Είναι γνωστό πως η συχνή χρήση φθείρει. Αν για παράδειγμα φοράς ένα ρούχο καθημερινά, είναι βέβαιο πως στο τέλος γίνεται κουρέλι.
Κάτι τέτοιο έχει συμβεί και με την περί ης ο λόγος φράση. Κάθε ένας, προκειμένου να πείσει τους υπόλοιπους για την ορθότητα της άποψής του, λέει «τα πράγματα με το όνομά τους». Σαν αποτέλεσμα αυτής της κατ’ εξακολούθηση κακομεταχείρισης τους , τα ταλαίπωρα πράγματα,τα οποία ίσως κάποτε είχαν όνομα, έχουν φθάσει στο σημείο να έχουν χάσει κυριολεκτικά την ταυτότητά τους.
Έχουν λοιπόν τα πράγματα όνομα; Βεβαίως θα απαντήσετε. Ας το δούμε λίγο πιο προσεχτικά. Όλοι έχουμε όνομα. Κατά κανόνα μας το έδωσαν κάποτε χωρίς να μας ρωτήσουν. Μας έβγαλαν Κώστα, επειδή έτσι έλεγαν τον παππού μας ή Μαργαρίτα, επειδή η μαμά μας μας αγαπούσε τις μαργαρίτες. Θα μου πείτε, άλλο οι άνθρωποι και άλλο τα πράγματα. Δεν είμαι απολύτως σίγουρη σχετικά με αυτόν τον διαχωρισμό, αλλά έστω !
Επανέρχομαι λοιπόν στα πράγματα.
Τα πολιτικά κόμματα, όλα ανεξαιρέτως, υποστηρίζουν ότι λένε τα πράγματα με το όνομά τους.Από αυτό και μόνο γίνεται εύκολα αντιληπτό πόσα ονόματα έχουν τα ίδια ακριβώς πράγματα. Αν για παράδειγμα τα κοιτάς από μέσα, έχουν άλλο όνομα. Άλλο, όταν τα κοιτάς από ψηλά, άλλο από χαμηλά, άλλο αν φοράς γυαλιά κοιτώντας τα, και πάει λέγοντας.
Γενικώς τα πράγματα και ειδικώς τα πράγματα στον τόπο μας, έχουν άπειρα ονόματα, τα οποία, ανάλογα με την εποχή και τις καταστάσεις, αλλάζουν τόσο, που ενίοτε προκαλούν αλλαγές στα … φώτα των πολιτών. Παραταύτα, εννοώ παρά τις διαρκείς αλλαγές των ονομάτων, τα πράγματα παραμένουν απελπιστικά τα ίδια!
Έτσι κατέληξα στο συμπέρασμα πως τα πράγματα μάλλον δεν έχουν όνομα! Είναι κάτι σαν …ακατονόμαστα.
…είναι σώματα που ψάχνουν ένα δρόμο, είναι ο αέρας είναι τα πράγματα, είναι ο αέρας ανάμεσα στα πράγματα, φτάνει, πως ψάχνω, όπως αυτό, όχι, όχι όπως αυτό, όπως εγώ, με το δικό μου τρόπο, τι λέω, με το δικό μου τρόπο, πως ψάχνω, τι ψάχνω τώρα, ψάχνω να βρω τι ψάχνω, ψάχνω να βρω τι είναι, αυτό πρέπει να ’ναι, τι άλλο μπορεί να ’ναι, να βρω τι είναι, τι μπορεί να ’ναι, αυτό που ψάχνω, όχι, αυτό που ακούω, δεν ξέρω, δε μου ’ρχεται, ναι, τώρα μου ’ρχεται, όλα μου ’ρχονται, ψάχνω, ακούω να λένε πως ψάχνω να βρω τι μπορεί να ’ναι αυτό που ακούω, τώρα μου ’ρθε, τι μπορεί να ’ναι, κι από πού μπορεί να μου ’ρθε, αφού εδώ είναι όλα σιωπηλά, και οι τοίχοι είναι χοντροί, και πώς καταφέρνω, χωρίς να νιώθω αυτί, ούτε κεφάλι, ούτε σώμα, ούτε ψυχή, πώς καταφέρνω, τι καταφέρνω, να μην καταφέρνω τίποτα, πώς καταφέρνω, δεν είναι σαφές, όπα, είπες πως δεν είναι σαφές, κάτι λείπει για να γίνει σαφές, θα ψάξω να το βρω, θα ψάξω να βρω αυτό που λείπει, για να γίνουν όλα σαφή, όλο κάτι ψάχνω να βρω, καταντάει κουραστικό εντέλει, κι είμαστε ακόμα στην αρχή…
(Από τον «Ακατονόμαστο» του Σάμουελ Μπέκετ).