Αφιερώνεται σ’ όσους ακόμα αγαπούν να ονειρεύονται…
«Τα τσερκένια τση Σμύρνης»
Το απόσπασμα από το μυθιστόρημα του Κοσμά Πολίτη «Στου Χατζηφράγκου» έχει ως θέμα το αποκριάτικο κι ανοιξιάτικο αντέτι των χαρταετών στη Σμύρνη. Το βιβλίο κυκλοφόρησε το 1963, 40 χρόνια μετά την καταστροφή της πόλης από τους Κεμαλικούς, και προκάλεσε μεγάλη αίσθηση στο ελληνικό κοινό, όπως τα «Ματωμένα Χώματα», που είχαν κυκλοφορήσει το προηγούμενο έτος. Ο συγγραφέας αναφέρεται με πάθος και νοσταλγία στη χαμένη πολιτεία, και ειδικά στον ελληνικό μαχαλά του Χατζηφράγκου, όπου πέρασε τα νεανικά του χρόνια.
«-Είδες ποτέ σου πολιτεία να σηκώνεται ψηλά; Δεμένη από χιλιάδες σπάγγοι ν’ ανεβαίνει στα ουράνια; Ε, λοιπόν, ούτε είδες ούτε θα μεταδείς ένα τέτοιο θάμα! Αρχινούσανε την Καθαρή Δευτέρα -ήτανε αντέτι- και συνέχεια την κάθε Κυριακή και σκόλη, ώσαμε των Βαγιών. Από του Χατζηφράγκου τ’ Αλάνι κι από το κάθε δώμα κι από τον κάθε ταρλά του κάθε μαχαλά της πολιτείας αμολάρανε τσερκένια. Πήχτρα ο ουρανός! Τόσο, που δε βρίσκανε θέση τα πουλιά. Για τούτο, τα χελιδόνια τα φέρνανε οι γερανοί μονάχα τη Μεγαλοβδομάδα, για να γιορτάσουνε την Πασχαλιά μαζί μας. Ολάκερη τη Μεγάλη Σαρακοστή, κάθε Κυριακή και σκόλη, η πολιτεία ταξίδευε στον ουρανό. Ανέβαινε στα ουράνια και τη βλόγαγε ο Θεός. Δε χώραγε το μυαλό σου πώς μπόραγε να μείνει κολλημένη χάμω στης γης, ύστερ’ από τόσο τράβηγμα στα ύψη. Και όπως κοιτάγαμε όλο ψηλά, τα μάτια μας γεμίζανε ουρανό, ανασαίναμε ουρανό, φαρδαίνανε τα στέρνα μας κάναμε παρέα με αγγέλοι. Ίδια αγγέλοι κι αρχαγγέλοι κορωνίζανε ψηλά. Θα μου πεις, κι εδώ,την Καθαρή Δευτέρα, βγαίνουνε κάπου εδώ γύρω κι αμολάρουνε τσερκένια. Είδες όμως ποτέ σου τούτη την πολιτεία ν’ αρμενίζει στα ουράνια; Όχι. Εκεί, ούλα ήταν λογαριασμένα με νου και γνώση, το κάθε σοκάκι δεμένο με τον ουρανό. Και χρειαζότανε μεγάλη μαστοριά και τέχνη για ν’ αμολάρεις το τσερκένι σου.
Ο Σταυράκης, ο Σταυράκης του Αμανατζή, θα γινότανε σπουδαίος τσερκενάς. Μα χαραμίστηκε η ζωή του. Ας είναι… Που λες, θα γινότανε σπουδαίος τσερκενάς. Παιδί ακόμα, ήτανε μάνα στις μυρωδιές. Να σου εξηγηθώ. Συμφωνούσες μ’ έναν άλλον που αμόλαρε τσερκένι – όλα γίνονταν με συμφωνία, τίμια, δίχως χιανετιά – συμφωνούσες μαζί του να παίρνετε μυρωδιές. Δηλαδή ποιος θα ξούριζε την οριά του αλλουνού. Ο Σταυράκης άφηνε σπάγγο, έφερνε το τσερκένι του πιο πέρα και λίγο πιο κάτω από το τσερκένι τ’ αλλουνού, τράβαγε τότε σπάγγο με δυνατές χεριές, και χραπ! του ξούριζε την οριά.
