ΠΡΟΦΙΛ
Αγαπητοί αναγνώστες, έχουμε την τιμή να φιλοξενούμε έναν φίλο – με την αρχαιοελληνική έννοια του όρου – του “Περί ου” μας. Ο ζωγράφος Γιώργος Κόρδης συνομιλεί μαζί μας για την τέχνη, την ζωγραφική τέχνη, την τέχνη της εικονογραφίας και την Μεγάλη Εβδομάδα. Για όσους θέλετε να μάθετε ποιος είναι, πιστοί στον τίτλο μας, σκιαγραφούμε το προφίλ του. Τον Άνθρωπο και Καλλιτέχνη ψηλαφούμε στην ζεστή συνομιλία μας.
Ο Γιώργος Κόρδης γεννήθηκε το 1956 στη Μακρυρράχη Φθιώτιδας και μεγάλωσε στην Αθήνα. Σπούδασε στην Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών (1975-1979). Ταυτόχρονα έκανε σπουδές ζωγραφικής και αγιογραφίας με δάσκαλο τον π. Συμεών Συμεού. Την περίοδο 1987-1989 πραγματοποίησε μεταπτυχιακές σπουδές ειδίκευσης στην Θεολογία και αισθητική της Βυζαντινής τέχνης στην Θεολογική Σχολή του Τιμίου Σταυρού στην Βοστώνη (Holy Cross Orthodox School of Theology) και Καλές Τέχνες στο School of the Museum of Fine Arts of Boston. Μετά την επιστροφή του στην Αθήνα, συνέχισε με σπουδές στην χαρακτική τέχνη και την χαλκογραφία με δάσκαλο τον χαράκτη Φώτη Μαστιχιάδη. Το 1991 ανακηρύχθηκε Διδάκτορας από τη Θεολογική Σχολή Αθηνών, το 2003 εκλέχθηκε Λέκτορας στο Τμήμα Θεολογίας της Θεολογικής Σχολής Αθηνών με αντικείμενο την Θεωρία και Πράξη της Εικονογραφίας, το 2009 Επίκουρος Καθηγητής, ενώ το 2013 παραιτήθηκε από το Πανεπιστήμιο προκειμένου να αφιερωθεί αποκλειστικά στην αγιογραφία και την ζωγραφική. Την περίοδο 2003-2007 δίδαξε ως επισκέπτης καθηγητής στο Institute of Sacred Music, στο Πανεπιστήμιο Γέιλ, όπως και σε άλλα εκπαιδευτικά ιδρύματα του εξωτερικού.
Από το 1990 παραδίδει μαθήματα αγιογραφίας και διαλέξεις στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, έχει εικονογραφήσει ναούς εντός και εκτός Ελλάδας, ενώ εκθέτει έργα του σε ατομικές και συλλογικές εκθέσεις. Παράλληλα έχει συγγράψει άρθρα και αυτοτελείς μελέτες σχετικές με την Θεολογία της εικόνας, την Θεωρία της Βυζαντινής ζωγραφικής και την τεχνική της εικονογραφικής τέχνης, ενώ έχει επιμεληθεί και την εικονογράφηση βιβλίων άλλων συγγραφέων. Υπέροχες είναι οι εικονογραφήσεις των βιβλίων με τα Παπαδιαμαντικά Διηγήματα που κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Αρμός… Το διαδίκτυο προσφέρει πλήθος πληροφοριών για τον Γιώργο Κόρδη, αλλά μπορείτε να ανατρέξετε και στις προσωπικές του ιστοσελίδες.
ΑΝΦΑΣ
Λ. Ζ. Κύριε Γιώργο Κόρδη, ευχαριστούμε για την τιμή της παρουσίας σας και στην στήλη αυτή του «Περί ου» μας. Χαίρομαι ιδιαίτερα, γιατί “ο Έλληνας που γεμίζει χρώμα τους Ναούς της Αμερικής” συνομιλεί μαζί μας για την τέχνη του, την εξέλιξή της, την θέση της στην λατρευτική ζωή. Ποιος είναι ο Γιώργος Κόρδης που ζωγραφίζει, αγιογραφεί, ιστορεί ναούς σχεδόν σε όλες τις ηπείρους;
Γ. Κ. Φαντάζομαι πως είναι δύσκολο για κάθε άνθρωπο να απαντήσει σε ένα τέτοιο ερώτημα. Τόσο για λόγους ηθικούς, αλλά κυρίως για λόγους πραγματικούς. Ποιος άραγε μπορεί να αξιολογήσει τον εαυτό του ή να τον περιγράψει διεκδικώντας κάποια αντικειμενικότητα; Αδύνατον θαρρώ.
