Στα μισά του 18ου αιώνα και στις αρχές του 19ου (1750-1821) διαμορφώνεται στον Ελλαδικό χώρο μια πνευματική κίνηση, ο Νεοελληνικός Διαφωτισμός, μέσα στα πλαίσια της Ευρωπαϊκής παιδείας, με αντικειμενικό σκοπό την καλλιέργεια της εθνικής συνείδησης που θα οδηγήσει στην εθνική αποκατάσταση.
Το φαινόμενο αυτό παρουσιάζεται στην Ελλάδα με σχετική καθυστέρηση, σε σύγκριση προς τις χώρες της Δυτικής Ευρώπης.
Ο όρος Διαφωτισμός αποτελεί νεολογισμό που εισήχθη στην ελληνική γλώσσα στα μέσα του 19ου αι. κατά αναλογία με τους αντίστοιχους όρους από τα αγγλικά, τα γερμανικά, και τα ιταλικά (Enlightenment, Aufklärung, Illuminismo). (Κ.Θ Δημαράς, 1993).
Φυσικό είναι ο Νεοελληνικός Διαφωτισμός να ξεκίνησε σε περιοχές στις οποίες ακμάζει το ελληνικό στοιχείο σε διάφορους τομείς δραστηριότητας. Τα υπάρχοντα μέσα εκπαίδευσης, δηλαδή οι σχολές, οι ακαδημίες και τα ελληνικά τυπογραφεία, βοήθησαν τις διαδικασίες της αφομοίωσης και ενδεχομένως της μετάλλαξης των ιδεών. Στις ίδιες περιοχές υπήρχε οικονομική ανάπτυξη, με αποτέλεσμα να γνωρίσει ιδιαίτερη άνθηση η παιδεία. Οι Έλληνες έμποροι και λόγιοι ήλθαν σε επαφή με το ευρωπαϊκό πνεύμα και μεταφράστηκαν σε σύντομο χρονικό διάστημα στην Ελληνική τα έργα του Λοκ, του Καρτέσιου, του Ρουσό, του Λάιμπνιτς και του Βολταίρου.
Ο Νεοελληνικός Διαφωτισμός, όπως και ο δυτικοευρωπαϊκός, εναντιώνεται στο πολιτικό, κοινωνικό και θρησκευτικό κατεστημένο της εποχής του. Ζητά παιδεία για όλους και απαλλαγή του ανθρώπου από την πρόληψη και τη δεισιδαιμονία. Παρουσιάζει ωστόσο δυο σημαντικές διαφορές. Ως ιδεολογικό ρεύμα απευθύνθηκε σε υπόδουλους και συνεπώς το κύριο αίτημά του υπήρξε η απελευθέρωση του Έθνους. Στην παιδεία αλλά και στους ένοπλους αγώνες εναπόθεσαν οι Έλληνες –ιδιαίτερα ο Κοραής- ένα μεγάλο μέρος των ελπίδων τους για απελευθέρωση. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Κοραής, από τις 53 σελίδες του «Υπομνήματος περί της παρούσης καταστάσεως του πολιτισμού εν Ελλάδι», – ένα από τα σημαντικότερα προεπαναστατικά κείμενα – αφιερώνει τις 12 στην ανάπτυξη του ναυτικού στην Ύδρα, τις 7 στους Σουλιώτες κλπ. Επίσης ο Κ.Θ. Δημαράς συνδέει τον Ν.Δ. με την Επανάσταση.
Σημαντική για την ιστοριογραφία θεωρείται η χρονική οριοθέτηση του Ν.Δ. Ο Κοραής τοποθετεί την εμφάνιση του φαινομένου στο δεύτερο μισό του 18ου αιώνα. Σημειώνει ότι δύο ήταν τα αξιοσημείωτα για τους Έλληνες γεγονότα της εποχής: Η άνθιση του ελληνικού εμπορίου που έφερε και άνθιση της παιδείας, και ο ρωσοτουρκικός πόλεμος του 1769 (Ορλωφικά και συνθήκη Κιουτσούκ Καϊναρτζή). Ο Δημαράς τοποθετεί χρονικά τον Ν.Δ. στην περίοδο 1774-1821. Μάλιστα θεωρεί τον Ν.Δ. και ένα κίνημα ρομαντικό που ίσως προηγήθηκε του γερμανικού ρομαντισμού. Ομοίως ο Ευάγγελος Παπανούτσος χαρακτηρίζει ως «Ελληνικό Διαφωτισμό» την περίοδο 1775-1821.