Ήξερε κι άλλα κόλπα ο Σταυράκης. Και τα τσιγαροχαρτάκια της οριάς γινόντουσαν άσπρα πουλάκια, πεταρίζανε στα ουράνια, ώσπου τα ’χανες από τα μάτια σου. Το κολοβό τσερκένι αρχίναγε να παίρνει τάκλες – να, όπως γράφουνε τώρα κάποιες φορές οι εφημερίδες για τ’ αεροπλάνα – και σαν ήπεφτε με το κεφάλι, δεν είχε γλυτωμό: χτύπαγε κάπου, ήσπαζε ο γιαρμάς στη μέση και το τσερκένι σωριαζότανε ίδιο κορμί με τσακισμένη ραχοκοκαλιά. Ήτανε μάνα ο Σταυράκης.
Μα εξόν από τις μυρωδιές, ήτανε και τα παρσίματα. Μπλέκανε τα δύο τσερκένια, τράβαγες σπάγγο, τεζάρανε, κι όποιος ήσπαζε το σπάγγο τ’ αλλουνού του ήπαιρνε το τσερκένι. Και αυτό με τίμια συμφωνία. Φώναζες, να τα παίρνομε; Ναι, σου αποκρινότανε ο άλλος, μα τι σπάγγο έχεις; Γιατί αν έχεις σπάγγο σιτζίμι ή διμισκί, κι άλλος είχε σπάγγο τσουβαλίσιο, σίγουρα τον έκοβες. Ήπρεπε να ’ναι ισοπαλία, που λένε. Βέβαια, γινόντουσαν και χιανετιές καμιά φορά. Σπάνια όμως.
Τα τσερκένια δεν ήτανε σαν τα εδώ, τετράγωνα ή πολλές γωνίες. Να σου εξηγηθώ. Φαντάσου ένα καλαμένιο τόξο – μισό τσέρκι δηλαδή – με την κόρδα και με τη σαϊτα του. Η σαϊτα του – αυτός είναι ο γιαρμάς του τσερκενιού – ήτανε μια ξύλινη βέργα. Ο γιαρμάς, λοιπόν, περίσσευε κάτω από την κόρδα, δυο φορές πιο μακρύς παρά από την κόρδα ώσαμε τη μέση του τσερκιού. Αυτό για την ισορροπία. Ήτανε δεμένος στην κορφή του τσερκιού, το ίδιο και καταμεσής στην κόρδα.
Κάτω, η μύτη του είχε μια χαρακιά. Ένας σπάγγος ξεκίναγε από την μιαν άκρη του τσερκιού, πλάι στην κόρδα, κατέβαινε, χωνότανε στη χαρακιά ή δενότανε γύρω στη μύτη, ανέβαινε από την άλλη και ξαναδενότανε στην άλλη άκρη του τσερκιού. Το τσερκένι, λοιπόν, ήτανε ένα τόξο, που τέλειωνε κάτω μυτερό, σε σφήνα. Αυτός ήτανε ο σκελετός. Τον ντύνανε ύστερα με χαρτί, χοντρό ή πιο λιανό, ανάλογα με το μπόι του τσερκενιού. Βέβαια, το καλό τσερκένι ήπρεπε να’ ναι καλοζυγιασμένο, να μη γέρνει ούτε από τη μια μπάντα ούτε από την άλλη. Μα, να σου πω την αμαρτία μου, εμένα, μ’ άρεσε να γέρνει λιγάκι από τη μια. Του κρέμαγα σκουλαρίκι από την άλλη και, σαν κορώνιζε ψηλά, καμάρωνε ίδια κοπέλα.
