Για να κατανοήσουμε την πολιτική στάση των Μεγάλων Δυνάμεων απέναντι στο Ελληνικό Ζήτημα, όπως αυτό διαμορφώνεται από την Επανάσταση και μετά, αλλά κι απέναντι στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, θα πρέπει να κατανοήσουμε τι σημαίνει ο όρος «Ανατολικό Ζήτημα», πότε γεννήθηκε, τι περιελάμβανε, σε τι οδήγησε και πότε τελείωσε (αν τελείωσε).
Από τα μέσα του 18ου αι έως τις αρχές του 20ου οι Μεγάλες Δυνάμεις της εποχής, Αγγλία, Ρωσία, Γαλλία και Αυστρία (αργότερα Γερμανία και Ιταλία) – για διαφορετικούς λόγους- θα επιδοθούν σ’ έναν σκληρό ανταγωνισμό μεταξύ τους για τον έλεγχο των Στενών των Δαρδανελλίων ( Ελλησπόντου ) και για τον διαμελισμό ή όχι των εδαφών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Eastern Question… Το περίφημο Ανατολικό Ζήτημα που φαινομενικά τελείωσε με τη Συνθήκη της Λωζάνης
Η προσπάθεια των Μεγάλων Δυνάμεων, κατά τη χρονική αυτή περίοδο, για τον έλεγχο των οθωμανικών εδαφών της Ανατολικής Μεσογείου και της Εγγύς Ανατολής έγινε ευρύτερα γνωστή με τον όρο «Ανατολικό Ζήτημα».
Το Ανατολικό Ζήτημα για τους περισσότερους μελετητές ξεκινά με την υπογραφή της Συνθήκης του Κάρλοβις (1699) με την οποία ολοκληρώνεται η περίοδος επέκτασης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, τερματίζεται ο 14ετης Αυστροοθωμανικός πόλεμος (1683-1697) και αναδεικνύεται η Αυστρία κυρίαρχη δύναμη στην Ευρώπη. Η Συνθήκη του Κάρλοβιτς συνέπεσε χρονικά με την ανάδυση της τσαρικής Ρωσίας και της προσπάθειας της να εξασφαλίσει διέξοδο στις «θερμές θάλασσες» μέσα από τα ελεγχόμενα από τους Οθωμανούς Στενά του Βοσπόρου και των Δαρδανελλίων προκειμένου να αποκτήσει πρόσβαση στις θαλάσσιες οδούς του διεθνούς εμπορίου Η πάλαι ποτέ ανίκητη Οθωμανική Αυτοκρατορία εισέρχεται σε μια παρατεταμένη περίοδο παρακμής που τερματίζεται με την υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάνης στις 24 Ιουλίου 1923 και τη συγκρότηση εθνικού τουρκικού κράτους.
Για άλλους, το Ανατολικό Ζήτημα ουσιαστικά ξεκινάει με τη συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή το 1774, η οποία έβαλε τέλος στον Ρωσοτουρκικό πόλεμο (1768-1774).
Με τη συνθήκη αυτή μια σειρά προνομίων παραχωρούνται στην Ρωσία από την Οθωμανική Αυτοκρατορία, όπως το δικαίωμα να διατηρεί στόλο στον Εύξεινο Πόντο, αποκτώντας το δικαίωμα της ελεύθερης ναυσιπλοΐας των υπό ρωσική σημαία εμπορικών πλοίων σ’ αυτόν, καθώς και του ελεύθερου εμπορίου των Ρώσων υπηκόων στην οθωμανική επικράτεια.
Οι Έλληνες υπήκοοι της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, χρησιμοποιώντας τη ρωσική σημαία και τη χορήγηση αδείας επιτηδεύματος, σε όσους ύψωναν τη ρωσική σημαία, από τον διοικητή της Οδησσού, ναυπήγησαν ή αγόρασαν σύγχρονα μεγάλα πλοία. Έτσι ο εμπορικός στόλος των Ελλήνων πλοιοκτητών αναπτύχθηκε θεαματικά, ενώ παράλληλα αρκετοί εγκαταστάθηκαν στα Ρωσικά εδάφη του Εύξεινου πόντου και ασχολήθηκαν με το εμπόριο.
Η συνθήκη περιλάμβανε/ προέβλεπε -μεταξύ άλλων- ελεύθερη ανά τη Μεσόγειο ναυσιπλοΐα για τους Ρώσους. Τη συνθήκη αυτή θα εκμεταλλευτούν οι Έλληνες, που θα αναπτύξουν τη ναυτιλία τους.
Ακολουθώντας πιστά τα γεωστρατηγικά της ενδιαφέροντα, η Ρωσία ενδιαφερόταν άμεσα για την ανάπτυξη της ελληνικής εμπορικής ναυτιλίας, είτε εξαιτίας της έλλειψης ρωσικών εμπορικών πλοίων για τη μεταφορά εμπορευμάτων είτε εξαιτίας της ναυτικής δεξιότητας των ελληνικών πληρωμάτων.
Επιπλέον, η Ρωσία καθίστατο προστάτης των χριστιανών υπηκόων της Τουρκίας.
(Πλεονέκτημα με «αφηρημένη» έννοια καθώς, όπως θα δείξουν και τα γεγονότα, η υπεράσπιση αυτή εξαρτάται πάντα από τα συμφέροντα της Ρωσίας και τους ανταγωνισμούς των Δυνάμεων…).
