Για τον Παστερνάκ, όλα όσα ήξερα επί χρόνια, ήταν το μυθιστόρημά του «Δόκτωρ Ζιβάγκο», το βραβείο Νόμπελ το 1953, η άρνησή του να το δεχθεί (μετά από αυστηρές υποδείξεις των αρμοδίων του Σοβιετικού κράτους), καθώς και η παροιμιώδης έκφραση των συμπατριωτών του: «Δεν το έχω διαβάσει, αλλά το καταδικάζω»! (Αυτό αναφερόταν στο γεγονός ότι ο ίδιος επέτρεψε να κυκλοφορήσουν τα χειρόγραφα στο εξωτερικό).
Ο Παστερνάκ όμως υπήρξε ποιητής του Αργυρού αιώνα της ρώσικης ποίησης, μαζί με τον Μαγιακόφσκι και την Αχμάτοβα.
Όταν, πριν από λίγους μήνες βρέθηκα στο εξοχικό σπίτι (ντάτσα), όπου πέρασε τα περισσότερα χρόνια της ζωής του, στο Περεντέλκινο, λίγο έξω από την Μόσχα με κατέλαβε τεράστια συγκίνηση. Αφού τριγύρισα στους χώρους του, είδα το κρεβάτι στο οποίο πέθανε, τον χώρο εργασίας του, βγήκα στον κήπο και κάθισα στο ξύλινο παγκάκι. Άναψα τσιγάρο. Τότε, τον είδα. Περνούσε από δίπλα μου με μια αγκαλιά ξερόκλαδα. Φορούσε το γούνινο καπέλο του και κοντοστάθηκε όταν με είδε να κάθομαι στην δική του αγαπημένη θέση. Θα πρέπει να ήταν γύρω στα εξήντα, αλλά έμοιαζε νεότερος, πολύ ευκίνητος και γεμάτος ζωντάνια. Τα χρυσοκάστανα λαμπερά μάτια του με κοίταζαν με καλοσυνάτη εμπιστοσύνη. Αισθάνθηκα κάπως άβολα που κάπνιζα. (αν και σε εξωτερικό χώρο, δεν υπήρχε τασάκι στο ξύλινο τραπέζι) και προσπάθησα να σβήσω το τσιγάρο μέσα σε ένα χαρτομάντηλο.
«Μην ανησυχείτε αγαπητή μου» ! Μου είπε υπομειδιώντας. «Οι φλαμουριές μου είναι συνηθισμένες. Μπορείτε να καπνίσετε όσο θέλετε».
Κάθισα κι άλλο σε αυτό το παγκάκι, χαζεύοντας το διώροφο σπίτι, μέσα στα χρώματα του φθινοπώρου, προσπαθώντας να το φαντασθώ την εποχή που ζούσε σε αυτό ο Παστερνάκ. Για κάποιο λόγο, η μορφή του ερχόταν μπροστά μου, όχι σε κλειστό χώρο, αλλά κάτω από τον ανοιχτό ουρανό, ανάμεσα σε δέντρα του δάσους. Λίγο αργότερα θα ανακάλυπτα όλα του τα ποιήματα και θα διαπίστωνα πως ο ήλιος, ο αέρας ,το χιόνι, οι δύσεις, οι καταιγίδες βασίλευαν στην ποίησή του. Τον χαροποιούσε η ομορφιά της φύσης και σε αυτήν απευθυνόταν σε όλες τις περιόδους της ζωής του. Όλους τους στίχους του, τους διατρέχει η ευγνωμοσύνη απέναντι στα δώρα της φύσης. Δάκρυα ευτυχίας ύγραιναν τα μάτια του, ίδια με κείνα που του έφερνε το άκουσμα της αγαπημένης του μουσικής του Σοπέν.
Από το παράθυρο του δωματίου του, έβλεπε καθημερινά μια πολιάνα. Αυτήν που συναντάμε σε πολλά ποιήματά του. Πέρα απ’ την πολιάνα, ιτιές λευκές, ιτιές κλαίουσες και το ποτάμι. Πέρα από το ποτάμι, το κοιμητήριο, το ίδιο των ποιημάτων του και το ίδιο στο οποίο είναι θαμμένος.
Στην ποίηση του Παστερνάκ, η πραγματική εικόνα εισβάλει μέσα στον λυρισμό των στίχων του σαν φωτογραφία. Ο ποιητής πίστευε πως ο ρεαλισμός δεν είναι λογοτεχνική σχολή, αλλά, το ανώτερο στάδιο της λογοτεχνικής περιγραφής .