Η παραγωγή της ιδεολογίας του Ελληνικού διαφωτισμού φαίνεται πως υπήρξε έργο μεμονωμένων προσωπικοτήτων, σε αντίθεση με ό,τι συνέβαινε στην υπόλοιπη Ευρώπη.
Ο Μεθόδιος Ανθρακίτης 1660-1736 είναι ο πρώτος που αποκλίνει από την επίσημη θέση της τότε Εκκλησίας, «η φιλοσοφία στην υπηρεσία της Θεολογίας», και ο πρώτος επίσης που αντικατέστησε την αρχαΐζουσα ως γλώσσα διδασκαλίας με τη δημώδη. Διδάσκει λογική και νεότερη Ευρωπαϊκή Φιλοσοφία, Καρτέσιο (Descartes) και Μαλμπράνς (Malebranche). Ο Μανουήλ Γεδεών σε πραγματεία του αναφέρει τον Μεθόδιο Ανθρακίτη ως προδρομική φυσιογνωμία. Οι νεωτερικές του ιδέες τον έφεραν σε σύγκρουση με λόγιους της εποχής του και μερίδα του τότε εκκλησιαστικού κύκλου. Η «Οδός μαθηματικής με τμήματα γεωμετρίας, τριγωνομετρίας, άλγεβρας, σφαιρικής αστρονομίας κ.α.» είναι το πρώτο ελληνικό και μάλιστα ολοκληρωμένο μαθηματικό εγχειρίδιο της νεότερης ιστορίας μας, γραμμένο από τον Μεθόδιο Ανθρακίτη για χρήση στα ελληνικά σχολεία κατά την εποχή της τουρκοκρατίας. Μετά τον θάνατό του ο μαθητής του Μπαλάνος Βασιλόπουλος εκδίδει τα βιβλία του Λογική Ελάττων και Εισαγωγή της Λογικής. Διδάσκει στη Σχολή Κυρίτζη στην Καστοριά από το 1710-1822.
Ενδιαφέρον εδώ παρουσιάζουν οι θέσεις των κυριότερων εκπροσώπων του ελληνικού διαφωτισμού για την Παιδεία του Έθνους και ιδιαίτερα για τη γλώσσα που πρέπει αυτή να χρησιμοποιεί:
Ο Θεόφιλος ο Κορυδαλλεύς (1571-1646) μετέφερε με τη διδασκαλία του στην Αθήνα, τη Ζάκυνθο, την Κεφαλονιά -γεγονός που μας οδηγεί σε αναγκαστική θεώρηση του διαφωτισμού στα Επτάνησα- και ιδίως στην Πατριαρχική Ακαδημία της Κωνσταντινούπολης υπό τον Πατριάρχη Κύριλλο Α΄ Λούκαρι το ουμανιστικό πνεύμα της Αναγέννησης.
Χρησιμοποιεί ωστόσο την αττικίζουσα γλώσσα ως όργανο της φιλοσοφικής παιδείας. Προς την επιλογή του, με την οποία ταυτίστηκε αργότερα και ο Ευγένιος Βούλγαρης, αντέδρασαν οι διαφωτιστές Ιώσηπος Μοισιόδαξ, Δημήτριος Καταρτζής, Αθανάσιος Ψαλίδας και ο Αδαμάντιος Κοραής. Τις ίδες απόψεις ακολουθεί έναν αιώνα αργότερα ο Νικόλαος Μαυροκορδάτος με αποτέλεσμα η πρόσληψη της νεωτερικής φιλοσοφίας να γίνεται με φορέα μια γλώσσα με αρχαϊκό χαρακτήρα -καθορισμένο κυρίως από ακαδημαϊκές συμβάσεις.