Με μία σειρά νικών επί της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και με την ακόλουθη Συνθήκη του Ιασίου (1792), η Ρωσία κατόρθωσε να σπάσει τον αποκλειστικό έλεγχο που ασκούσε η Οθωμανική Αυτοκρατορία στη Μαύρη Θάλασσα και να αναδειχθεί η κυριότερη ναυτική δύναμη στην περιοχή.
Η άνοδος του Ναπολέοντα και οι ιδεολογικές επιπτώσεις της Γαλλικής Επανάστασης κλόνισαν για ακόμα μια φορά την υποδομή του πολιτικού σκηνικού τόσο στην Ευρώπη όσο και στη Μέση Ανατολή. Η αποτυχημένη εκστρατεία που διεξήγαγε το 1798 κατά της Αιγύπτου, απειλώντας την πρόσβαση της Βρετανίας προς την Ινδία και τον έλεγχο των εμπορικών προς αυτή δρόμων, ανάγκασε τη Βρετανία να αυξήσει την παρουσία της στη νοτιοανατολική πλευρά της Μεσογείου, καθιστώντας την βασικό συντελεστή του Ανατολικού Ζητήματος. Με την ήττα του Ναπολέοντα (1812), η Ρωσία επαναλαμβάνει την επεκτατική της πολιτική κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και πλέον ο βαλκανικός χώρος βρίσκεται στο επίκεντρο του ελέγχου των στρατηγικών διαύλων της Μεσογείου και της Ερυθράς θάλασσας.
Σε αυτό το πλαίσιο, το ξέσπασμα της Ελληνικής Επανάστασης δεν μπορεί να θεωρηθεί παρά έμμεσο επακόλουθο του Ανατολικού Ζητήματος, αναγκάζοντας τελικά τις Μεγάλες Δυνάμεις να προσαρμοστούν στη νέα κατάσταση στα Βαλκάνια, διασφαλίζοντας ταυτόχρονα τα βασικά τους συμφέροντα στην περιοχή.
Ο όρος «Ανατολικό Ζήτημα» χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά στο συνέδριο της Ιεράς Συμμαχίας στη Βερόνα (1822), για να περιγράψει το πρόβλημα που δημιουργήθηκε στον χώρο της Ανατολικής Μεσογείου με την εξέγερση των Ελλήνων κατά του «νόμιμου ηγεμόνα τους». Συνεπώς, ο ενδεχόμενος περιορισμός της γεωγραφικής περιφέρειας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και ο φόβος της δημιουργίας κενών εξουσίας που ήταν πιθανό να αξιοποιηθούν ιδιοτελώς από μια ή περισσότερες δυνάμεις για τη δημιουργία σφαιρών επιρροής, έθεσε τις Ευρωπαϊκές Δυνάμεις αντιμέτωπες με το δίλημμα της διανομής ή της διατήρησης της κληρονομιάς του «Μεγάλου Ασθενούς».
Μια σειρά από γεγονότα και οι συνακόλουθες Συνθήκες που τα συνοδεύουν αποδεικνύουν πως σε κάθε περίπτωση το ζήτημα αυτό αφορά αποκλειστικά στη διατήρηση των συμφερόντων στα εδάφη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ή, αργότερα, της Τουρκίας.
Συνέδριο Βερόνας: Εδώ χρησιμοποιείται για πρώτη φορά ο όρος «Ανατολικό Ζήτημα» και καταδικάζεται η Ελληνική Επανάσταση
Η πολιτική της Μεγάλης Βρετανίας σε σχέση με το Ανατολικό Ζήτημα
Η Βρετανική Αυτοκρατορία, έχοντας προωθήσει τη λεγόμενη πολιτική «φθηνής ασφάλειας» στην περιοχή της Μεσογείου, που της εξασφάλιζε την προστασία των «δρόμων» του ναυτικού εμπορίου, ενδιαφερόταν για τη διατήρηση του υπάρχοντος status quo. Εξάλλου, η Βρετανική Αυτοκρατορία διέθετε σημαντικά ερείσματα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, ενώ η τελευταία χρησιμοποιούσε Βρετανούς αξιωματικούς στο στόλο της.
Το σημαντικότερο, όμως, ήταν ότι η Βρετανική Αυτοκρατορία φοβόταν ότι η αποδυνάμωση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας θα ευνοούσε τα τσαρικά επεκτατικά σχέδια στην περιοχή, ενώ δεν ήθελε αναταραχές και στα σύνορα των βρετανοκρατούμενων Επτανήσων.
Τις γενικότερες επιδιώξεις και ανησυχίες της βρετανικής πολιτικής στην περιοχή εκφράζουν τα λόγια του αρχηγού των Άγγλων Συντηρητικών Ου. Πιτ, ο οποίος στα τέλη του 18ου αιώνα προειδοποιούσε: «Αν η Ρωσία απωθήσει την Τουρκία από τη Βαλκανική, η Μεσόγειος θα γίνει Ρώσικη Θάλασσα και ο δρόμος προς τις Ινδίες θα κοπεί. Η Ρωσία στην Πόλη θα είναι η νεκρώσιμη καμπάνα για τις αγγλικές αποικίες της Ανατολής».
