμενο έδαφος είχε πενταπλασιαστεί. Η επιτήρηση του, οι συγκοινωνίες, ο εφοδιασμός έγιναν πολύ πιο δύσκολα. Η μόνη πολιτική λύση που μπορούσε να υλοποιηθεί ήταν η πλήρης αναδίπλωση και αποχώρηση από την Μικρασία. Ήταν και το μόνο που δεχόταν ο Κεμάλ, με ότι αυτό θα συνεπαγόταν για τους γηγενής Έλληνες, είτε άμεσα είτε μακροπρόθεσμα.
Η ελληνική πλευρά για ένα ολόκληρο χρόνο, από τον Αύγουστο του ’21 μέχρι τον μοιραίο του ’22, βρισκόταν παραλυμένη. Δεν ήταν σε θέση να αναλάβει κανενός είδους πρωτοβουλία, ενώ ήδη, εδώ και καιρό δεν είχε να περιμένει τίποτα από τους Συμμάχους. Οι τελευταίοι, ανάμεσα τους και η Βρετανία πλέον, προέκριναν την αποχώρηση της.
Παρ’ όλα αυτά υπήρχε μια και μοναδική επιλογή, δύσκολη αλλά ρεαλιστική. Οι ελληνικές δυνάμεις να συμπτύσσονταν στην ζώνη της Σμύρνης, στο έδαφος δηλαδή που επιδικάστηκε στην Ελλάδα από τη Συνθήκη των Σεβρών. Το γεγονός ότι σε αυτή την επιλογή συμφωνούσε τόσο ο Βενιζέλος όσο και ο Μεταξάς είναι ενδεικτικό. Πλην όμως και οι δύο ήταν στο περιθώριο. Κάτι τέτοιο απαιτούσε τόλμη και αυτοπεποίθηση τα οποία απουσίαζαν. Η προοπτική αυτή θα ανακούφιζε πολλαπλά την ελληνική πλευρά, και οπωσδήποτε η άμυνα απέναντι στους Τούρκους θα ήταν πολύ πιο ισχυρή. Μια τέτοια εξέλιξη θα λειτουργούσε συσπειρωτικά και εμψυχωτικά για όλο το έθνος, αφού το στοίχημα να κρατηθεί η περιοχή θα έμενε ανοικτό. Το μεγάλο μειονέκτημα ήταν ότι ο υπόλοιπος μικρασιατικός Ελληνισμός θα χανόταν είτε δια σφαγών είτε δια προσφυγοποίησης.
Αν θέλαμε να απαριθμήσουμε συνοπτικά τα λάθη των βασιλικών από την στιγμή που ανέλαβαν την εξουσία και μετά, και τα οποία έγιναν εν γνώση τους ότι θα προκαλούσαν ζημία, σίγουρα ένα από αυτά ήταν επαναφορά του βασιλιά του Κωνσταντίνου. Μια επαναφορά η οποία έδωσε την ευκαιρία στους Γάλλους να ταχθούν ανοικτά πλέον εναντίον της Συνθήκης των Σεβρών και να ζητούν την αναθεώρηση της. Ενός Κωνσταντίνου, κατά τα άλλα ασθενούντος, και ο οποίος δεν είχε κανένα ρόλο να παίξει πλέον, παρά μόνο να εξυπηρετήσει την μικροπολιτική των κυβερνώντων.
Το σημαντικότερο όμως ήταν η αποστράτευση ή ο παροπλισμός εκατοντάδων ανώτερων και ανώτατων αξιωματικών ως «βενιζελικών», ικανών και εμπειροπόλεμων. Την θέση τους πήραν σωρεία απόστρατων, ανάμεσα τους και αποδεδειγμένα ανίκανων ή ακατάλληλων. Το κορυφαίο όσο και τραγικό παράδειγμα αποτέλεσε ο τελευταίος αρχηγός της Στρατιάς της Μικράς Ασίας, ο Γεώργιος Χατζανέστης. Ασφαλώς οι διχογνωμίες και οι διαφορές στο εσωτερικό του φιλοβασιλικού συνασπισμού έπαιξαν το δικό τους ρόλο, όσο και η μη πρόσκληση του Βενιζέλου να βοηθήσει διπλωματικά.
Γεώργιος Χατζανέστης
( συνεχίζεται…)
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ (ενδεικτική)
1.A. Livesey, Great Battles of World War I, New York (Macmillan General Reference), 1989 (ελλ. έκδοση: Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος, μτφρ. & επιμ. Δ. Γεδεών, Αθήνα (Σαββάλας), 2005)
2.Γ. Θ. Μαυρογορδάτος, 1915, Ο Εθνικός Διχασμός, Αθήνα (Πατάκης), 2015
J. Joll, Η Ευρώπη 1870-1970, Θεσσαλονίκη, 2006, Βάνιας Σειρά ιστώρ.
3.E. Burns, Ευρωπαϊκη ιστορια – ο δυτικός πολιτισμός, Θεσσαλονίκη, 2006, Επίκεντρο.
4.Ζ. Τσιρπανλης, Η Ευρώπη και ο κόσμος 1814-1914, Θεσσαλονίκη, 1993, Βάνιας.
5.A. Livesey, Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος, 2005.
Βλέπε και προηγούμενο άρθρο