…Η Σίου δεν ήταν πουτανάκι …απλά της άρεσε το σεξ…άλλωστε η εποχή της δεν το απαγόρευε…
Άλλα απαγόρευε…τις συγκεντρώσεις, τις παρέες που μιλούσαν για πολιτικά, τις συζητήσεις για τη “Χούντα”. Ο μπάτσος της , τής έλεγε πως δεν είναι “Χούντα” αλλά Επανάστασις κι αυτή , στη Σχολή , θα πρέπει να προσέχει με ποιους κάνει παρέα για να μην τον εκθέσει στους συναδέλφους του ποτέ. Μην τυχόν και την πιάσουν σε καμιά συγκέντρωση!
“Όλες αυτές είναι πουτάνες”, της έλεγε , κι εκείνη τον κοιτούσε μ’ ένα βοϊδίσιο βλέμμα όλο απορία γιατί δεν καταλάβαινε πώς μια κοπέλα που φώναζε “Κάτω η Χούντα” γινόταν πουτάνα!
Με κάτι τέτοιες απορίες έσπαγε το κεφάλι της η Αναστασία Οικονόμου, Σίου εκείνο τον καιρό, φοιτήτρια της Νομικής Σχολής Αθηνών, δευτεροετής παρακαλώ. Μια καθαρά αστή, από αστική οικογένεια της εποχής, όχι συντηρητική σε ιδέες και απόψεις ούτε καν στα πολιτικά. Η Σίου είχε επιλέξει τα Νομικά για να ακολουθήσει κι αυτή το επάγγελμα του μπαμπά της, αφού ήθελε τόσο πολύ να σπουδάσει και να εργαστεί!
Αναρωτιόταν πως έμπλεξε μ’ αυτόν τον αγριάνθρωπο, τον οποίο σαφώς και δεν είχε γνωρίσει στους δικούς της βρίσκοντας διάφορες φτηνές δικαιολογίες κατά καιρούς. Όμως της πρόσφερε αυτό που ήθελε εκείνη την περίοδο και δε σκοτιζόταν για κάτι άλλο μέχρι που άρχισε να της μιλά για την «Επανάστασι» και για τους «αναρχικούς» φοιτητές και τη συμπεριφορά της μη τυχόν και εκτεθεί αυτός και δώσ’ του μην εκτεθεί, μέχρι που μια μέρα η Σίου τον ρώτησε τσαντισμένη: -«είμαστε παντρεμένοι ή αρραβωνιασμένοι και δεν το ξέρω; Μήπως είσαι ο μπαμπάς μου ή ο αδελφός μου; Από πού κι ως πού θα εκτεθείς εσύ;» Αυτός αγρίεψε αλλά δεν είπε τίποτε παρά μόνο πως πρέπει να προσέχει τις παρέες της γιατί «η Ελλάς θα αλλάξει, ό,τι κι αν λένε αυτά τα σκουλήκια!»
Από τη μέρα εκείνη η Σίου τον κοιτούσε περίεργα και σκεφτόταν πως μπορεί να είναι βλαμμένος για να μιλάει έτσι, αφού ένας άντρας στα τριάντα σχεδόν χρόνια του δεν είναι δυνατόν να μιλάει σαν τον Παπαδόπουλο!
Λίγο πριν μπει το 1973 η Σίου βρισκόταν με τον Ηλία Μανιατάκο.. όνομα και πράγμα, αστυνομικός με καριέρα στα σκαριά, πράγμα βέβαια που η Σίου Οικονόμου αγνοούσε, Μανιάτης στην καταγωγή, συντηρητικός στις πεποιθήσεις και τώρα υποστηρικτής της «Επαναστάσεως».
…………………………………………………………………………………….
(…)
Η Σίου το τελευταίο καιρό ήταν ανήσυχη. Ο μπάτσος την εκνεύριζε υπερβολικά, ήθελε να τον ξαποστείλει μα φοβόταν μη τυχόν της δημιουργούσε προβλήματα. Ήδη είχε αρχίσει να τον αποφεύγει συστηματικά κι αυτός γινόταν πιεστικός, τη ρωτούσε μήπως έμπλεξε με κανέναν από δαύτους τους αναρχικούς συμφοιτητές της κι εκείνη απαντούσε περιπαιχτικά πως μετά απ’ αυτόν τα παιδαρέλια τι να τα κάνει;
-«απλά, είμαι κουρασμένη κι έχω διάβασμα! Ύστερα δε σε παντρεύτηκα κιόλας! Θέλω να είμαι με τις φίλες μου έξω, δεν έχω πάρε – δώσε με δαύτους εγώ! Δεν τολμούσε να του πει βέβαια πως στη Σχολή είχε θέματα πριν λίγο καιρό και πως η Μαρίνα είχε μιλήσει πρώτα στον Δημήτρη και μετά στους άλλους για τη Σίου! Η Σίου δεν είναι πουτανάκι, είχε πει κατά λέξη η Μαρίνα, ήταν καλό παιδί αλλά, άσχετο με τα πολιτικά και κατά λάθος μπλεγμένη μ’ αυτόν… Αυτός..μέχρι κι η Σίου κόντευε να ξεχάσει πως τον έλεγαν! Αυτή τον φώναζε ‘ο μπάτσος’ και οι άλλοι όλοι ‘το κάθαρμα’ ή ‘ο άλλος’… Κανείς δεν ήξερε πως τον έλεγαν.