Πέρα από τα προηγούμενα, στους σχεδιασμούς της Βρετανικής Αυτοκρατορίας, όπως επισημαίνεται και από Γάλλους διπλωμάτες, φαίνεται να βάραινε αρχικά και η εκτίμηση ότι η δημιουργία ενός ανεξάρτητου ελληνικού κράτους θα ενίσχυε τον ανταγωνιστικό ελληνικό εμπορικό στόλο.
Στο πλαίσιο αυτής της πολιτικής κινήθηκε η κυβέρνηση Λίβερπουλ – Κάσλρι το πρώτο διάστημα της Επανάστασης, οπότε η Βρετανία εκδηλώθηκε με «τη μεγαλύτερη απέχθεια από οποιαδήποτε άλλη χριστιανική κυβέρνηση». Ωστόσο, μετά τη στρατιωτική εδραίωση της Επανάστασης και την αναπροσαρμογή της τσαρικής πολιτικής, η Βρετανική Αυτοκρατορία αντιλήφθηκε ότι η επιμονή στην καταδίκη της Επανάστασης θα μπορούσε να αναβαθμίσει το ρόλο της Τσαρικής Αυτοκρατορίας
Το φθινόπωρο του 1822 πραγματοποιήθηκε στη Βερόνα το συνέδριο της Ιεράς Συμμαχίας. Εκπρόσωποι της επαναστατημένης Ελλάδας επιδίωξαν να παρουσιαστούν στο συνέδριο, αλλά δεν έγιναν δεκτοί. Το συνέδριο καταδίκασε και πάλι (2 Δεκέμβρη) την Επανάσταση, αλλά και τις σφαγές των Οθωμανών.
Όπως υποστήριξε ο Σπυρίδων Τρικούπης: «Οι άνακτες, έχοντες σταθεράν απόφασιν ν’ απωθήσωσι την αρχήν της επαναστάσεως καθ’ οποίον μέρος και εν οποία μορφή και αν εφαίνετο, έσπευσαν να την καταδικάσωσιν εκ συμφώνου (…). Αλλ’ ακούοντες και την φωνήν της συνειδήσεως και του ιερού χρέους συνηγόρησαν υπέρ των θυμάτων ασυνέτου και εγκληματικού επιχειρήματος».
Επίσης, ενώ το συνέδριο επικύρωσε τις επεμβάσεις της Ιεράς Συμμαχίας σε Ισπανία και Ιταλία, δεν κατέληξε σε γραμμή επέμβασης στη Λατινική Αμερική, λόγω της αντίδρασης της Αγγλίας, αλλά ούτε και στην Ελλάδα, λόγω της μη συμφωνίας της Ρωσίας. Ακόμα και αυτό όμως αποτελούσε μια πρώτη νίκη της επαναστατικής εξουσίας στην Ελλάδα.
Ταυτόχρονα συνιστούσε το αποτέλεσμα της αλλαγής πλεύσης ορισμένων ευρωπαϊκών κρατών κατά τη διάρκεια του δεύτερου χρόνου της Επανάστασης: «Η αλλαγή πλεύσης στην πολιτική των Μεγάλων Δυνάμεων σχετιζόταν με τις εκτιμήσεις τους γι’ αναπόφευκτη αποσύνθεση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, καθώς και με τη διάψευση των προβλέψεών τους για γρήγορη καταστολή της ελληνικής Επανάστασης από τις έκδηλα υπέρτερες οθωμανικές στρατιωτικές δυνάμεις».
Η ανάδειξη του Γ. Κάνινγκ σε υπουργό Εξωτερικών (Αύγουστος 1822) επισφράγισε την αλλαγή της βρετανικής πολιτικής που είχε ξεκινήσει νωρίτερα. Στις 25 Μάρτη 1823, η Βρετανική Αυτοκρατορία αναγνώρισε τους Έλληνες ως επαναστατημένο έθνος και όχι ως πειρατές που πολεμούν και ληστεύουν τα πολιτισμένα έθνη.
Γεώργιος Κάνινγκ: Υπουργός των Εξωτερικών και στη συνέχεια Πρωθυπουργός της Μεγάλης Βρετανίας, άλλαξε την πολιτική της χώρας του απέναντι στους επαναστατημένους Έλληνες.
Σε αυτή την κατεύθυνση είχαν συμβάλει αναμφισβήτητα και οι καταδρομές των Ελλήνων πλοιοκτητών, οι οποίες φανέρωναν ότι δεν θα μπορούσε να επανέλθει η ηρεμία στους εμπορικούς δρόμους της Νοτιοανατολικής Μεσογείου δίχως την αναγνώριση της επαναστατικής εξουσίας.
Ένα άλλο στοιχείο, που αναμφίβολα συνυπολογίστηκε στη βρετανική στροφή, ήταν η καθαρά φιλοβρετανική στάση της κυρίαρχης μερίδας της αστικής τάξης (πλοιοκτήτες, έμποροι, νέα αστικά στρώματα, αστοί διανοούμενοι και αστοποιημένοι κοτζαμπάσηδες) που έλεγξε τα όργανα της επαναστατικής εξουσίας και επομένως καθησύχασε τους φόβους για τσαρική ανάμειξη στις υποθέσεις της Επανάστασης.