Ένας από τους πρώτους που προσπάθησε να δει συγχρονικά τη γλώσσα και να την απαλλάξει από το βάρος της ιστορίας της ήταν ο Δημήτριος Καταρτζής ή Φωτιάδης, ο οποίος έγραψε μία από τις πρώτες γραμματικές της σύγχρονης Ελληνικής, έτσι όπως μιλιόταν στην Κωνσταντινούπολη προς το τέλος του 18ου αιώνα. Θεωρώντας πως δεν είναι δυνατόν να υπάρχει φραγμός στην επιστημονική γνώση, θέλησε έτσι να τραβήξει μια διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στην αρχαία γλώσσα και τη σύγχρονη απόγονό της, αλλά η πρότασή του πέρασε απαρατήρητη κι εντέλει εγκαταλείφθηκε. Οι απόψεις του Καταρτζή για το γλωσσικό ζήτημα αποτελούσαν το πιο ριζοσπαστικό τμήμα της διαφωτιστικής του θεωρίας. Σε αντίθεση με τον Ευγένιο Βούλγαρη, ο οποίος υποστήριζε ότι μόνο το αττικό ύφος θα μπορούσε να εκφράσει τα υψηλά νοήματα της φιλοσοφίας και κατά συνέπεια ήταν η μόνη γλώσσα που άρμοζε στον Διαφωτισμό, ο Καταρτζής τόνιζε τις αρετές και τις δυνατότητες του νεότερου ελληνικού ιδιώματος. Θεωρούσε πως η ομιλούμενη Νεοελληνική «διαθέτει μελωδία, ρυθμό και την πειθώ στα ρητορικά της» και μπορεί συνεπώς να χρησιμοποιηθεί για την γενική αγωγή του έθνους.
Για τους υπερασπιστές της φυσικής γλώσσας «δε θα έπρεπε να αισθάνεται κανείς αμηχανία αποδεχόμενος τη ζώσα ελληνική ως το όργανο έκφρασης του έθνους», καθώς σε όλη της Ευρώπη του Διαφωτισμού η ομιλούμενη φυσική γλώσσα είχε θριαμβεύσει και είχε οδηγήσει τις λογοτεχνίες ευρωπαϊκών λαών που ακολούθησαν το ρεύμα σε μια νέα ακμή. Παρότι οι ρίζες του γλωσσικού διχασμού είναι αρχαιότερες, στις ανακατάξεις της περιόδου του Νεοελληνικού Διαφωτισμού η σύγκρουση φαίνεται να προσλαμβάνει ένα νέο ένδυμα, διατηρώντας ωστόσο το αρχικό θεμέλιο της σύγκρουσης.
Πάντως πρακτικά το δρόμο προς τον Νεοελληνικό Διαφωτισμό άνοιξε ο καλόγερος Κοσμάς ο Αιτωλός(1714-1779). Με τις μεγάλες του περιοδείες μεταξύ του 1759- 1779 στη Θράκη, στη Δυτική Στερεά, στη Δυτική Μακεδονία, στην Ήπειρο, στην Αλβανία και στα Εφτάνησα προσπάθησε να φέρει τη συνοχή ανάμεσα στους χριστιανικούς πληθυσμούς. Σκοπός του κηρύγματός του ο φωτισμός του Γένους και μέσο για την πραγματοποίησή του η ίδρυση σχολείων(συμβάλλει ουσιαστικά στην λεγόμενη Α΄ περίοδο – προδρομική του Ν.Δ. και της άνθισης της παιδείας).
Έλεγε: «δεν βλέπετε όπου το γένος μας αγρίευσεν απ’ την αμάθεια και εγίναμεν όλοι ωσάν θηρία; Διά τούτο σας συμβουλεύω να κάμετε σχολείο. Να σπουδάζετε και εσείς αδελφοί…Το σχολείο φωτίζει τους ανθρώπους».
Λίγους μήνες πριν απ’ το θάνατό του, κάνοντας απολογισμό της ζωής του και του έργου του, γράφει στον αδελφό του Χρύσανθο (2 Μαρτίου 1779) «Έως τριάκοντα επαρχίας περιήλθον, δέκα σχολεία ελληνικά εποίησα, διακόσια διά κοινά γράμματα».
Ο Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός στάθηκε μεγάλος παιδαγωγός και εθνομάρτυρας του Ελληνισμού. Με το μαρτυρικό του θάνατο (τον κρέμασαν έξω από το χωριό Κολικόντασι, κοντά στον Άψο ποταμό) στις 24 Αυγούστου του 1779 επισφράγισε το διαφωτιστικό του έργο.
