Στην Κρατική Πινακοθήκη Τρετιακόφ, στην Μόσχα, υπάρχει ένα έργο του μεγάλου πορτρετίστα ζωγράφου Ορέστη Αντάμοβιτς Κιπρένσκι (1782-1836). Το έργο είναι εμπνευσμένο από την νουβέλα του Καραμζίν, «Δύστυχη Λίζα».
Δύστυχη Λίζα
«Κανείς, από όλους τους Μοσχοβίτες, εκτός από μένα, δεν γνωρίζει τόσο καλά αυτά τα μέρη, γύρω από την Μόσχα, μια και κανείς δεν έχει περπατήσει τόσο πολύ στην εξοχή, έτσι δίχως προορισμό. Χωρίς σκοπό, αλλά με μόνο οδηγό τα βήματά του. Σε ποτάμια, λιμνούλες, λόφους, ισιώματα, χωράφια, δασάκια… Αλλά το πιο αγαπημένο σημείο, είναι το μέρος που υψώνονται οι βλοσυροί γοτθικοί πύργοι του μοναστηριού Σίμονοφ. Από κει, βλέπεις στα δεξιά σου σχεδόν ολόκληρη την Μόσχα να ξεδιπλώνεται αμφιθεατρικά, με τα σπίτια της και τις εκκλησιές της. Μια εξαίσια εικόνα, ιδίως όταν την φωτίζει ο ήλιος, τις απογευματινές ώρες, που οι ακτίνες του χαϊδεύουν τους αμέτρητους χρυσούς τρούλους. Πιο πέρα, το μοναστήρι Ντανίλοφ. Ακόμη πιο πέρα, περίπου στο τέλος του ορίζοντα, θα δεις τους λόφους Βαραμπιόφ. Αριστερά, δασάκια, χωράφια σπαρμένα σιτάρι, τρία τέσσερα χωριουδάκια και στο βάθος το χωριό Καλόνινσογιε με το επιβλητικό παλάτι του. Μα πιο πολύ απ’ όλα μου φέρνει στο νου την τραγική μοίρα της Λίζας, το μοναστήρι του Σίμονοφ».
Έτσι ξεκινάει η νουβέλα του Νικολάι Μιχάηλοβιτς Καραμζίν, «Δύστυχη Λίζα». Είναι η ιστορία μιας τραγικής αγάπης της νεαρής χωριατοπούλας Λίζας με τον άρχοντα Εράστ, από την Μόσχα:
Μετά τον θάνατο του πατέρα της, η δεκαπεντάχρονη φτωχή χωριατοπούλα Λίζα, δουλεύει σκληρά για να ζήσουν αυτή και η μητέρα της. Πέρα από τις αγροτικές και άλλες δουλειές, την άνοιξη, πουλάει λουλούδια στην Μόσχα. Εκεί, μετά από δύο χρόνια, γνωρίζει τον ευγενή Εράστ που την ερωτεύεται και αγοράζει όλα τα λουλούδια της. Ο Εράστ έρχεται καθημερινά στο χωριό, περνούν μαζί όλα τα βράδια και η αθώα, ντροπαλή παιδούλα, παραδίνεται στον αγαπημένο της. Μετά από την πρώτη μαγεία, η Λίζα παύει να ελκύει τον Εράστ, ώσπου, εκείνος της ανακοινώνει ότι τον καλούν στον στρατό και πρέπει να χωρίσουν. Μετά από μερικούς μήνες, η Λίζα βρίσκεται στην Μόσχα και συναντάει τον Εράστ, αρραβωνιασμένο, σε μια πλούσια άμαξα. Μαθαίνει ότι οι συνθήκες άλλαξαν εντελώς. Στον στρατό έχασε όλη την περιουσία του στα χαρτιά και είναι υποχρεωμένος να παντρευτεί μια πλούσια χήρα, ερωτευμένη μαζί του από παλιά. Ο ήρωας δεν είναι κακός. Είναι όμως επιπόλαιος και ελαφρόμυαλος. Ανίκανος να κουμαντάρει την ζωή του. Απελπισμένη η Λίζα, επιστρέφει στο χωριό και πνίγεται στην λίμνη, στο μέρος που συναντιόντουσαν με τον αγαπημένο της. Αμέσως μετά, πεθαίνει από την στεναχώρια της και η ηλικιωμένη μητέρα της.
Η ιστορία που, σύμφωνα με τον συγγραφέα, του την διηγήθηκε ο ίδιος ο Εράστ λίγο πριν πεθάνει, είναι βεβαίως εντελώς ξεσηκωμένη από την Ευρωπαϊκή λογοτεχνία, μεταφερμένη στην ρωσική ατμόσφαιρα.
Για την ρωσική λογοτεχνία του 18ου αιώνα όμως, η αυτοκτονία της ηρωίδας ήταν κάτι πρωτόγνωρο. Ο δε ήρωας Εράστ, ο πρώτος που εγκατέλειψε την αγάπη του. Μέχρι τότε, οι ιστορίες είχαν καλό και διδακτικό τέλος. Επίσης συνέβαιναν σε κάποιο αόριστο τόπο (για παράδειγμα, σε κάποια πόλη ή στην πόλη Ν…) και όχι σε συγκεκριμένη πόλη. Εδώ αναφέρεται στην Μόσχα και τα περίχωρά της. Αυτή η νέα λογοτεχνική ματιά αγαπήθηκε πολύ από το ρωσικό κοινό, που για πρώτη φορά, ήρθε σε επαφή με την σκληρή πραγματικότητα της ζωής, μέσα από την λογοτεχνία.
Η νουβέλα γράφτηκε και δημοσιεύτηκε στο «Μοσχοβίτικο περιοδικό», εκδότης του οποίου ήταν ο ίδιος ο Καραμζίν, το 1792. Το 1796 τυπώθηκε σε βιβλίο.
Το 1827, ο ζωγράφος Ο. Α. Κιπρένσκι φιλοτέχνησε τον πίνακα «Δύστυχη Λίζα». Εντυπωσιακό είναι ότι η Λίζα, αγράμματη χωριατοπούλα, ζωντανεύει στη ζωγραφική του Κιπρένσκι, ντυμένη σαν σωστή αρχοντοπούλα. Η τραγική ηρωίδα του Καραμζίν, αγαπήθηκε από όλες τις τάξεις του ρωσικού λαού και η άδολη, αγνή της αγάπη έγινε θρύλος.