«Πρόκειται να γίνεις Ντοστογιέφσκι»;
Η ερώτηση ήρθε απρόσμενα, έπεσε σαν παραγινωμένο φρούτο από το δέντρο και μάλλον περίμενε απάντηση. (Υποθέτω πνευματώδη). Μου την υπέβαλε ένας ηλικιωμένος «άνθρωπος των γραμμάτων» (τα εισαγωγικά στην περίπτωση δεν έχουν ειρωνική απόχρωση, μάλλον εκφράζουν την αμηχανία μου στον προσδιορισμό του καταλληλότερου χαρακτηρισμού του εν λόγω προσώπου, δικηγόρου στο επάγγελμα, ασχολούμενου επί χρόνια με την συγγραφή δοκιμίων φιλοσοφικού χαρακτήρα).
Η απάντησή μου δεν ήταν απρόβλεπτη, ούτε καν πρωτότυπη. Σεμνά και ταπεινά, (χωρίς εισαγωγικά),με ειλικρινή απορία, απάντησα, ότι ποτέ δεν είχα σκεφθεί κάτι τέτοιο, (άλλωστε δεν υπήρξα ποτέ ιδιαίτερα ετοιμόλογη).
Η αμέσως επόμενη ερώτηση, μετά την εισαγωγική, άγγιξε βεβαίως το κυρίως θέμα :
«Τότε, γιατί γράφεις;»
Εδώ είμαστε λοιπόν! Η πιο πάνω ερώτηση, μπορεί αρχικά να θεωρηθεί υπεραπλουστευτική και επιπόλαια, ίσως σε ένα βαθμό επηρμένη, αλλά γιατί όχι, προβληματισμένη, στοχαστική και εν τέλει φιλοσοφημένη; Είναι φανερό ότι ο αγαπητός μου συνομιλητής, είχε σκοπό να μου τονίσει την ματαιότητα της πράξης της γραφής (μιλώ ιδιαιτέρως για λογοτεχνική γραφή), ζήτημα που σίγουρα απασχολεί, (ελπίζω), πολλούς από τους γραφείς και συγγραφείς.
Γράφω,(όπως διαβάζω), σε μια προσπάθεια να ανοίξω περάσματα, που με οδηγούν (ή τουλάχιστον έτσι πιστεύω), σε διαδρόμους νοημάτων, έξω από το πρωτογενές τους περιβάλλον, ακολουθώντας αόρατα νήματα, που άλλοτε φωτίζονται από κάποιο φως στην άκρη ενός λαβυρίνθου και άλλοτε, σκοτεινιάζουν και μπλέκονται, μα και τότε ακόμη δεν καταλήγουν σε αδιέξοδο, υπάρχει πάντα ελπίδα εξόδου (ό,τι δηλαδή βιώνω και στην ζωή), μόνο που γράφοντας, έχω μεγαλύτερο έλεγχο της ροής των πραγμάτων. Είναι μια πράξη ολόκληρης παρουσίας, σε αντιδιαστολή με τις πράξεις τις πραγματικής ζωής, όπου, πράγματα συμβαίνουν και απουσία μου.
Δεν μπορώ να θυμηθώ, που ακριβώς κατέληξε εκείνη η κουβέντα (αν κατέληξε), το παράξενο όμως είναι ότι το πρόσωπο που στάθηκε η αφορμή γι’ αυτόν τον προβληματισμό μου, σύντομα βρέθηκε σε κατάσταση όχι καλή από άποψη υγείας, πράγμα που έκανε απαγορευτική την εξέλιξη της συνομιλίας μας. Για κάποιο λόγο που θεωρώ όχι τυχαίο, αλλά μοιραίο, η καθοδική πορεία της υγείας του ανθρώπου αυτού, (έχει φύγει προ πολλού από την ζωή), έβαλε τέλος στο ερώτημα : «Γιατί γράφω»; είναι σαν να ταχτοποιήθηκαν όλα εντός μου. Δεν χρειάζονται απαντήσεις όλες οι ερωτήσεις, ιδίως όταν αυτές έχουν να κάνουν με τις φυσικές κινήσεις των ανθρώπων. Δεν ρωτάς για παράδειγμα κάποιον: Γιατί περπατάς; Γιατί τρως; Γιατί κοιμάσαι; Γιατί ερωτεύεσαι; Αντίθετα, τον ρωτάς: Γιατί δεν περπατάς; Γιατί δεν τρως ; Γιατί δεν ερωτεύεσαι;
Όλες αυτές οι σκέψεις, με οδηγούν (σε κάθε αμήχανη στιγμή της καθημερινότητά μου), στην προβλέψιμη ερώτηση: «Γιατί δεν γράφεις»; Οπότε… γράφω