Έτσι, δεν θα σας πω για το ποιος είμαι, αλλά τι κάνω τα τελευταία πολλά χρόνια της ζωής μου. Προσπαθώ να μάθω να ζωγραφίζω εικόνες εκκλησιαστικές και άλλες ζωγραφιές του προσωπικού μύθου μου. Εργάζομαι στην ζωγραφική εκκλησιών και φτιάχνω ζωγραφιές που εκθέτω σε διάφορους χώρους ανά τον κόσμο. Και μεταφέρω τις γνώσεις μου, τις εμπειρίες μου και τις απορίες μου σε μαθήματα που κάνω σε χώρες του εξωτερικού.
Η μεγάλη μου αγάπη είναι αυτό που σήμερα, κακώς, καθιερώθηκε να ονομάζουμε Βυζαντινή ζωγραφική και αυτήν προσπαθώ να υπηρετήσω όσο καλύτερα μπορώ.
ΤΕΤ -Α ΤΕΤ
Λ. Ζ. Πόσο σημαντική είναι σήμερα για τον άνθρωπο η εικόνα σε σχέση με την λατρευτική ζωή, θέλω να πω, έχει ο σύγχρονος πιστός ανησυχίες αντίστοιχες με αυτές του παλαιότερου ανθρώπου;
Γ. Κ. Η εικόνα, κι όχι αποκλειστικά η εκκλησιαστική εικόνα, είναι έτσι κι αλλιώς ο τρόπος με τον οποίο ο άνθρωπος κατανοεί τον κόσμο και λειτουργεί μέσα σε αυτόν. Η εικόνα έχει τεράστια και καταλυτική δύναμη και γι’ αυτό χρησιμοποιήθηκε πάντα μέσα στην ανθρώπινη ιστορία, για να χειραγωγηθεί η συνείδηση του ανθρώπου από τις εξουσίες του κόσμου τούτου. Επομένως ο σύγχρονος άνθρωπος δεν αποτελεί εξαίρεση και δεν διαφέρει σε τίποτα από τους παλιούς ανθρώπους. Ζητά την εικόνα για να γνωρίσει και για να αισθανθεί μια παρουσία ή για άλλους λόγους.
Η εικόνα στην λατρευτική ζωή είναι κεφαλαιώδους σημασίας και αξίας. Έχει δογματική βαρύτητα, αλλά όχι μόνον. Μετά την εικονομαχία διαμορφώνεται η συνείδηση της Εκκλησίας για τα όρια και τον χαρακτήρα του εξεικονισμού και αιτιολογείται με έλλογο τρόπο το πώς και γιατί του εξεικονισμού του Χριστού. Συνέπεια αυτής της εξέλιξης ήταν πως η εικόνα απέκτησε κεντρικό ρόλο στην ζωή της Εκκλησίας. Στην πραγματικότητα οι εικόνες ως σώμα-σύστημα μέσα σε έναν ιστορημένο ναό έχουν τις εξής λειτουργίες:
α. Δογματική λειτουργία. Η εικόνα βεβαιώνει την πραγματικότητα των εικονιζομένων. Εφόσον η εικόνα εξ ορισμού είναι η υποστατική πραγματική μορφή όσων εικονίζονται, η εικόνα βεβαιώνει πως όσα εικονίζονται υπήρξαν και δεν είναι είδωλα-μορφές χωρίς αντιστοιχία σε πραγματικό πρόσωπο αναφοράς. Ειδικά στην περίπτωση της εικόνας του Χριστού, αυτό είναι πολύ σημαντικό, αφού η εικόνα Του βεβαιώνει πως ο Λόγος έγινε άνθρωπος αναλαμβάνοντας στην υπόστασή του την ανθρώπινη φύση, πλην αμαρτίας φυσικά, και συνεπώς βεβαιώνει πως η σωτηρία των ανθρώπων είναι γεγονός κι όχι μια ψευδαίσθηση.