Κάτι φορές η Σίου αναρωτιόταν αν ένιωθε κάτι, αν ήταν ερωτευμένη, αν τον αγαπούσε και τότε έτρεχε στο μπάνιο και ξερνοβόλαγε μέχρι ν’ αδειάσει ακόμη και το ίδιο το στομάχι της.
Την τελευταία φορά που της ζήτησε να βρεθούν για καφέ της πρότεινε να πάνε στα Εξάρχεια. Η Σίου κιτρίνισε, ήξερε πως εκεί πήγαιναν οι συμφοιτητές της κι αυτός είχε κάποιο λόγο που το έκανε αυτό. Δεν ήξερε αν μπορούσε να ειδοποιήσει τη Μαρίνα ή τον Δημήτρη.. Της είπε να περάσει να την πάρει από το διαμέρισμά της κι αυτή προφασίστηκε πως θα ήταν εκεί η μητέρα της!
-«Ντρέπεσαι για μένα;» τη ρώτησε άγρια.
-«Όχι βέβαια, είπε εκείνη, αλλά η μητέρα μου και ο πατέρας μου δεν έχουν στο μυαλό τους να με παντρολογήσουν! Θέλουν να σπουδάσω και να κάνω αυτά που ονειρεύομαι.» του είπε όσο πιο ήρεμα μπορούσε.
-«Γυναίκες..Τι να κάνεις τις σπουδές; Δεν θα παντρευτείς να κάνεις οικογένεια; Να κάνεις σπίτι δικό σου;» ρώτησε θυμωμένος.
-«Όταν έρθει η ώρα ναι!» απάντησε η Σίου, βέβαιη πως οικογενειακώς τον είχαν, ευτυχώς, απογοητεύσει.
…………………………………………………………………………………..
(…)
“Τριάντα οκτώ χρόνια μετά η Αναστασία Οικονόμου χαϊδεύει τα κάγκελα στο δρόμο της οδού Στουρνάρη και περιμένει..περιμένει τον άντρα της, Δημήτρη Αλεξόπουλο.. καθηγητή Δομικών υλικών στο τμήμα Πολιτικών μηχανικών του ΕΜΠ… Απόψε άλλη μια φορά η Σύγκλητος συνεδριάζει κι η Αναστασία ξέρει πολύ καλά τι θα κάνει ο Δημήτρης όταν κάποιοι θα μιλούν για φύλαξη του χώρου. Θα σηκωθεί απ’ την καρέκλα του με το τσιγάρο στα χέρια, θα τους κοιτάξει και θα ξαναπεί : “είστε μαλάκες τέλος πάντων!” Μετά θα βγει έξω θα περάσει απ’ τις παρέες που τραγουδούν και μιλάνε, αδιαφορώντας για τις μεταξύ τους ασυμφωνίες, θα χαϊδέψει τα κεφάλια μερικών και θα έρθει να την πάρει απ’ το χέρι να περπατήσουν…Όχι όπως τότε, τότε δεν περπατούσαν, η Αναστασία χάνεται πάλι στις σκέψεις της… μέχρι που ακούει τη φωνή του “Σίου..πάμε… οι άνθρωποι είναι τελείως μαλάκες, τίποτα δεν άλλαξε από τότε, τίποτε δεν θ’ αλλάξει… Εμείς θα πορευόμαστε γυρεύοντας ακόμη να αλλάξουμε τον κόσμο. Αυτοί θα είναι ίδιοι.”
Πρώτη φορά ο Δημήτρης μιλάει τόσο πολύ ένα τέτοιο βράδυ κι αυτή σωπαίνει. Τον κοιτάζει με την ίδια πάντα αμηχανία. Μπορεί να κέρδισε και να κερδίσει ακόμη πολλές δίκες, μπροστά στον Δημήτρη όμως σωπαίνει. Έχει ανάγκη να σωπαίνει. “Ψήφισαν κατάλυση του ασύλου”, της λέει με φωνή ήρεμη αλλά οργισμένη. “Στο εξής, να θυμάσαι, ψηφίζεται κατάλυση της ζωής μας!” “Κι εσύ; Εσύ τι είπες” ρωτάει εκείνη για πρώτη φορά μέσα σε τόση σιωπή.”Εγώ.. Τα γνωστά.. Πρότεινα να μείνουμε εμείς εδώ και να περιφρουρήσουμε το κτήριο μα ποιος κάθεται να ακούσει; Ποιος ξεβολεύεται; Κανείς! Σίου…Όλα αλλάζουν εδώ και καιρό προς το χειρότερο, το βλέπουμε, το ζούμε, αυτό ήταν το λιγότερο. Πάμε να φύγουμε. Δεν θέλω να μείνω άλλο εδώ… Δεν θέλω να βλέπω.”
Η Σίου του έδωσε το χέρι της και περπατώντας έστριψαν στη Μπουμπουλίνας, εκεί βρισκόταν η γνωστή παρέα…μια διμμοιρία ΜΑΤ και περίμενε ποια αταξία θα κληθεί να ‘τακτοποιήσει’. Το ζευγάρι κοίταξε φευγαλέα…ποιος ξέρει, ίσως να έκαναν κι οι δυο την ίδια σκέψη. Η Σίου όμως για ένα περίεργο ίσως παράδοξο λόγο απόψε ένιωθε λυτρωμένη.
Η Σίου; σκέφτηκε η Αναστασία..ναι, γιατί όχι. Τώρα μπορούσε κι αυτή. “