Υπάρχει ένα λυρικό ποίημα του Νικολάι Γκουμιλιόφ, με τίτλο «Εκείνη», γραμμένο την περίοδο που ο ποιητής περνούσε από τον Συμβολισμό στον Ακμεϊσμό. Ηρωίδα του ποιήματος είναι η γυναίκα του, η ποιήτρια Άννα Αχμάτοβα. Το ποίημα δημοσιεύτηκε πρώτη φορά στις σελίδες του περιοδικού «Ξένος ουρανός», το 1912. Ο Γκουμιλιόφ ήταν τότε 26 ετών, παντρεμένος με την αγαπημένη του Άννα. Τον ίδιο χρόνο γεννήθηκε ο γιος τους Λεβ.
Εκείνη
Την ξέρω αυτή τη γυναίκα-αερικό
Από τις λέξεις έχει πικρά κουραστεί
Στο τρεμοφέγγισμα το μυστικό
Των μεγάλων ματιών της ζει.
Διάπλατα ανοίγει την ψυχή ,
Στων στίχων μόνο την μελένια μουσική.
Απέναντι στης ζωής την γιορτή,
Κουφή και αλαζονική.
Δίχως ήχο οι κινήσεις σιγανές,
Παράξενο το βήμα της.
Κλασική καλλονή δεν την λες
Μα όλη μου η ευτυχία στο βλέμμα της.
Όταν απρόσμενα διψάω,
Τολμηρός και περήφανος στην πηγή της
Μαθαίνω σοφά, γλυκά να πονάω
Στο λίγωμα και στην σαγήνη της.
Την φωτίζουν τα βάσανα
Στο χέρι της κρατάει αστραπές
Και σαν σκιές τα δικά της όνειρα
Στου παραδείσου την φλογισμένη άμμο.
Την ίδια χρονιά, η Αχμάτοβα έγραψε το ποίημα: «Kουράστηκα να είμαι ξένη». -Απάντηση στο ποίημα του Νικολάι.
H σχέση, ανάμεσα στους δύο αυτούς ταλαντούχους ανθρώπους, υπήρξε δύσκολη και οδυνηρή.
Ο Γκουμιλιόφ γεννήθηκε το 1886 στην Κροστάνδη και πέθανε (εκτελέστηκε) το1921. Από το 1918 μέχρι το 1921, υπήρξε μια από τις πιο σημαντικές προσωπικότητες στην λογοτεχνία της Πετρούπολης. Ανήκει στους πατέρες του Αργυρού αιώνα της ρωσικής ποίησης. Τον αποκαλούσαν Ρώσο Ρεμπώ. Ωστόσο, η μεγάλη του προσφορά στην ρωσική λογοτεχνία αναγνωρίσθηκε μετά τον θάνατό του. Υπήρξε ρομαντικός ποιητής, ταξιδιώτης, πολεμιστής.
Τα πρώτα του ποιήματα, επηρεασμένα από τα ταξίδια του στην Αφρική, τα χαρακτηρίζει ρομαντισμός και εξωτισμός. (Η καμηλοπάρδαλη, Η λίμνη Τσαντ). Προσπαθούσε να μεταφέρει την μαγεία ενός εξωτικού αινιγματικού κόσμου που εκείνος έβλεπε. Αυτό δεν μπορούμε να πούμε ότι το κατάφερε όσο ζούσε. Δύσκολα κατανοούσαν εκείνη την εποχή την μαγεία. Επίσης τον απασχολούσαν οι διαφορές στους ανθρώπινους τύπους. Κάποιοι ικανοποιούνται βλέποντας μια όμορφη εικόνα από το παράθυρό τους και για κάποιους άλλους, όλος ο κόσμος είναι λίγος.
Συνελήφθη με την κατηγορία της Αντισοβιετικής Συνομωσίας. Στην δεκαετία του 50, από διάφορα αρχεία έγινε γνωστό, ότι συνελήφθη επειδή δεν κατήγγειλε στα όργανα των Σοβιετικών αρχών, ότι του είχαν προτείνει να γραφτεί σε «αντικαθεστωτική οργάνωση αξιωματικών», πρόταση που είχε κατηγορηματικά απορρίψει.