Τον Ιανουάριο του 1824 η Ρωσία υπέβαλε προς τις Μεγάλες Δυνάμεις και την Οθωμανική Αυτοκρατορία ένα υπόμνημα για την επίλυση του ελληνικού ζητήματος. Σύμφωνα με το υπόμνημα αυτό, που έμεινε γνωστό ως «Σχέδιο των τριών τμημάτων», θα δημιουργούνταν τρία αυτόνομα ελληνικά κρατικά μορφώματα με καθεστώς ηγεμονιών ή πριγκηπάτων. Τα κρατίδια αυτά θα ήταν φόρου υποτελή στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, η οποία θα διατηρούσε ορισμένες φρουρές με περιορισμένες ωστόσο αρμοδιότητες. Εδαφικά η μια ηγεμονία θα περιλάμβανε τη Θεσσαλία και την A. Στερεά, η δεύτερη την Ήπειρο και τη Δ. Στερεά, ενώ η τρίτη την Πελοπόννησο και την Κρήτη.
Αυτή η πρόταση θα οδηγούσε στη διαμόρφωση ενός μορφώματος με ισχυρή τη σφραγίδα και την προστασία της Ρωσίας. Ταυτόχρονα, πατούσε στα ιδιαίτερα συμφέροντα κομματιού των επαναστατικών δυνάμεων που ένιωθαν ότι παραγκωνίζονται από την κυρίαρχη μερίδα της αστικής τάξης. Επρόκειτο για τους λιγότερο αστοποιημένους κοτζαμπάσηδες, αλλά και τμήματα των κλεφτών της Πελοποννήσου και των αρματολών της Ρούμελης, που θεωρούσαν ότι η συγκρότηση ενός ανεξάρτητου και συγκεντρωτικού αστικού κράτους θα έθιγε τα προεπαναστατικά τους προνόμια ή θα τους απομόνωνε από τη μελλοντική εξουσία.
Ο Αυτοκράτορας Αλέξανδρος Α΄της Ρωσίας, εμπνευστής του Σχεδίου των Τριών Τμημάτων
Στο ρωσικό υπόμνημα γινόταν μνεία για τη διεύρυνση της κοινοτικής αυτοδιοίκησης στα νησιά του Αιγαίου. Η προτεινόμενη ρύθμιση παρέπεμπε στο νομικό καθεστώς των παραδουνάβιων ηγεμονιών (Mολδαβία και Bλαχία), το οποίο επέτρεπε στη Ρωσία να επεμβαίνει στο εσωτερικό τους προκαλώντας ένταση στις σχέσεις της με την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Παρόλα αυτά στο ρωσικό υπόμνημα αναφερόταν για πρώτη φορά η προοπτική δημιουργίας αυτόνομων ελληνικών κρατιδίων. Το τσαρικό σχέδιο αποδέχτηκαν αρχικά η Αυστροουγγρική Αυτοκρατορία, το Βασίλειο της Πρωσίας, αλλά και η Γαλλία, ενώ η Βρετανική Αυτοκρατορία εκδήλωσε αρχικά επιφυλάξεις και στη συνέχεια άρχισε να προκρίνει τη λύση ενός ανεξάρτητου κράτους, συμπαρασύροντας τη Γαλλία. Την ίδια περίοδο, εντάθηκαν οι συζητήσεις και επαφές για τη δημιουργία βασιλικού θώκου στην Ελλάδα, με επικεφαλής Ευρωπαίο πρίγκιπα. Μάλιστα, η επιλογή του πρίγκιπα υπήρξε η αιτία σφοδρών βρετανογαλλικών αντιπαραθέσεων. Για πρώτη φορά γινόταν λόγος για στρατιωτική επέμβαση των Μεγάλων Δυνάμεων με σκοπό την επίλυση του ελληνικού ζητήματος, κάτι που τελικά συνέβη τρισήμισυ χρόνια αργότερα στο Ναβαρίνο.
Παράλληλα, στη Μεγάλη Βρετανία ενθαρρύνθηκαν οι χρηματοπιστωτικοί κύκλοι να προχωρήσουν στη σύναψη δανείων (1824, 1825) με την ελληνική Διοίκηση. Τα δάνεια αυτά που συνήφθησαν με υποθήκη τις εθνικές γαίες σήμαιναν την έμμεση αναγνώριση ενός ανεξάρτητου ελληνικού κράτους. Έτσι, η Αγγλία απέκτησε ένα προβάδισμα στις σχέσεις με την επαναστατική εξουσία. Ακόμα, τα χρήματα των δανείων χρησιμοποιήθηκαν από την κυρίαρχη και βρετανόφιλη μερίδα της αστικής τάξης, προκειμένου να υπερνικήσει τους αντιπάλους της στο πλαίσιο των «εμφυλίων» πολέμων.
Με τη δεύτερη φάση του εμφύλιου πολέμου σε εξέλιξη, τον Φλεβάρη 1825 ο Ιμπραήμ πασάς της Αιγύπτου προερχόμενος από τη Σούδα της Κρήτης αποβιβάστηκε στην Πελοπόννησο. Στη συνέχεια μετέφερε επιπλέον χιλιάδες πεζικού καθώς και πολλούς ιππείς, ενώ διαθέτοντας τακτικό στρατό οργανωμένο από Γάλλους αξιωματικούς άρχισε να προελαύνει.
