Από μικρό παιδί η περίοδος του Δεκαπενταύγουστου ήταν για μένα ξεχωριστή. Η μαμά μου είχε τάξει απ’ όταν παντρεύτηκε τον μπαμπά μου να φοράει μαύρα εκείνες τις ημέρες. Ο πατέρας μου είχε παιδευτεί από σοβαρή ασθένεια και ήταν θαύμα κυριολεκτικά ότι ζούσε και έκανε οικογένεια. Όταν έμαθα γιατί τα φορούσε δεν με πείραζε, χαιρόμουν! Είχα μάθει τη μαμά μου από μωρό με μαύρα και δεν τα ήθελα.
Έτσι, λοιπόν, με την αλλαγή στην εμφάνιση της μητέρας και τις απογευματινές παρακλήσεις στους δύο ναούς της Βαρυμπόμπης ξεκινούσε η προετοιμασία. Συνέβη κάποιες φορές, μεγαλώνοντας, να απουσιάζω στην Κατασκήνωση. Και εκεί είχε άλλη χάρη ο εορτασμός της Κοιμήσεως. Όμως μιλάω για το σπίτι τώρα, μην ξεφεύγουμε. Στην Παράκληση πηγαίναμε όλοι μαζί. Τα αγόρια ντύνονταν παπαδάκια και κρατούσαν τις λαμπάδες ή το θυμιατό. Εγώ έξω με τη μαμά και τον μπαμπά.
Την παραμονή η μαμά έφτιαχνε το σπίτι, τις αυλές, τα δωμάτια, τα λουλούδια, τον κόσμο όλο – όπου εκούσα άκουσα- συμμετείχα κι εγώ και τα αγόρια, αν δεν την κοπάναγαν, κι ο μπαμπάς και μην πω κι οι γάτες και οι σκύλοι και αλίμονο σε όποιον δεν υπάκουγε στις εντολές της. Ο μόνος που έκανε αυτό που ήθελε και έκανε την μαμά άλλην εξ άλλης ήταν ο παππούς!! Πατούσε όπου δεν έπρεπε, ακουμπούσε στο μαρμάρινο τραπέζι- ιστορικό κειμήλιο – το οποίο ο μπαμπάς έτριβε μέχρι να βλέπεις το πρόσωπό σου, που λέει ο λόγος, και κυρίως έκανε πως δεν άκουγε ό,τι έλεγε η μαμά!
Μέσα στον γενικό πανζουρλισμό υπήρχε και η απαράβατη νηστεία…που με το τρέξιμο ξέχναγες να φας έστω τις άλαδες φακές ή αν ήταν Σάββατο ή Κυριακή το λαδερό που είχε ετοιμάσει η μαμά και μετά…ψωμί και φρούτο.. Αααχ..
Άντε να ξεκινήσει μετά να ετοιμάσει το πρόσφορο…Εκεί έπρεπε να χαθούν οι μύγες από την παγκόσμια κοινότητα. Μαζί τους κι εμείς. Με το πρόσφορο που ήταν ολόκληρη ιεροτελεστία θα έφτιαχνε και ψωμί ζυμωτό.. όλα στον ξυλόφουρνο που έπρεπε ο μπαμπάς να έχει κάψει σωστά για να ψηθούν και να μην καούν ή μείνουν άψητα όσα ετοίμαζε. Η αλήθεια είναι πως έφτιαχνε υπέροχα πράγματα εκεί μέσα.
Την επόμενη μέρα μας ξύπναγε με πολύ άγχος όλους.. Είχε σηκωθεί πρώτη, ετοίμαζε τα ρούχα όλων κι έπρεπε να ντυθούμε με προσοχή, αφού πλυθούμε καλά, να χτενιστούμε και να ανέβουμε σαν πομπή ως τον Άγιο Αντώνιο.
Το μεγάλο γεγονός της ημέρας ήταν ο παππούς! Μια από τις μέρες που ο πανύψηλος γέροντας έβαζε τα καλά του, έπαιρνε το ξύλινο μπαστούνι του-πιο πολύ για φιγούρα- κράταγε τα εγγόνια του κι έμπαινε στητός και καμαρωτός, άρχοντας, μέσα στην Εκκλησία. Ήξερε πως τον κοιτούσαν με σεβασμό και θαυμασμό. Ένας από τους πρώτους κατοίκους της περιοχής. Δε σήκωνε μύγα στο σπαθί του, βουνίσιος αυτός, πολεμιστής, προχώραγε με το κεφάλι ψηλά.
Της Παναγιάς ήταν η μεγάλη μέρα της γιορτής του, του εγγονού του, της νύφης του. Το σπίτι ήταν λαμπρό και έτοιμο να δεχτεί κόσμο…
“Μετά φόβου Θεού Πίστεως…” “Μεταλαμβάνει ο δούλος του Θεού Παναγιώτης..”
Και δάκρυζε τότε γιατί θυμόταν πώς η Παναγία έκανε το θαύμα Της για κείνον και τους συμπολεμιστές του όταν βρίσκονταν ο Ελληνικός στρατός εγκλωβισμένος στον Σαγγάριο. Δεκαπενταύγουστος ήταν και στη θέση που είχαν βρεθεί ήταν εκτεθειμένοι στους Τσέτες του Κεμάλ και στον τακτικό στρατό του. Δεν ήξεραν τι να κάνουν γιατί άρχισαν να τους χτυπάνε από παντού. Ανταπέδιδαν και οι δικοί μας. Έκαναν όλοι προσευχή στην Παναγία να τους βοηθήσει. Έπιασε τότε μια βροχή με φορά προς τη μεριά των Τούρκων και τόσο πυκνή που δεν έβλεπαν. Κατάφεραν οι δικοί μας να ανασυνταχθούν και να απομακρυνθούν όσο μπορούσαν σε μέρος που δεν ήταν τουλάχιστον εκτεθειμένο.
Αυτό όλοι το θεώρησαν θαύμα της Παναγίας. Και ως τέτοιο μας το έλεγε κι ο παππούς μας που δεν είχε και πολλά πολλά με την εκκλησία. Στην ζωή του όμως κάποια περιστατικά έλεγε πως δεν εξηγούνταν με τους νόμους της φυσικής. Άλλος είχε τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο…
Παναγία η Φοβερά Προστασία, Ιερά Μονή Μεταμορφώσεως Ζωφριάς
Εις μνήμην…
«Νενίκηνται τῆς φύσεως οἱ ὅροι, ἐν σοὶ Παρθένε ἄχραντε· παρθενεύει γὰρ τόκος, καὶ ζωὴν προμνηστεύεται θάνατος. Ἡ μετὰ τὸκον Παρθένος, καὶ μετὰ θάνατον ζῶσα, σῴζοις ἀεί, Θεοτόκε, τὴν κληρονομίαν σου».