Zώντας και περπατώντας στην Αίγινα εδώ και καιρό, και περνώντας συχνά έξω από το Αιγινήτικο σπίτι του Καζαντζάκη στο Λιβάδι, κάνω διάφορες σκέψεις πάνω στους στοχασμούς του σπουδαίου αυτού ανθρώπου. Ένας στοχαστής με διαρκή περιδίνηση των σκέψεων. Μέσα από φιλοσοφικές αναζητήσεις, ταξίδια και προβληματισμούς πάνω στην κοινωνική αδικία της ανθρώπινης πορείας.
Το πιο πολυσυζητημένο μυθιστόρημα του Καζαντζάκη, “Ο τελευταίος πειρασμός”, που του κόστισε την κατηγορία της “αθεΐας” και αναγράφηκε το 1954 στον Κώδικα των Απαγορευμένων Βιβλίων από τον Πάπα, αναφέρεται στην ιστορία του Ιησού, κυρίως στα τελευταία χρόνια της ζωής του. Ένας απλός ξυλουργός, εκλεγμένος από τον Θεό για την ανθρώπινη σωτηρία, αναρωτιέται μέσα σε όραμα, την ώρα της σταύρωσης του, πως θα ήταν η ζωή του, αν ο Θεός δεν τον οδηγούσε σε αυτή τη θυσία. Αυτές οι σκέψεις θεωρήθηκαν μεγάλη βλασφημία την εποχή εκείνη.
Πρόσφατα, μέσα από μια ενδιαφέρουσα έκδοση του μουσείου Καζαντζάκη, πληροφορήθηκα πως η πρώτη μορφή του έργου, γράφτηκε στην Αίγινα το 1942 και εκδόθηκε αργότερα το 1951, στην Αντίμπ της Γαλλίας.
Σκέψεις απαγορευμένες, σκέψεις βλάσφημες!
Πάντα τα ανήσυχα πνεύματα καλούνται σε απολογία γι αυτές. Κάτω από ορισμένες ιστορικές συνθήκες, οδήγησαν ανθρώπους σε εξορίες, φυλακές, κάτεργα και τρελάδικα. Η ανθρώπινη μοίρα είναι δεμένη με τις σκέψεις των ανθρώπων και τον έλεγχό τους. Ειδικά στις μέρες μας, όπου οι κάθε μορφής βεβαιότητες έχουν καταρρεύσει, το ελεύθερο πνεύμα αυτού του στοχαστή, που συμπυκνώθηκε στην φράση: «Δεν ελπίζω τίποτα, δεν φοβούμαι τίποτα, είμαι λεύτερος»,- τη φράση που είναι χαραγμένη και στην πλάκα του τάφου του στην Κρήτη-, μοιάζει εξαιρετικά επίκαιρο.
Οι ήρωες του Καζαντζάκη ζουν με ένα σύστημα δικών τους, εσωτερικών αξιών και είναι μονίμως ασυμβίβαστοι. Συγκρούονται με το πολιτικό , θρησκευτικό και κοινωνικό κατεστημένο. Καθόλου τυχαίο που στο τελευταίο ταξίδι του στην Σοβιετική Ένωση, αντιλήφθηκε όλα τα προβλήματα του σοβιετικού καθεστώτος καθώς και τις εσωτερικές αντιφάσεις της κομμουνιστικής ιδεολογίας. Νωρίτερα, σκεφτόταν να εγκατασταθεί μόνιμα στην χώρα αλλά το 1929 την εγκατέλειψε οριστικά.
Ο Καζαντζάκης λάτρευε την απομόνωση. Μετά από περιπλανήσεις, πάντα κατέληγε σε κάποιο ησυχαστήριο. Ένα από τα πλέον αγαπημένα του υπήρξε η Αίγινα. Πρώτη φορά αυτό έγινε μετά από την επίσκεψή του στην Αίγυπτο και το μοναστήρι του Σινά. Ήταν γύρω στο 1926, στο σπίτι ενός φίλου. Τότε άρχισε να γράφει πυρετωδώς την Οδύσσεια. Αργότερα, το 1930, μετά από πεντάμηνη παραμονή στην Νίκαια της Γαλλίας, επέστρεψε στην Ελλάδα και αφού πέρασε για λίγο από την Κρήτη, ξαναγύρισε στην Αίγινα, αυτή τη φορά στο σπίτι του φίλου του Γιάννη Αγγελάκη και ασχολήθηκε με την σύνταξη ενός Ελληνογαλλικού λεξικού. Ο Γιάννης Αγγελάκης ήταν ο πατέρας της γνωστής ποιήτριας Κατερίνας Αγγελάκη (μετέπειτα Ρουκ), η οποία υπήρξε και πνευματική κόρη του Καζαντζάκη. Ξεχωρίζοντας το ταλέντο της, ο Καζαντζάκης ήταν αυτός που την προέτρεψε να ασχοληθεί με την ποίηση και τις μεταφράσεις.
Με κάποιες διακοπές, συνέχισε να εργάζεται στην απομόνωση της Αίγινας γύρω στον ενάμισι χρόνο. Μεσολάβησαν άλλα ταξίδια του στην Ιαπωνία και την Κίνα και ξανά στην Αίγινα, όπου αγόρασε ένα χωράφι στην θέση Λιβάδι, έξω από την χώρα και άρχισε να κτίζει το σπίτι του. Εκεί συνέχισε την συγγραφή της Οδύσσειας και ασχολήθηκε με μεταφράσεις θεατρικών έργων. Σε αυτό το ατέλειωτο ακόμη σπίτι, ο Καζαντζάκης εγκαταστάθηκε με την Ελένη (δεύτερη σύζυγό του) και μαζί της, σιγά -σιγά, με προσωπική τους εργασία, βοήθησαν στο τελείωμά του. Επίβλεψη, αρμολόγημα, βαψίματα, σκαψίματα, μεταφορά χώματος και φύτεμα δέντρων.
Το 1932, μετά από θανάτους προσφιλών του προσώπων, εγκαταστάθηκε για ένα διάστημα στο Παρίσι, αλλά επέστρεψε ξανά στην Αίγινα για άλλον ενάμισι χρόνο περίπου. Στην Αίγινα επίσης πέρασε τα χρόνια του πολέμου και της γερμανικής Κατοχής, σε συνθήκες μεγάλης φτώχειας. Εκεί στράφηκε στο μυθιστόρημα, ξεκίνησε και τελείωσε τον Ζορμπά. Έφυγε από την Αίγινα, μετά την αποχώρηση των Γερμανών. Την τελευταία δεκαετία της ζωής του την πέρασε στην Ευρώπη.