Τότε από τους βρετανόφιλους κύκλους των Επτανήσων και με βρετανική ανάμειξη προήλθε και η λεγόμενη «πράξη της υποτέλειας», δηλαδή ένα κείμενο που υπογράφηκε από τους στρατιωτικούς Κολοκοτρώνη, Μιαούλη κ.ά. και το καλοκαίρι 1825 στάλθηκε στη βρετανική κυβέρνηση με αίτημα η Ελλάδα να τεθεί υπό την προστασία της Βρετανικής Αυτοκρατορίας. Το συγκεκριμένο κείμενο απηχούσε την οριστική επικράτηση της κυρίαρχης μερίδας της ελληνικής αστικής τάξης.
Είναι ενδεικτικό ότι ο μέχρι πρότινος αντιπολιτευόμενος της κεντρικής επαναστατικής διοίκησης και υπέρμαχος μιας συμμαχίας με την Τσαρική Αυτοκρατορία Κολοκοτρώνης δήλωσε προτού υπογράψει το κείμενο: «…δεν είμαι αγγλοδιωκτικός και ρωσολάτρης, αλλά είμαι φίλος εκείνου που θέλει το καλό της Πατρίδος μου…».
Φυσικά, στα λόγια του Κολοκοτρώνη αποτυπωνόταν και η δυσχερής στρατιωτική συγκυρία που αντιμετώπιζε η Επανάσταση, έπειτα από την απόβαση του Ιμπραήμ.
Επιπλέον, το έγγραφο αντανακλούσε και την προσπάθεια της Βρετανικής Αυτοκρατορίας να μην υποσκελιστεί από τη Γαλλία στο ελληνικό ζήτημα, ιδιαίτερα στο θέμα της επιλογής ηγεμόνα. Γι’ αυτό και οι βρετανικές κινήσεις προκάλεσαν γαλλικές αντιδράσεις και διαμαρτυρίες, με αποτέλεσμα η βρετανική κυβέρνηση να απορρίψει (τουλάχιστον επίσημα) τα αιτήματα των οπλαρχηγών και να δηλώσει ότι μπορεί μόνο φιλική μεσολάβηση προς την Υψηλή Πύλη να προσφέρει.
Μάλιστα, στην απάντηση του Κάνινγκ τονίζονταν και οι επωφελείς σχέσεις συνεργασίας της Βρετανικής Αυτοκρατορίας με την Υψηλή Πύλη που δεν είχε λόγο να διαρρήξει, ενώ επισημαινόταν ότι η ανάληψη της προστασίας της Ελλάδας θα σήμαινε κήρυξη πολέμου στην Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Φυσικά, ο διπλωματικός λόγος ήταν προσχηματικός και προσαρμοσμένος στις ανάγκες των τότε ισορροπιών. Εξάλλου, τόσο το έγγραφο προς τη Βρετανική Αυτοκρατορία όσο και τα βρετανικά δάνεια, που σηματοδοτούσαν μια μελλοντική αναγνώριση ανεξάρτητου κράτους, συγκράτησαν τον στρατό του Ιμπραήμ από το να κατακτήσει και το Ναύπλιο, έδρα της επαναστατικής κυβέρνησης.
Δύο και πλέον χρόνια μετά την υποβολή του ρωσικού υπομνήματος, στα μέσα Απριλίου 1826, το Ελληνικό ζήτημα φαινόταν να έχει περιέλθει σε στασιμότητα στο διπλωματικό πεδίο. Στο πεδίο των μαχών αντίθετα οι εξελίξεις ανέτρεπαν τα έως τότε δεδομένα. Ο Ιμπραήμ είχε υπό τον έλεγχό του μεγάλο μέρος της Πελοποννήσου, ενώ συνέβαλε καθοριστικά στην πτώση του Μεσολογγίου, γεγονός που σήμανε τον πλήρη έλεγχο της Δ. Στερεάς από τους Οθωμανούς. Παρά τη φαινομενική διπλωματική στασιμότητα η Ρωσία και η Αγγλία είχαν αποφασίσει, καθεμιά για τους δικούς της λόγους, να αναλάβουν ενεργότερη δράση. αποτέλεσμα της στάσης αυτής των δύο χωρών υπήρξε η υπογραφή του Πρωτοκόλλου της Πετρούπολης στις 4 Απριλίου 1826.