Η περίοδος του νεοελληνικού διαφωτισμού διακρίνεται για την ενεργοποίηση της ελληνικής κοινωνίας, διανοουμένων, εμπόρων, κληρικών, κ.ά., προς την κατεύθυνση της καλλιέργειας της παιδείας, πιθανώς εξαιτίας της ουσιαστικής βελτίωσης των κοινωνικών και οικονομικών συνθηκών των υπόδουλων Ελλήνων. Οι Έλληνες ομογενείς των οργανωμένων παροικιών της Ευρώπης έγιναν η αιχμή του δόρατος στη διαφωτιστική προσπάθεια, χρηματοδοτώντας σχολεία και εκδόσεις βιβλίων, χορηγώντας ικανά χρηματικά ποσά για σπουδές στο εξωτερικό και γενόμενοι φορείς εκπαιδευτικής ανανέωσης. Στην Ελλάδα οι έμποροι και οι καπεταναίοι φέρνουν την πεποίθηση ότι η παιδεία μπορεί να γίνει φορέας καλύτερης και ελεύθερης ζωής, ενώ παράλληλα αναζητούν νέους διδάσκαλους για την εκπαίδευση των παιδιών τους.
Κατά τη διάρκεια της οθωμανικής κατάκτησης υπήρξε ύφεση στην παιδεία και την εκπαίδευση οι οποίες περιορίστηκαν κυρίως σε θέματα σχετικά με τη θρησκεία, τη θεολογία και τη Λειτουργική. Κατά τον Δημαρά αυτό επέφερε μια μοιρολατρική στάση απέναντι στον κατακτητή και συντηρούσε ακόμη και στα κατώτερα στρώματα του λαού την καχυποψία και την εχθρότητα προς τη Δύση και σε κάθε τι δυτικότροπο, όπως επίσης και έναντι σε κάθε τι «ελληνικό».
Το βάρος του εκσυγχρονισμού της εκπαίδευσης και του διανοητικού βίου ανέλαβαν οι έλληνες λόγιοι της περιόδου μέσω της στροφής προς την κλασική αρχαιότητα αλλά και της επαφής με τον στοχασμό, τις ανακαλύψεις και τα επιστημονικά επιτεύγματα της δυτικής Ευρώπης. Έτσι, η στροφή της νεοελληνικής σκέψης προς τα αρχαία κείμενα υπήρξε το μέσο για την εθνική αυτοσυνειδησία, ενώ η «μετακένωση», σύμφωνα με τον Αδαμάντιο Κοραή, των επιτευγμάτων της ευρωπαϊκής σκέψης και επιστήμης στην ελληνική Ανατολή αναπροσανατόλισε το περιεχόμενο και τους στόχους της ελληνικής εκπαίδευσης. Μεγάλη συμβολή στην παιδεία του έθνους είχαν και οι ιατροί που επέστρεφαν στην Ελλάδα μετά από τις σπουδές τους στην Ευρώπη. Όπως εξηγεί ο Γούδας, λόγω του επαγγέλματός τους έρχονταν σε επαφή με όλον τον πληθυσμό ενώ λόγω της επιρροής που είχαν στους Τούρκους προστάτευαν και άλλους διδάσκοντες. Πολλοί άφησαν την ιατρική και ασχολήθηκαν με τη συγγραφή και διδασκαλία άλλων αντικειμένων.
Στον Νεοελληνικό Διαφωτισμό πρωτοστάτησαν ιερωμένοι, από το βαθμό του επισκόπου μέχρι του απλού μοναχού. Τα περισσότερα βιβλία και οι εκδόσεις προέρχονται από το χώρο του κλήρου.