Το πιο φτηνό τσερκένι ήτανε ο Τούρκος: ένα μονοκόμματο κόκκινο χαρτί, με κολλημένα πάνω το μεσοφέγγαρο και τ’ άστρο. Ύστερα ερχότανε ο Φραντσέζος, μπλου, άσπρο, κόκκινο, κολλημένα πλάι πλάι με τσιρίσι. Ακόμα πιο ακριβός ήτανε ο Έλληνας. Βλέπεις, για την ελληνικιά παντιέρα χρειάζονται πολλές λουρίδες, άσπρες και γαλάζιες, χώρια ο σταυρός στη μια γωνιά, και ήθελε δουλειά το κόλλημα. Στο κόστος τού παράβγαινε ο Αμερικάνος, κόκκινες και άσπρες λουρίδες και τ’ άστρα στη γωνιά. Μα πιο ακριβό απ’ ούλα τα τσερκένια, πανάκριβο, ώσαμε οχταράκι, μπορεί και δέκα μεταλλίκια – σου μιλάω για τρεχούμενο μπόι, κοντά ένα μέτρο – ήτανε το μπακλαβουδωτό. Ούλο μικρά μικρά τρίγωνα και μπακλαβουδάκια, χρώματα χρώματα. Εξόν από τον κόπο για το κόλλημα, χρειαζότανε και μεγάλη τέχνη, για να ’ναι ούλα τα κομματάκια ταιριαστά στο σχέδιο και στο χρώμα. Πήγαινε και πολύ τσιρίσι… Ακριβούτσικο ήτανε κι ο ουρανός με τ’ άστρα, σκούρο μαβί, με κολλημένα πάνω του, από χρυσόχαρτο, ούλα τ’ άστρα και οι κομήτες τ’ ουρανού. Και πού να δεις κάτι θεόρατα τσερκένια, πάνω από μπόι ανθρώπου! Αυτά τ’ αμολάρανε οι μεγάλοι, όχι με σπάγγο, με σκοινάκι. Τα κουμαντάρανε δυο δυο νομάτοι, γεροί άντροι, με χέρια ροζιασμένα στη δουλειά, γιατί το τράβηγμα του αέρα σού χαράκιαζε τα δάχτυλα. Τα μάτωνε. Αμόλαρα κι εγώ ένα τέτοιο τσερκένι μια βολά.
Αυτά είχα να σου πω. Ήτανε θάμα να βλέπεις ολάκερη την πολιτεία ν’ ανεβαίνει στα ουράνια. Να, για να καταλάβεις, ξέρεις το εικόνισμα που ο άγγελος σηκώνει την ταφόπετρα κι ο Χριστός βγαίνει από τον τάφο κι αναλήφτεται στον ουρανό, κρατώντας μια πασχαλιάτικα κόκκινη παντιέρα; Κάτι τέτοιο ήτανε.
Αυτά είχα να σου πω. Έλα, πήγαινε τώρα. Στο καλό.»
Γλωσσάριο:
Τσερκένι, το (λέξη λατινική): σμυρναίικος χαρταετός, σε σχήμα ημικυκλίου στο πάνω και ρόμβου στο κάτω μέρος του. Οι Ερυθραιώτες τον ονόμαζαν πιο συχνά σμυρνάκι. Στον ουρανό της Νέας Ερυθραίας βλέπαμε να πετούν τέτοια τσερκένια και σμυρνάκια ως τις αρχές της δεκαετίας του 1970, κατασκευασμένα από Νεοερυθραιώτες. Σήμερα αμφιβάλλουμε αν θυμάται πια κανείς τον τρόπο κατασκευής τους.
Αντέτι, το (λέξη τούρκικη): έθιμο.
Σκόλη, η: αργία, γιορτή.
Στου Χατζηφράγκου: λαϊκή γειτονιά της Σμύρνης, κοντά στην πυκνοκατοικημένη συνοικία Μορτάκια.
Αλάνι, το (τουρκ.): πλατεία, ξέφωτο.
Δώμα, το: ταράτσα, επίπεδη στέγη.
Ταρλάς, ο (τουρκ.): άχτιστος σπιτότοπος, οικόπεδο.
Γερανός, ο: το αποδημητικό πουλί γερανός, που οι Έλληνες της Ιωνίας ονόμαζαν επίσης και αγέρανο ή γερανιό, και πίστευαν ότι φέρνει τα χελιδόνια και την άνοιξη.
Κορωνίζω: αιωρούμαι, υπερίπταμαι.
Μυρωδιές, παρσίματα: κόλπα και παιχνίδια υπεροχής με τα τσερκένια. Χιανετιά, η (τουρκ.): ατιμία, πονηριά, απάτη, ζαβολιά, μπαμπεσιά.
Οριά, η: ουρά.
Τάκλα, η (τουρκ.): τούμπα, στροβιλισμός.
Γιαρμάς, ο (τουρκ.): ο ξυλένιος ή καλαμένιος σκελετός του χαρταετού. Σιτζίμι, το (τουρκ.): χοντρός σπάγγος.
Διμισκί, το: σπάγγος πολυτελείας, «δαμασκηνός».
Τσουβαλίσιος: φτηνός σπάγγος κατώτερης ποιότητας.
Τσέρκι, το (λατ.): κύκλος, στεφάνη.