Στις 4 Απριλίου 1826 στην Αγία Πετρούπολη, σε μια ιδιόμορφη επίδειξη δύναμης μεταξύ Αγγλίας και Ρωσίας υπογράφηκε μια συνθήκη, ένα πρωτόκολλο, που προέβλεπε την ανάληψη πρωτοβουλιών από τις δύο χώρες για την επίλυση των διαφορών που είχαν προκύψει από τον συνεχιζόμενο πόλεμο μεταξύ της οθωμανικής Πύλης και των επαναστατημένων Ελλήνων. Μετά τις συνεννοήσεις των δύο Δυνάμεων, με το πρωτόκολλο «περί των υποθέσεων της Ελλάδος» που αυτές υπέγραψαν, ανελάμβαναν να προτείνουν στην Πύλη συνδιαλλαγή με τους Έλληνες, υπό τον όρο ότι η Ελλάδα θα αποτελεί «εξάρτημα» (dependence) της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, οι Έλληνες θα πληρώνουν σ’ αυτήν ετήσιο φόρο και θα αυτοδιοικούνται από αρχές που θα εκλέγουν αλλά στο διορισμό τους θα έχει λόγο και η Πύλη. Αυτή ήταν ουσιαστικά η πρώτη σοβαρή κίνηση για την επίλυση του «ελληνικού ζητήματος» που η ελληνική πλευρά, με το ς΄ μυστικό ψήφισμα, δεχόταν αμέσως, στις 12 Απριλίου κατά τη διάρκεια των εργασιών της πρώτης φάσης της Γ΄ Εθνοσυνέλευσης στην Επίδαυρο, «…προς παύσιν του ολεθρίου πολέμου με έναν συμβιβασμόν αντάξιον των μεγάλων θυσιών και των πολλών αιμάτων, τα οποία εχύθησαν εις όλον το εξαετές διάστημα υπέρ της ελευθερίας…». Πλήρως εναρμονισμένη με το πρωτόκολλο της Πετρούπολης και «υπάκουη» στα κελεύσματα των δύο Μεγάλων Δυνάμεων, η ελληνική πλευρά διόρισε την «Επιτροπή της Συνελεύσεως» η οποία αναλάμβανε «…να διαπραγματευθή δια του εν Κωνσταντινουπόλει αγγλικού πρέσβεως κ. Κάννιγκ τον μεταξύ του Έθνους και της Οθωμανικής Πόρτας συμβιβασμόν με τον πλέον επωφελή τρόπον δια το Ελληνικόν Έθνος και ανταξίως των μεγάλων θυσιών…». Βέβαια στις 28 Δεκεμβρίου 1825, ακριβώς γι’ αυτόν τον λόγο, είχε προηγηθεί συνάντηση και μυστική διαβούλευση του Stratford Canning με τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο στην Ύδρα, σταθμό του Άγγλου πρεσβευτή στο ταξίδι του για την ανάληψη των καθηκόντων του στην Κωνσταντινούπολη… Εδώ ακούγεται πρώτη φορά και το όνομα του Ιωάννη Καποδίστρια ως Κυβερνήτη του μορφώματος που είχαν στο σκεπτικό τους οι δύο Δυνάμεις.
Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος
Όμως παρά το πρωτόκολλο, η Ρωσία θα μπορούσε, αν ήθελε, να κηρύξει μονομερώς τον πόλεμο στην Πύλη χωρίς να αδρανοποιηθούν οι αγγλικές υποχρεώσεις που απέρρεαν από αυτό. Μετά τη συμφωνία ο Άγγλος, τότε υπουργός εξωτερικών, George Canning άρχισε τις διπλωματικές πιέσεις στην Πύλη για την επίλυση του θέματος απειλώντας την με άμεση ανάκληση των πρεσβευτών και στη συνέχεια με μονομερή αναγνώριση της Ελληνικής Ανεξαρτησίας. Στις 29 Σεπτεμβρίου 1826, η Ρωσία πρότεινε στους Άγγλους την αποστολή προξενικών αρχών στην Ελλάδα με σκοπό την εξάλειψη της εμφύλιας διχόνοιας και την προετοιμασία για ισχυρή κυβέρνηση, παρεμποδίζοντας ταυτόχρονα τον ανεφοδιασμό του Ιμπραήμ από την Αίγυπτο. Με αυτές τις κινήσεις οι δυο σύμμαχες Δυνάμεις, χωρίς την κήρυξη πολέμου, θα έδειχναν στην Πύλη την αποφασιστικότητά τους για την επίλυση του Ελληνικού ζητήματος. Ουσιαστικά όμως, η ρωσική πρόταση ισοδυναμούσε με κήρυξη πολέμου εναντίον της Τουρκίας.
Την ίδια εποχή, από τις 18 Σεπτεμβρίου μέχρι τις 25 Οκτωβρίου 1826, ο George Canning βρισκόταν στο Παρίσι σε μια προσπάθεια να μετατρέψει το διμερές πρωτόκολλο της Αγίας Πετρούπολης σε τουλάχιστον τριμερή συνθήκη. Έτσι θα γεννιόταν μια νέα ευρωπαϊκή συμμαχία, χωρίς την Αυστρία του Metternich και κυρίως, υπό την ηγεσία της Αγγλίας. Ήδη οι σχέσεις της Αγγλίας με τις κυβερνήσεις των μελών της Ιερής συμμαχίας είχαν διαταραχθεί. Η κατοχή της Ισπανίας από τον γαλλικό στρατό έδωσε βάση στους απολυταρχικούς της Ισπανίας για να συνεργαστούν με τους αντίστοιχους Πορτογάλους για την κατάληψη της εξουσίας. Ο φόβος εμφυλίου πολέμου στην Πορτογαλία, ανάγκασε την αντιβασίλισσα της χώρας να ζητήσει, λόγω και των διακρατικών συμφωνιών τους, τη βοήθεια των Άγγλων. Ο George Canning, αιφνιδιάζοντας την Ευρώπη τον Δεκέμβριο του 1826, αποφάσισε την αποστολή στη Λισαβόνα έξι χιλιάδων στρατιωτών. Αυτή η κίνηση των Άγγλων ψύχρανε τις σχέσεις τους με τον τσάρο Νικόλαο, υποστηρικτή των απολυταρχικών καθεστώτων της Ευρώπης.
