Σβήσαν τα φώτα απότομα
άλλωστε έτσι γίνεται
όταν τα πράγματα δεν είναι αληθινά
Σβήνουν.
Χάνονται τα ίχνη τους
μέχρι να εμφανιστούν άλλα
το ίδιο ψεύτικα και κούφια
Έρχεται η νύχτα κι έρχονται
όλες οι νύχτες της ζωής μου μαζί.
Γυρίζω στους δρόμους βρεγμένη,
με την απελπισία να με ζωγραφίζει
Οι φίλοι μου κι απόψε στα ίδια μέρη
στα υγρά κελιά που λένε σπίτια
στα βρεγμένα χαρτόκουτα,
στα πλατύσκαλα εισόδων,
σκεπασμένοι με κουβέρτες
υγρές και τριμμένες.
Τα πουπουλένια παπλώματα
δεν έχουν θέση στους δρόμους
ή στα σπίτια που λείπει η θέρμανση
και το φαγητό…
Α! Ναι! Υπάρχουν άνθρωποι
που όχι μόνο στις γιορτές
αλλά κι αυτές τις μέρες και νύχτες
τις υγρές και παγωμένες
δεν έχουν μια σούπα ή ένα ζεστό τσάι.
Παλεύει το μυαλό με τη Λερναία Ύδρα
της αδικίας κι εγώ οργισμένη μού γυρεύω
τον λόγο και δεν με συγχωρώ καθώς
μια δόση οξυδέρκειας και η ελεύθερη βούληση
με καθιστούν υπεύθυνη της απελπισίας τους.
Ένας αλήτης βοριάς φέρνει με δύναμη
λόγια που χτυπούν τ’ αυτιά μου
«Η Κόλαση είναι οι Άλλοι»
και κλαίω μέσα στη βροχή
γιατί ματώνω να μην το πιστέψω
μα δικαιώνεται
απ’ την απάνθρωπη καθημερινότητα
αυτών, των αδιάφορων Άλλων.