Ο καθηγητής Γ. Μπαμπινιώτης συνδέει το Νεοελληνικό Διαφωτισμό με την καλλιέργεια των κλασσικών γραμμάτων σε μια πορεία που αρχίζει από τους Πατέρες της Εκκλησίας και φτάνει μέχρι την τουρκοκρατία. Για την απαλλαγή από το παραδοσιακό θρησκευτικό πνεύμα της εκπαίδευσης και της στροφής σε πιο εκκοσμικευμένα προγράμματα διδασκαλίας με την εισαγωγή της αρχαίας ελληνικής παιδείας έγιναν προσπάθειες και από τον χώρο της Εκκλησίας. Ο πατριάρχης Κύριλλος Λούκαρης (στις αρχές του 17ου αιώνα οργάνωσε την εκπαίδευση σε νέες βάσεις. Η ανασυγκρότηση της Πατριαρχικής Σχολής της Κωνσταντινούπολης, με την εισαγωγή της αρχαιοελληνικής φιλοσοφίας στα προγράμματα σπουδών, η ίδρυση τυπογραφείου, η μετάφραση της Καινής Διαθήκης σε απλούστερη γλώσσα για να γίνεται κατανοητή απ’ όλους και οι συνεχείς εγκύκλιοί του ήταν ορισμένες από τις εκπαιδευτικές πρωτοβουλίες του.
Αποτέλεσμα της ως άνω ενεργοποίησης ήταν η ποσοτική και ποιοτική αύξηση των ελληνικών σχολείων. Πολλοί δάσκαλοι εισήγαγαν νέες μεθόδους διδασκαλίας και δίδαξαν τις νέες ανακαλύψεις της επιστήμης, ενώ άλλοι μετέφρασαν βιβλία στην Ελληνική με παρόμοιο περιεχόμενο. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του Κωνσταντίνου Κούμα, ο οποίος μετέφρασε γαλλικά βιβλία μαθηματικών και φυσικής. Την περίοδο 1809 – 1812 δίδαξε στο φημισμένο στην εποχή του Φιλολογικό γυμνάσιο Σμύρνης, όπου παρέδιδε δημόσια μαθήματα φυσικής και χημείας με πειράματα σε πλήθος κόσμου.
Σπουδαίος ήταν,επίσης, ο ρόλος που έπαιξε ο Ρήγας Φεραίος ή Βελεστινλής (1757-1798):
Γεννήθηκε στο Βελεστίνο της Θεσσαλίας το 1757. Σπούδασε στην Ελλάδα και στο εξωτερικό όπου και αρχίζει την πολιτική του προσπάθεια. Τα έργα του Ρήγα έχουν πολιτικό, ιδεολογικό και επαναστατικό περιεχόμενο και είναι επηρεασμένος από το γαλλικό πνεύμα. Πέρα από το συγγραφικό του έργο και την πολιτική του δράση ενδιαφέρθηκε για την εκπαίδευση των Ελλήνων, γνώριζε πως μέσα από την αναγέννηση της παιδείας θα έρθει και η αναγέννηση του έθνους. Το όραμα του, είναι η απελευθέρωση των λαών της Βαλκανικής και η δημιουργία μιας ενιαίας πολιτικής ενότητας.
Ο μαρτυρικός του θάνατος στις 24 Ιουνίου του 1798 σταμάτησε το πολύπλευρο διαφωτιστικό του πρόγραμμα, η απήχηση όμως του έργου και της θυσίας του υπήρξε, πραγματικά, τεράστια σ’ έκταση και σε βάθος και ανεξάντλητη σε ιστορική συνέχεια.
Το σημαντικότερο έργο του είναι: Η «Νέα Πολιτική Διοίκησις των κατοίκων της Ρούμελης (ηπειρωτικής Ελλάδας), της Μικράς Ασίας, των Μεσογείων Νήσων και της Βλαχομπογδανίας», το οποίο ο Κ.Θ. Δημαράς χαρακτηρίζει «Μνημείο της πολιτικής ιστορίας». Εδώ περιλαμβάνεται και ο «Θούριος» τον οποίο ο Τερτσέτης χαρακτηρίζει «ιερότερο άσμα της φυλής μας».
Χάρτα του Ρήγα
Στα τέλη του 18ου αιώνα ο Ρήγας Βελεστινλής συνέταξε χάρτες, έκδωσε προκηρύξεις και οργάνωσε τη μυστική επαναστατική του δράση. Ο Ρήγας απέβλεπε στην απελευθέρωση και ενοποίηση όλων των Βαλκανικών λαών και φυσικά όλου του ελληνικού στοιχείου που ήταν διασκορπισμένο στην Ανατολή και τα ευρωπαϊκά κέντρα. Επηρεασμένος από τον ευρωπαϊκό Διαφωτισμό,16 πίστεψε βαθιά στην ανάγκη της επαφής των Ελλήνων με τις νέες ιδέες του διαφωτισμού που σάρωναν την Ευρώπη και αυτό τον ώθησε στη συγγραφή ή μετάφραση βιβλίων σε δημώδη γλώσσα και τη σύνταξη της Χάρτας,17 ενός μνημειώδους για την εποχή του χάρτη, διαστάσεων 2,07 x 2,07 μ., που αποτελείτο από επί μέρους τμήματα.