Ο Τσουκόφσκι, αναφέρει στις αναμνήσεις του με τι τόνο απήγγειλε ο Γκουμιλιόφ τους στίχους του, που τους ήξερε απ’ έξω. Δίχως πομπώδες ύφος, αλλά σαν προσευχή. Τον χειμώνα του 1921, πήγαιναν μαζί κάθε Κυριακή σε ένα σπίτι φίλης και μεγάλης θαυμάστριας του ποιητή. Ο Γκουμιλιόφ, απήγγειλε στίχους σε όλη την διαδρομή τους και στη συνέχεια, καθισμένος στην πολυθρόνα της οικοδέσποινας , ευθυτενής, σιγοπίνοντας κόκκινο κρασί (που βρισκόταν στο σπίτι από τους παλιούς καιρούς). Την περίοδο αυτή, ο Γκόρκι, που κάποτε ερχόταν επίσης σε αυτές τις συναντήσεις, ήταν εντυπωσιασμένος από την ποίηση του Γκουμιλιόφ. Κάποια μέρα, ο Γκόρκι τους ανακοίνωσε ότι το περιοδικό «Παγκόσμια λογοτεχνία», στο οποίο έγραφαν οι Ρώσοι ποιητές, δεχόταν συχνά αυστηρή κριτική από το εξωτερικό. Η κριτική είχε να κάνει με τον τρόπο που αντιμετώπιζαν τα προβλήματα και την μέθοδο δουλειάς τους στο νέο καθεστώς Αποφασίσθηκε από όλους να συντάξουν μια διαμαρτυρία και να την στείλουν σε μια από τις εφημερίδες του εξωτερικού. Την διαμαρτυρία συνέταξε ο Γκουμιλιόφ :
H «Παγκόσμια λογοτεχνία» δεν είναι πολιτικό έντυπο. Ο υπεύθυνος απέναντι στις αρχές διευθυντής, ο Μαξίμ Γκόρκι, κατάφερε να εξασφαλίσει για τους συνεργάτες του, πλήρη ελευθερία έκφρασης. Εξυπακούεται ότι ανάμεσα στους συνεργάτες υπάρχουν άνθρωποι διαφορετικών πολιτικών πεποιθήσεων, αλλά το γεγονός ότι μέσα στους 16 ανθρώπους που αποτελούν την συντακτική επιτροπή, δεν υπάρχει ούτε ένα μέλος του ρωσικού κομμουνιστικού κόμματος, είναι εντελώς συμπτωματικό. Όλοι ωστόσο είναι πεπεισμένοι, ότι σε αυτούς τους δύσκολους καιρούς, ο πνευματικός πολιτισμός της χώρας θα σωθεί μόνον , αν ο κάθε ένας από μας, εργάζεται στο πεδίο το οποίο είχε διαλέξει ελεύθερα από πριν. Είναι αρκετά δύσκολο να εξηγήσουμε αυτές τις συνθήκες και τις δυσκολίες τις οποίες έχουμε να αντιμετωπίσουμε, στους συναδέλφους μας του εξωτερικού. Μπορούμε να σιωπήσουμε, αλλά να κραυγάζουν πάνω στην σιωπή, μπορούν μόνο οι άνθρωποι που δεν έχουν επίγνωση του έργου τους ή που δεν σέβονται τον εαυτό τους».
(Ν. Γκουμιλιόφ, ως εκπρόσωπος της «Παγκόσμιας λογοτεχνίας».
Σύμφωνα με τον Τσουκόφσκι, τον Γκουμιλιόφ, στους κοσμικούς κύκλους, για κάποιο λόγο δεν τον εμπιστεύονταν. Πέρα από τον στενό λογοτεχνικό κύκλο όπου ήταν πολύ αγαπητός, η προσωπικότητά του δεν ενέπνεε συμπάθεια. Σε αυτό το σημείο, η λογοτεχνική του πορεία δεν έμοιαζε καθόλου με εκείνη της πρώτης του γυναίκας, της Αχμάτοβα, που οι κριτικοί αναγνώρισαν από την αρχή και της αφιέρωναν όχι μόνο άρθρα , αλλά και βιβλία. Για πολύ καιρό τον κύκλωνε σιωπή.
Ο Γκουμιλιόφ πίστευε στην μαγική δύναμη της ποίησης. Για κείνον, ο ποιητής, πριν από όλα τα άλλα ήταν άξιος, ικανός, κυρίαρχος και βασιλιάς των υπέροχων λέξεων. Λάτρευε τα ταξίδια και κατάφερε να επισκεφθεί την Ισπανία, Ιταλία, Αγγλία, Σουηδία, Αλγερία και Αβησσυνία με ελάχιστα χρήματα στην τσέπη. Με τόσα καπίκια άλλος δεν θα μπορούσε ούτε στα περίχωρα της Μόσχας να ταξιδέψει.
Υπήρξε παθιασμένος με την ποίηση και τον έρωτα. Ο θάνατος ήταν σαν να μην τον απασχόλησε καθόλου. Είχε κάθε ευκαιρία να γλυτώσει από την εκτέλεση και δεν το έκανε. Αυτός ήταν ο Γκουμιλιόφ!