Τις ίδιες ημέρες, έξι μήνες μετά το ρωσο-αγγλικό πρωτόκολλο της Αγίας Πετρούπολης, στις 7 Οκτωβρίου 1826, συνομολογήθηκε μια διμερής συμφωνία μεταξύ της Ρωσίας και της Οθωμανικής αυτοκρατορίας στο κάστρο της πόλης Άκκερμαν στη Μαύρη θάλασσα. Ενώ αρχικά η συνάντηση στο Άκκερμαν αποσκοπούσε στην ερμηνεία της συνθήκης του Βουκουρεστίου (1812), κατέληξε να την τροποποιήσει τόσο πολύ, ώστε πρακτικά να την ακυρώσει και να οδηγήσει σε μια νέα συνθήκη. Αυτή η συνθήκη-τελεσίγραφο των Ρώσων προς την Υψηλή Πύλη ουσιαστικά ομαλοποιούσε τις συνοριακές σχέσεις των συμβαλλομένων ενώ επικύρωνε το καθεστώς των Ηγεμονιών της Μολδοβλαχίας και της αυτονομίας της Σερβίας, χωρίς όμως να αγγίζει το θέμα των επαναστατημένων Ελλήνων. Η Τουρκία παραιτήθηκε από τα φρούρια της Μαύρης Θάλασσας και ανέλαβε την υποχρέωση να αποζημιώσει τους Ρώσους υπηκόους που είχαν ζημιωθεί από τον πόλεμο. Επίσης η Τουρκία αναγκάστηκε να εξασφαλίσει την ελευθερία του εμπορίου και ουσιαστικά να δεχθεί όλες τις απαιτήσεις της Ρωσίας. Η Πύλη εκείνη τη στιγμή βρισκόταν σε ιδιαίτερα δύσκολη θέση, αφού ο σουλτάνος Mahmud II είχε μόλις διαλύσει το σώμα των γενιτσάρων και βέβαια δεν ήθελε να ανοίξει ένα μέτωπο και με τους Ρώσους. Ο σουλτάνος πίστευε ότι το νέο στρατιωτικό σώμα, ο στρατός των εσκιντζήδων ή “Mansure”, το οποίο θα ετοίμαζε με όλες τις νέες πολεμικές τεχνικές, θα μπορούσε να πατάξει την Ελληνική Επανάσταση.
Ο τσάρος στο Άκκερμαν, δέχθηκε τον όρο ότι «…θα εγκατέλειπε εντελώς το Ελληνικό ζήτημα…» αφού γνώριζε ότι θα μπορούσε να αποδεσμευθεί εύκολα από αυτή του την υπόσχεση, λόγω της πρόσφατης υπογραφής με την Αγγλία του πρωτοκόλλου της Πετρούπολης. Με την υπογραφή και αυτής της συνθήκης στο Άκκερμαν, η Ρωσία είχε πλέον ισχυρό λόγο στη βαλκανική χερσόνησο.
Στις 22 Νοεμβρίου 1826 κοινοποιήθηκε το πρωτόκολλο της Πετρούπολης στις κυβερνήσεις Αυστρίας, Πρωσίας και Γαλλίας με πρόθεση την διεύρυνση της συμμαχίας. Οι μάσκες έπεσαν. Η Αυστρία του Metternich εναντιώθηκε στην ενδεχόμενη επέμβαση στα «δικαιώματα της Τουρκίας», η Πρωσία αρνήθηκε τη συμμετοχή της αφού μια τέτοια συμμαχία την άφηνε αδιάφορη ενώ η Γαλλία έγινε αμέσως μέλος αυτής της συμμαχίας. Οι μυστικές ενέργειες του Canning είχαν ευοδωθεί.
Το διεθνές παρασκήνιο οργίαζε. Παρά την ψυχρότητα στις σχέσεις τους, λόγω του θέματος της Πορτογαλίας, οι Άγγλοι και οι Ρώσοι στις 24 Ιανουαρίου 1827, προχώρησαν σε κοινές προτάσεις διαμεσολάβησης στην Πύλη, με στόχο τη διακοπή των εχθροπραξιών που όμως απέβησαν άκαρπες. Στην Αγγλία, ο George Canning έγινε πρωθυπουργός. Στην Κωνσταντινούπολη, πρέσβης της Αγγλίας στην Οθωμανική αυτοκρατορία, από το 1825 μέχρι το 1828, ήταν ο εξάδελφός του.
Την άνοιξη του 1827, επικεφαλής του ελληνικού στρατού ορίστηκε ο Ιρλανδικής καταγωγής Richard Church και του στόλου ο Άγγλος λόρδος Thomas Cochrane. Ήταν μια εμφατική, έμπρακτη απάντηση στην «αίτηση προστασίας» από την Αγγλία και κατά δεύτερο λόγο την Γαλλία, που είχε υποβάλλει η ελληνική κυβέρνηση στο τέλος Ιουλίου του 1825.
