Ax, την πόρτα άφησα ανοιχτή,
το κερί δεν έχω ανάψει.
Δεν ξέρεις πόσο έχω κουραστεί,
στον ύπνο δεν επέτρεψα να με αδράξει.
Βλέπω να σβήνουν οι γραμμές
του δάσους, στης νύχτας το σκοτάδι,
μεθυσμένη από φωνές
και μια, με της δικής σου το σημάδι.
Το ξέρεις, όλα έχουν χαθεί.
Καταραμένος Άδης η ζωή!
Ώ , το είχα αισθανθεί
πως θα γυρίσεις πίσω εσύ.
Οι στίχοι είναι γραμμένοι το1911. Η Αχμάτοβα,22 ετών, πρόσφατα παντρεμένη με τον Γκουμιλιόφ, μόλις άρχισε να δημοσιεύει ποιήματα με ομοιοκαταληξία, τριών στροφών. Η οικογενειακή της κατάσταση, αρκετά ασυνήθιστη. Ο σύζυγος έχει φύγει στην Αφρική και εκείνη έμενε με τους γονείς του. Ήταν η εποχή που γύρευε να βρει την ποιητική της φωνή. Οι στίχοι, γραμμένοι λίγο πριν ο Γκουμιλιόφ επιστρέψει, αρχίζουν με ένα «Αχ»!
Ακολουθούν αρνητικές προτάσεις : Δεν έκλεισα, δεν άναψα, δεν αποφάσισα. Υπάρχει το σύμβολο του ρομαντισμού, το κερί. Η ηρωίδα παλεύει με τον ύπνο. (όχι με την αυπνία). Μια φωνή που μοιάζει με την φωνή του αγαπημένου της, την κάνει να μεθάει. Αισθάνεται κουρασμένη από την θύελλα στην ψυχή της. Μετά την επιστροφή του, η θύελλα δεν θα καταλαγιάσει. Η οικογενειακή ζωή είναι αγαπημένο θέμα στην πρώιμη ποίηση της Αχμάτοβα.
…
Αυτή είναι η ανεξιχνίαστη ομορφιά της τέχνης της ποιήσεως, με όσους ενδοτική υπήρξε και την αισθάνονται!
Να κάνουν με το τίποτα να ακούγονται κροταλίσματα καντηλιών, που με δύναμη ο παπάς
ανεβοκατεβάζει, περνώντας της εκκλησίας τον διάδρομο, σκορπώντας λιβανιού ευωδία!