Κόρδα, η (λατ.): χορδή.
Τούρκος, Φραντσέζος, Έλληνας, Αμερικάνος, μπακλαβουδωτό, ο ουρανός με τ’ άστρα: ονομασίες τσερκενιών από τα σχέδια των χαρτιών τους. Μπακλαβουδωτό, το (τουρκ.): ρομβοειδές.
Τσιρίσι, το (τουρκ.): αυτοσχέδια κόλλα.
Παντιέρα, η (λ. ιταλική): σημαία.
Οχταράκι, μεταλλίκια: παράδες, κέρματα, υποδιαιρέσεις της οθωμανικής χρυσής λίρας.
Μια βολά: μια φορά.
…………………………Σμυρνάκι………………..
Ένας όμορφος και ξεχωριστός χαρταετός που από την ονομασία του και μόνο καταλαβαίνεις τον τόπο προέλευσης του που φυσικά είναι η Σμύρνη της Μικρας Ασίας. Σχεδιάστηκε κατασκευάστηκε και πέταξε από τους Έλληνες της Μικρας Ασίας και μεταφέρθηκε μετά την καταστροφή από αυτούς και στην Ελλάδα.
Η κατασκευή του δεν είναι δύσκολη και είναι και αυτός με δυο μάνες που υποχρεωτικά η μια λόγο καμπύλης είναι πάντα από καλάμι. Ξεκινάμε από την καμπυλοειδή μάνα που όπως είπα και παραπάνω είναι από καλάμι λεπτή και καλά επεξεργασμένη γιατί στο καμπύλο μέρος της θα κολληθεί το χαρτί. Φτιάχνουμε λοιπόν ένα τόξο με αυτήν όπως δείχνει και το σχέδιο και στο σημείο που θα πατήσει αυτό στην κάθετη κεντρική μάνα κάνουμε ένα σκάψιμο στην μάνα του τόξου τόσο όσο χρειάζεται για να θηλυκώσει στην κεντρική και με το δέσιμο από κλωστή να μην γλιστρά. Η κεντρική μάνα είναι ποιο φαρδιά μιας και σε αυτήν στηρίζεται όλη η πίεση του αέρα που δέχεται ο χαρταετός όταν πετά.
Η επικάλυψη με χαρτί γίνεται περιμετρικά στο σχήμα του αχλαδιού δηλαδή στις δυο κλωστές δεξιά και αριστερά της κεντρικής μάνας και στο καλάμι του τόξου.
Τα ζύγια η ουρά τα αυτιά η σκουλαρίκια το πέταγμα αλλά και τα διακοσμητικά αυτού του χαρταετού είναι ίδια με του ρόμβου μόνο που σε αυτόν τα μονά ζύγια δηλαδή η μονή κλωστή έχει σαν κέντρο το σημείο CG και όχι το σημείο όπου ενώνεται η μάνα του τόξου με την κεντρική μάνα όπως ισχύει στον ρόμβο. Η ιδιομορφία σε αυτόν τον χαρταετό είναι η τοποθέτηση σβουριχταριων στις δυο κλωστές όπως δείχνει και το σχέδιο. Τα σβουριχταρια εκτός των άλλων που γράφω παραπάνω εκτελούν και άλλες εργασίες κατά το πέταγμα του χαρταετού.
Μια από αυτές ήταν και του κλέφτη ή κόφτη δηλαδή σε διαγωνισμούς πετάγματος χαρταετών μέσα στα σβουριχταρια ή στο κομμάτι της προεξέχουσας μάνας τοποθετούσαμε ξυράφια με σκοπό να κόψουμε την κλωστή της καλούμπας στους άλλους χαρταετούς που πετούσαν μαζί.
Έτσι αν καταφέρναμε να τους βγάλουμε όλους τους άλλους εκτός ουρανού ήμασταν και οι νικητές του διαγωνισμού.
Για αυτόν τον σκοπό έχει σχεδιαστεί και ένας άλλος χαρταετός, με την ονομασία Κλέφτης.
Εύχομαι καλές κατασκευές και καλές πτήσεις.
(Κείμενο σχόλια και γλωσσάριο: Θοδωρής Κοντάρας, φιλόλογος.
Μαζί με τις πληροφορίες για ένα μοναδικό τσερκένι αντλήθηκαν από το site της Ένωσης Βουρλιωτών Μικράς Ασίας.)
334