Η αναβίωση των Βυζαντινών παραδόσεων
Ο καθηγητής Βασ. Κατσαρός σε μελέτη του Νεοελληνικού Διαφωτισμού παρατηρεί ότι σ’ αυτόν υπάρχουν στοιχεία “επιβίωσης” ή “αναβίωσης” του Βυζαντίου. Αρχικά σημειώνει ότι, αντίθετα με την κοινή αντίληψη ότι η Εκκλησία αντιπροσώπευε τη συντήρηση και επέβαλε μια θρησκευτική παιδεία όπως στο Βυζάντιο, η εκπαίδευση στο Βυζάντιο ήταν θεσμός της Πολιτείας που έδινε έμφαση στους αρχαίους συγγραφείς. Το ενδιαφέρον για τους Έλληνες κλασσικούς ήταν ένας από τους τομείς στους οποίους κατά τον Νεοελληνικό Διαφωτισμό παρατηρείται μια στροφή προς το Βυζάντιο. Δεύτερο σημείο επιβίωσης βυζαντινής παράδοσης είναι η ιστορική συνείδηση, την οποία ο Δημαράς προσδιορίζει ως “υπερηφάνεια για τους προγόνους, για το Γένος”. Αυτή η στροφή προς την αρχαιότητα δεν εμφανίστηκε στον 18ο αιώνα αλλά ήταν και προτεραιότητα του Βυζαντίου. Τρίτο σημαντικό στοιχείο στην ιδεολογία του 18ου που είναι βυζαντινή παράδοση είναι η “Μεγάλη Ιδέα του Γένους”. Οι μελετητές θεωρούν ότι οι ρίζες της “Μεγάλης Ιδέας” βρίσκονται στη μεσσιανική, χρησμολογική ιδεολογία της βυζαντινής κοινωνίας.
Συμπερασματικά:
Στις πρώτες δύο δεκαετίες του 19ου αιώνα, περίοδο κορύφωσης του Νεοελληνικού Διαφωτισμού, οι πνευματικές εκδηλώσεις ήταν σε μεγάλη έξαρση, εξαιτίας της εμφάνισης μεγάλων μορφών των γραμμάτων, όπως ο Αδαμάντιος Κοραής, ο Βενιαμίν Λέσβιος, ο Νεόφυτος Δούκας, ο Άνθιμος Γαζής, ο Κωνσταντίνος Κούμας, ο Δανιήλ Φιλιππίδης, ο Κωνσταντίνος Οικονόμος, ο Κωνσταντίνος Βαρδαλάχος, ο Θεόφιλος Καΐρης και άλλοι. Παρ’ όλες τις προσδοκίες, η φιλελεύθερη πολιτική που ενστερνιζόταν ο διαφωτισμός, δεν ήταν η τελική πολιτική επιλογή που επιβλήθηκε από τις προστάτιδες δυνάμεις και οι περισσότεροι από τους λόγιους εκπροσώπους του είτε απομακρύνθηκαν από τις σχολές που δίδασκαν (Γρηγόριος Κωνσταντάς) είτε είδαν τα βιβλία τους να καίγονται δημόσια (Κοραής). Οι περιπτώσεις των θρησκευτικών διώξεων του Θεόφιλου Καΐρη, του Ανδρέα Λασκαράτου και του ποιητή Παναγιώτη Συνοδινού, που έγιναν δεκτές με ενθουσιασμό από το κοινωνικό σώμα, συνιστούν τεκμήρια του ασυμβίβαστου με την ελληνική παράδοση πνεύματος του ευρωπαϊκού διαφωτισμού και επιβεβαίωσαν το χάσμα μεταξύ της ελληνικής και της ευρωπαϊκής παράδοσης.