Στο ποίημα του «Πεύκα», που σας αποδίδω ελεύθερα πιο κάτω, το πνεύμα του ταξιδεύει πέρα από τον τόπο και τον χρόνο. Η θάλασσα σαν αντικατοπτρισμός, τον παίρνει μακριά από την σκληρή πραγματικότητα.
Το ποίημα είναι γραμμένο το 1941,πάνω στο αποκορύφωμα του πολέμου(Δεύτερου Παγκόσμιου). Πολλές από τις χώρες της Ευρώπης είχαν ήδη παραδοθεί στον Γερμανικό φασισμό. Με τις ζωγραφιές της φύσης να αγκαλιάζουν τις σκέψεις του λυρικού ήρωα, ο Παστερνάκ καταφέρνει να περάσει στον αναγνώστη την αίσθηση της αιωνιότητας.
«Сосны» Борис Пастернак,1941 «Πεύκα» Μπόρις Παστερνάκ 1941
В траве, меж диких бальзаминов, Στα χόρτα, ανάμεσα σε άγρια βάλσαμα
Ромашек и лесных купав, Χαμομήλια και του δάσους γεννήματα
Лежим мы, руки запрокинув Ησυχάζουμε , ξεχνώντας τα βάσανα
И к небу головы задрав. Κεφάλια στραμμένα σε ουράνια αιτήματα.
Трава на просеке сосновой Χορτάρι στο μονοπάτι του πευκώνα
Непроходима и густа. Αδιάβατο και πυκνό.
Мы переглянемся и снова Με αλλαγές στις ματιές του αιώνα
Меняем позы и места. Αλλάζουμε στάσεις και θέση στον κόσμο αυτό.
И вот, бессмертные на время, Και να, του χρόνου νικητές,
Мы к лику сосен причтены Των πεύκων παίρνουμε μορφή
И от болезней, эпидемий Κι από αρρώστιες, συμφορές
И смерти освобождены. Και του θανάτου διώχνουμε την απειλή.
С намеренным однообразьем, Με σκόπιμα μονότονα χρώματα,
Как мазь, густая синева Σαν αλοιφή, πηχτή μαβιά
Ложится зайчиками наземь Του ήλιου λαμπυρίσματα στα χώματα
И пачкает нам рукава. Μας σημαδεύουν την φορεσιά.
Мы делим отдых краснолесья, Στο όμορφο δάσος αναπαυμένοι,
Под копошенье мураша Με του μυρμηγκιού κινήσεις
Сосновою снотворной смесью Από τη μυρωδιά του πεύκου μεθυσμένοι
Лимона с ладаном дыша. Του λεμονιού με μοσχολίβανο ανάσες.
И так неистовы на синем Και έτσι ξέφρενοι απ’ το γαλανό
Разбеги огненных стволов, Εικόνες πύρινων κορμών,
И мы так долго рук не вынем Και εμείς δεν βγάζουμε τα χέρια
Из-под заломленных голов, στηρίγματα των κεφαλιών.
И столько широты во взоре, Τόσο μακρινό είναι το βλέμμα,
И так покорны все извне, Και τόσο ήρεμα όλα έξω από μένα ,
Что где-то за стволами море Που κάπου η θάλασσα πίσω από τα δέντρα
Мерещится все время мне. Μου εμφανίζεται σαν όραμα ολοένα.
Там волны выше этих веток Εκεί τα κύματα από τα πεύκα ψηλότερα
И, сваливаясь с валуна, Και, καθώς χύνονται από τον βράχο,
Обрушивают град креветок Γαρίδες πέφτουν σαν βροχή
Со взбаламученного дна. Από του βυθού την αντάρα.
А вечерами за буксиром Και τα βράδια στην πίσω πλευρά του καϊκιού
На пробках тянется заря Το σούρουπο απλώνεται στους φελλούς του διχτιού.
И отливает рыбьим жиром Και περιχύνει με λίπος ψαριού
И мглистой дымкой янтаря. Και τη θαμπή άχνα του κεχριμπαριού.
Смеркается, и постепенно Σουρουπώνει, και στην πορεία
Луна хоронит все следы Το φεγγάρι θάβει όλα τα ίχνη
Под белой магией пены Κάτω απ’ του αφρού τη λευκή μαγεία
И черной магией воды. Και τη μαύρη μαγεία του νερού.
А волны все шумней и выше, Τα κύματα όλο και πιο αγριεμένα,
И публика на поплавке Και το πλήθος στον πλωτήρα
Толпится у столба с афишей, Μαζεύεται στο στύλο με τα τοιχοκολλημένα,
Неразличимой вдалеке. Που δύσκολα ξεχωρίζει από μακριά.