Ο πόλεμος στην Ελλάδα είχε αρχίσει να τραυματίζει σοβαρά την Πύλη και να δίνει υπόσταση σε ένα έθνος «δυσαρεστημένων και ανυπόληπτων εξεγερμένων», αποδυναμώνοντας την επιρροή της Αγγλίας και της Γαλλίας στα ανατολικά, δίνοντας μια αυξημένη εξουσία στη Ρωσία και την πολιτική της. Από την άλλη πλευρά, η πολιτική της Ρωσίας αποσκοπούσε στην υποταγή και την ταπείνωση της Πύλης με σκοπό να την ωθήσει να πέσει στην αγκαλιά της ή τουλάχιστον να μπεί υπό την προστασία της αυλής της Αγίας Πετρούπολης. Κάτι που βέβαια δεν επιθυμούσαν οι δύο δυτικοί εταίροι (Αγγλία και Γαλλία) αφού σε μια τέτοια περίπτωση η Ρωσία θα έβγαινε στην ανατολική Μεσόγειο. Έτσι για αυτούς, ήταν αυτοσκοπός η αποφυγή ενός ρωσο-τουρκικού πολέμου, που τότε φαινόταν πολύ πιθανός, αφού η επικράτηση των Ρώσων θα ανέτρεπε τις ισορροπίες.
Συνεπώς, η απόφαση για τη λύση του «Ελληνικού ζητήματος» ήταν αναγκαία. Οι εξαντλημένοι από τον πόλεμο με τους Τούρκους και τον Ιμπραήμ, αλλά κυρίως από τις εμφύλιες συρράξεις Έλληνες, δεν γνώριζαν για τις διπλωματικές ίντριγκες των «Μεγάλων Δυνάμεων» και έβλεπαν μόνο με ελπίδα τις κινήσεις των Άγγλων και των Γάλλων στην ξηρά και στη θάλασσα προσμένοντας πάντοτε τη βοήθεια από το ομόδοξο «ξανθό γένος από το βορρά». Ο ναύαρχος Thomas Cochrane, ο συνταγματάρχης Charles Nicolas Fabvier, ο πλοίαρχος Gawen William Hamilton, ο ναύαρχος Henri de Rigny, βοήθησαν στην άμυνα της Αθήνας από το 1826, μέχρι την απώλειά της τον Ιούνιο του 1827. Για τους Έλληνες δεν υπήρξαν στρατιωτικές επιτυχίες από την αγγλική διεύθυνση του Αγώνα. Αντίθετα, στο Φάληρο χάθηκε ο Καραϊσκάκης.
Όμως, τί κι αν η Ελληνική Επανάσταση είχε πια περιοριστεί στην Αργολίδα και στα νησιά του Αργοσαρωνικού; Στις 6 Ιουλίου του 1827, το διπλωματικό παιχνίδι για τον έλεγχο του περάσματος για την Ανατολή έγινε πιο σκληρό. Οι τρεις «Μεγάλες Δυνάμεις», η Αγγλία, η Γαλλία και η Ρωσία, υπέγραψαν στο Λονδίνο την «τριπλή συμμαχία». Η συμφωνία αυτή, ήταν βασισμένη στο αγγλο-ρωσικό πρωτόκολλο του 1826 της Αγίας Πετρούπολης με την προσχώρηση σε αυτό, τον Νοέμβριο και της Γαλλίας. Στην ουσία η καθεμία απ’ τις «Μεγάλες Δυνάμεις», δεν ήθελε να ελεγχθεί η ανατολική Μεσόγειος και το πέρασμα στα Δαρδανέλια, από τις άλλες δύο.
Στη Συνθήκη του Λονδίνου, αναφερόταν ότι στην περίπτωση που η Πύλη δεν δεχόταν τη μεσολάβηση για την αποχώρηση του Ιμπραήμ από τον Μοριά, τότε οι τρεις σύμμαχοι θα έστελναν στην Ελλάδα προξένους, πράγμα που θα οδηγούσε σε επίσημη de facto αναγνώριση του Ελληνικού Κράτους. Επίσης αν οι Τούρκοι απέρριπταν την εκεχειρία, τότε θα υπήρχαν κυρώσεις. Το κείμενο της συνθήκης αλλά και το πρόσθετο μυστικό άρθρο της, δημοσιεύτηκαν μετά από έξι ημέρες, την Πέμπτη 12 Ιουλίου, από τους Times του Λονδίνου!
Σχετικές οδηγίες αποστάλθηκαν στους ναυάρχους των τριών στόλων στην Ανατολική Μεσόγειο, προς έμπρακτη εφαρμογή της συμφωνίας αυτής.
Άμεση συνέπεια του Τριμερούς Συμφώνου και της οθωμανικής άρνησής του ήταν η Ναυμαχία του Ναυαρίνου στις 8 (20) Οκτώβρη 1827, που επέφερε την καταστροφή του οθωμανο-αιγυπτιακού στόλου και την αποχώρηση των αιγυπτιακών στρατευμάτων. Η μοίρα του Αγγλικού Στόλου υπό τον Κόδριγκτον κινήθηκε από τη Σμύρνη όπου ναυλοχούσε, ο γαλλικός στόλος από τη Μήλο ενώ ο ρωσικός κατέφτασε μέσω Γιβραλτάρ. Οι τρεις στόλοι, αν και αρχικά στόχευαν στην ακινητοποίηση του οθωμανο-αιγυπτιακού στόλου, τελικά οδηγήθηκαν στη ναυμαχία.