Ο νεοελληνικός διαφωτισμός ως πνευματικό κίνημα αντλεί την καταγωγή του από τον ευρωπαϊκό διαφωτισμό. Παρουσιάζει, ωστόσο, ιδιαιτερότητες εξαιτίας των ιδιαίτερων κοινωνικών, πολιτικών και ιστορικών συνθηκών που χαρακτήριζαν τον Ελληνισμό εκείνης της περιόδου.
Οι Έλληνες λόγιοι, παρά το γεγονός ότι εναντιώθηκαν στον διαμορφωμένο διαμέσου αιώνων ελληνικό πολιτισμικό πλούτο, κατάφεραν σε κάποιον βαθμό να περάσουν στην ελληνική κοινωνία τα ιδεολογήματα του ευρωπαϊκού διαφωτισμού. Σε μεγάλο βαθμό κατάφεραν να δημιουργήσουν θαυμασμό για τον αρχαιοελληνικό πολιτισμό, εκμεταλλευόμενοι κυρίως την έλλειψη αυτοπεποίθησης και τα αισθήματα μειονεξίας που έτρεφαν οι Έλληνες έναντι των ευρωπαϊκών λαών. Ο θαυμασμός αυτός βέβαια, αποκομμένος από την βιωμένη παράδοση του ελληνικού γένους, ομοίαζε με εκείνον που έτρεφαν οι ευρωπαίοι για την κλασική αρχαιότητα όπως την είχαν προσλάβει από γραπτά κείμενα, χωρίς να έχουν τις προϋποθέσεις να την κατανοήσουν. Ξεκίνησε έτσι ένας φαύλος κύκλος αλλοτρίωσης του λαϊκού φρονήματος, που γιγαντώθηκε με το πέρασμα των χρόνων.
Η πνευματική κίνηση της περιόδου αγκαλιάζει και τα ευρύτερα στρώματα του ελληνικού πληθυσμού, όπως μαρτυρεί η ποιότητα, το περιεχόμενο και ο τρόπος παραγωγής του δημοτικού τραγουδιού, οι δεκάδες εκδόσεις της Φυλλάδας του Μεγαλέξανδρου, του Ερωτόκριτου, των Μύθων του Αισώπου, θρησκευτικών διηγήσεων και ιστορημάτων, τα οποία τροφοδοτούν τη λαϊκή γνώση με ένα κράμα σεβασμού προς τους αρχαίους και τους βυζαντινούς προγόνους, την ορθόδοξη πίστη και την επιστημονική γνώση, που διαμορφώνει την λαϊκή ιδεολογία της περιόδου προς μια εθνικοαπελευθερωτική, ελληνοκεντρική και ορθόδοξη κατεύθυνση. Αγωνιστές όπως ο Κολοκοτρώνης, ο Μακρυγιάννης κ.ά. εξέφραζαν αυτή την κυρίαρχη ιδεολογία. Επίσης η ιδεολογία της «Φιλικής Εταιρείας», ένα κράμα των ιδεωδών της Γαλλικής Επανάστασης μαζί με νεώτερες ιδέες και τη στροφή προς το «ξανθό γένος», εκφράζει και τα πιό προχωρημένα και εγγράμματα στρώματα. Επί τη βάσει των αρχών του διαφωτισμού διεκδικήθηκε, μεταγενέστερα κυρίως, η νομιμότητα του αιτήματος αναδημιουργίας του εθνικού κράτους. Ο αγώνας των Ελλήνων για απελευθέρωση θα μπορούσε να γίνει η συνέχεια του αγώνα ενάντια στην ‘ασιατική βαρβαρότητα’.
Στην πορεία του Νεοελληνικού διαφωτισμού τέθηκαν επίσης ζητήματα και προβλήματα που ταλαιπώρησαν επί μακρόν την ελληνική παιδεία, μεταδόθηκαν νέες γνώσεις και ανακαλύψεις της εποχής, ενώ τυπώθηκαν εκατοντάδες πρωτότυπα βιβλία και μεταφράσεις. Η φιλολογική διαμάχη της εποχής με επίκεντρο το γλωσσικό πρόβλημα αντικατοπτρίζει εν μέρει τις πνευματικές αναζητήσεις και τον δυναμισμό με τον οποίο αντιμετώπισαν οι Έλληνες λόγιοι τα πνευματικά ζητήματα, αλλά και μια πάλη ανάμεσα στα παραδοσιακά και τα νεωτερικά ρεύματα της ελληνικής κοινωνίας.