You are currently viewing Λίζα Διονυσιάδου: Χάρτινες συγκινήσεις

Λίζα Διονυσιάδου: Χάρτινες συγκινήσεις

 Το  χάρτινο σπίτι ,είναι ένα βιβλίο του Ουρουγουανού συγγραφέα  Κάρλος Ντομίνγκες. Πρόκειται, για μια, ομολογουμένως πρωτότυπη ιστορία, σαν παραμύθι, για την αγάπη του βιβλίου σαν αντικείμενο.

 Οι παρακάτω σκέψεις γεννήθηκαν μέσα απ’τις σελίδες του.

 

Πάντοτε πίστευα πως οι άνθρωποι που διατηρούν με τα βιβλία μια σχέση ερωτική, είναι ελάχιστοι. Θα τολμούσα να πώ, λιγώτεροι ακόμη και από τους συγγραφείς. Πιο εύκολα βρίσκεις έναν καλό συγγραφέα από έναν καλό αναγνώστη. Δεν αναφέρομαι βέβαια στους μεγάλους συγγραφείς, αυτοί είναι πάντα και οι καλύτεροι αναγνώστες.

Υπάρχουν συγγραφείς που δεν μπαίνουν στον κόπο να διαβάσουν άλλους συγγραφείς, με εξαίρεση τις περιπτώσεις που καλούνται να παρουσιάσουν η να σχολιάσουν κάποιο βιβλίο, μα ακόμη και τότε, η σχέση τους με την ανάγνωση είναι περισσότερο διαδικαστική παρά ουσιαστική. Αντίθετα, κάποιοι αναγνώστες, είναι δυνατόν να γοητευτούν τόσο από την ανάγνωση ενός βιβλίου, ώστε η μοίρα τους να αλλάξει οριστικά.Αισιοδοξία,διαφορετική στάση απέναντι στα πράγματα,  ψυχική διάθεση,  νέα ματιά στον κόσμο και τους ανθρώπους, είναι δυνατόν να γεννήσει η τέχνη της ανάγνωσης όταν σε συναρπάσει.

 Εκτός όμως από την σχέση με το βιβλίο ως περιεχόμενο, υπάρχει και η σχέση με το βιβλίο ως αντικείμενο. Γνωρίζω κάποιον, που αν και διαβάζει σταθερά, – πάντα κυκλοφορεί με ένα βιβλίο -, δύσκολα θα τον χαρακτήριζα βιβλιόφιλο. Η σχέση του με το βιβλίο είναι περιστασιακή, διαρκεί όσο ακριβώς χρειάζεται για να το διαβάσει ενώ η κατοπινή του τύχη, τον αφήνει εντελώς αδιάφορο. Τον έχω δεί πολλές φορές να χρησιμοποιεί βιβλία σαν σφήνες για το στερέωμα των παραθυρόφυλλων στο εξοχικό του σπίτι, θεωρώντας κάτι τέτοιο μια απολύτως φυσιολογική πράξη.

 Όταν πρωτοαντίκρυσα αυτό το θέαμα, αισθάνθηκα τέτοια συμπόνια για το κακοποιημένο βιβλίο, που ήταν, σαν το φύλλο του παραθύρου, σπρωγμένο απ’τον άνεμο, να πίεζε το στέρνο μου, δυσκολεύοντας την αναπνοή μου.

Κάποιος άλλος, αντίθετα, χαϊδεύει με την ανάσα του, μετά από καιρό, το βιβλίο που του άρεσε κάποτε.

Συμβαίνει πολλές φορές, να φεύγεις τελείως από τον χώρο που βρίσκεσαι, μόνο και μόνο επειδή άνοιξες ένα βιβλίο, πρίν ακόμη το διαβάσεις, μάλιστα αναβάλλεις την ανάγνωση θέλοντας να μεγεθύνεις τον χρόνο της ηδονικής αυτής κατάστασης που έχει να κάνει με την όραση, την αφή και την όσφρηση μ’έναν τρόπο καθαρά ερωτικό. Ακουμπώντας αργότερα στο περιεχόμενο και ανάλογα με την αξία του, προχωρείς στην κατάκτηση η όχι της ψυχής του, στην απλή γνωριμία η την βαθύτερη σχέση. Έτσι, μετά την ανάγνωση, το αντικείμενο βιβλίο, αποτελεί  ένα ζωντανό πλάσμα, αγαπημένο, λιγώτερο αγαπημένο η και αδιάφορο.

Κάποτε επίσης συμβαίνει να συνδέονται διάφορες καταστάσεις με την περίοδο της ανάγνωσης ενός συγκεκριμένου βιβλίου. Εγώ για παράδειγμα, λέω: γνώρισα τον τάδε την περίοδο που διάβαζα τον λύκο της στέπας, διορίσθηκα στο δημόσιο την εποχή της ανάγνωσης των βιβλίων της Λίζας Αλθερ και του Ριμπακώφ, χώρισα με τον Αντρέα, όταν ο έρωτάς μου με τον Κούντερα περνούσε μια φάση κάπως περίεργη. Είχε αρχίσει να με κουράζει το στυλ του, τον έβλεπα να μεταλλάσεται σε κάτι άλλο που δεν με συγκινούσε πια, κ.λπ, κ.λ.π   

(Κάτι αντίστοιχο με τις γυναίκες που τοποθετούν τα γεγονότα ανάλογα με τις εγκυμοσύνες τους: «όταν ήμουν έγκυος στο Γιάννη μου»)

 

Θυμάμαι έναν φίλο που κουβαλούσε πάντα βιβλία στα ταξίδια του, ακόμη και πολυσέλιδα, χωρίς ποτέ να τ’ανοίγει, μόνο και μόνο γιατι έτσι ένιωθε ασφαλής.

Ο όγκος ενός βιβλίου, επίσης έχει να κάνει με την όλη απόλαυση του διαβάσματος. Ένα βιβλίο σε μέγεθος τούβλου, αποκλείεται, κατά την γνώμη μου, να χαρίσει στον αναγνώστη του μεγάλη συγκίνηση. Κατά ένα περίεργο τρόπο, το άβολο της φόρμας του, κατά κανόνα έχει να κάνει και με το περιεχόμενό του. Όσο σε βαραίνει ενώ δεν ξαίρεις πώς να το πιάσεις, άλλο τόσο σε κουράζει με την υπερβολική του ανάλυση.  Στο τέλος της ανάγνωσης ενός τέτοιου βιβλίου,(αν υποθέσουμε ότι θα φθάσει κάποιος), είναι συνήθως σίγουρος, πώς θα μπορούσαν κάλλιστα, όλα όσα διάβασε να είχαν ειπωθεί στις μισές σελίδες η ακόμη και στο ένα τρίτο. Αντίθετα κάποιες φορές, διαβάζεις ένα βιβλίο απνευστί, μαγεμένος διαπιστώνεις πως έφθασες στο τέλος, σχεδόν λυπημένος, ακριβώς με το αίσθημα που έχεις, όταν μόλις απόλαυσες ένα ωραίο πιάτο,( ότι δηλαδή θα ήθελες ακόμη λίγο, πράγμα που δεν ισχύει στην πραγματικότητα, μια και το «ακόμη λίγο» οδηγεί σε βαρυστομαχιά.)

 Επι πλέον, το βιβλίο «τούβλο»μπορεί εύκολα να γίνει αντικείμενο ατυχήματος(έχουν συμβεί πολλά), ενώ στην καλύτερη περίπτωση μπορεί να σε προκαλέσει με το μέγεθός του να το χρησιμοποιήσεις σαν υπόβαθρο για κάποια δραστηριότητα, πράγμα θλιβερό για την τύχη του.

Υστερα, είναι το εξώφυλλο, μέρος και αυτό του αντικειμένου βιβλίο και όχι μόνον, μια και αποτελεί, (η τουλάχιστον θ’άπρεπε) την έκφραση του περιεχομένου του. Πόσες φορές δεν έτυχε να αγοράσει κάποιος ένα βιβλίο μόνο και μόνο επειδή το  εξώφυλλο ήταν εντυπωσιακό. Κάποιοι συγγραφείς, συχνά παραπονούνται ότι το βιβλίο τους είχε κακή τύχη λόγω  άστοχου εξώφυλλου,(τραβηγμένη αρκετά υπόθεση βέβαια, ίσως όμως όχι και τόσο απίθανη, δεδομένου του  σημαντικού ρόλου της πρώτης εντύπωσης).  

Ένα καλό βιβλίο σε συνδιασμό με ένα καλό εξώφυλλο, σίγουρα μπορεί να θεωρηθεί έργο τέχνης, ικανό να οδηγήσει τον αναγνώστη έξω από την καθημερινότητα.

Απόδειξη της ιδιαίτερης σχέσης του ανθρώπου με το βιβλίο σαν αντικείμενο, είναι το γεγονός ότι στην ιστορία, δεν υπήρξαν λίγες οι φορές που το βιβλίο έγινε αντικείμενο βανδαλισμού, σαν αποτέλεσμα τυφλού φανατισμού πολιτικών η θρησκευτικών διενέξεων. Σ’αυτές τις περιπτώσεις, δε απέσυραν απλώς τα « επικίνδυνα» βιβλία αλλά τα έριχναν στην πυρά σε μια πράξη ολοκληρωτικού αφανισμού της οντότητάς τους.

Το πρώτο βιβλίο που αγάπησα στο σύνολό του ήταν η καρδιά,του Εντμόντο ντε Αμίτσις. Καθώς στο βιβλίο εκείνο, τα φύλλα ήταν άκοπα,τα έκοβα λίγα- λίγα ενώ το διάβαζα γοητευμένη από τις ιστορίες του. Από τότε, (θα πρέπει να ήμουν γύρω στα δέκα),τα άκοπα βιβλία ασκούν επάνω μου μια παράξενη γοητεία ενώ τα ανακαλύπτω.

Το διαμετρικά αντίθετο συναίσθημα αυτής της επαφής που μόλις περιέγραψα θα πρέπει να είναι η επιθυμία κάποιου να μην θέλει να πειράξει τα άκοπα φύλλα ενός βιβλίου προκειμένου να μην το χαλάσει.   

Όταν θέλω να χαρίσω ένα βιβλίο σε κάποιο αγαπημένο πρόσωπο, περνάω πολύ χρόνο ψάχνοντας κάτι, που θέλω να συνδιάζει το ενδιαφέρον περιεχόμενο με την αισθητική.

Γυρεύω ένα μικρό σύμπαν. Ένα σύμπαν που χωράει μέσα στα χέρια μου και μπορώ να το μεταφέρω οπουδήποτε. Αυτό είναι το θαύμα!

 

 Εσείς σε ποια κατηγορία αναγνώστη ανήκετε; (αν ανήκετε)

 

 

 

 

 

Λίζα Διονυσιάδου

Η Λίζα Διονυσιάδου γεννήθηκε στην Θεσσαλονίκη και ζει στην Αθήνα και την Αίγινα. Σπούδασε Αρχιτεκτονική στην Σοβιετική Μόσχα και εργάσθηκε σε Αθήνα και Πειραιά. Ασχολείται με την λογοτεχνική γραφή τα τελευταία είκοσι χρόνια. Έχει εκδώσει ποιήματα (ΟΔΟΣ ΠΑΝΟΣ), μικρές ιστορίες (ΡΟΕΣ) και μυθιστορίες (ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ).

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.