Αυτό όμως ισχύει για όλα όσα εικονίζονται-δείχνονται στις εικόνες.
β. Εκκλησιολογική λειτουργία.
Οι εικόνες ζωγραφίζονται με τον ζωγραφικό τρόπο που ονομάζουμε βυζαντινό. Αυτός είναι ένα σύστημα, μια εικαστική γλώσσα που έχει δικά της χαρακτηριστικά και λειτουργία. Όσα ζωγραφίζονται με τον τρόπο αυτό μοιάζουν να έρχονται, εκκινώντας από την επιφάνεια του τοίχου, προς τον χωρόχρονο των θεατών. Αυτό γίνεται με συγκεκριμένες επιλογές· με τον ρυθμό του έργου. Έτσι, όλα όσα εικονίζονται και είναι απόντα, έρχονται στο παρόν των θεατών και γίνονται παρόντα.
Με τον εικαστικό αυτό τρόπο εκφράζεται και αισθητοποιείται η εκκλησιολογία της Εκκλησίας που κατανοεί την Εκκλησία ως σώμα του Χριστού μέσα στους αιώνες. Όλα μέσα στον ναό, ζώντες πιστοί και ο Χριστός και οι άγιοι του, μοιάζουν να είναι ενωμένοι αξεδιάλυτα και να λειτουργούν ως οργανική κοινωνία αγάπης και ενότητας.
γ. Ποιητική πολιτιστική λειτουργία.
Στο παρελθόν όλες οι εικόνες είχαν πρόσωπο. ΄Αμα έβλεπες παλιά μια εικόνα, όσο κι αν ήταν αντίγραφο, καταλάβαινες πως την είχε φτιάξει ένα ανθρώπινο πρόσωπο, ανεξάρτητα από το αν ακολουθούσε μια συγκεκριμένη “σχολή” με τα ιδιαίτερα γνωρίσματά της. Έτσι οι εικόνες, εκτός από τις άλλες λειτουργίες που ανέφερα, εξέφραζαν και το πρόσωπο του δημιουργού τους αλλά και την κάθε εποχή με τα ιδιαίτερα πολιτιστικά χαρακτηριστικά τους.
Βλέπετε λοιπόν πόσο πολυδιάστατο γεγονός ήταν και είναι η εικόνα. Έτσι καλύπτει ολόκληρο τον άνθρωπο. Τον νου και την ανάγκη του για αλήθεια, αλλά και την καρδιά και τις αισθήσεις του που διψάνε για κοινωνία και αγάπη. Η εικόνα βοηθά τον άνθρωπο να λειτουργήσει, να εννοήσει και να αισθανθεί και να κοινωνήσει.
Λ.Ζ. Προσωπικά έχω την εμπειρία ενός ναού στον οποίο οι αγιογραφίες έχουν στοιχεία από την σύγχρονη τέχνη. Η τέχνη σας μου είναι εξίσου οικεία, γιατί κοσμεί το σπίτι μας και την βιβλιοθήκη μας. Δεν μπορώ όμως να μη ρωτήσω, χάριν της συζήτησης, πώς αντιμετωπίζεται αυτή η, ας πούμε, καινοτομία σ’ έναν κόσμο που ταυτίζει την συντήρηση με την παράδοση; Ή που θεωρεί πως παράδοση είναι μόνο ό,τι μοιάζει ή ό, τι αντιγράφει αυτό που ονομάζεται “βυζαντινό”;
Γ. Κ. Οι άνθρωποι της Εκκλησίας, αλλά και γενικότερα η ελληνική κοινωνία σήμερα δυσκολεύεται να διακρίνει την παράδοση από την συντήρηση. Τείνει να τα ταυτίζει. Σε αυτό βέβαια έπαιξαν ρόλο διάφορα πράγματα, ακόμη και ο υπερβολικός λόγος περί πολιτιστικής παραδόσεως, που ήταν σχεδόν άγνωστος στο παρελθόν. Έτσι, η παράδοση στον νου των περισσοτέρων σήμερα είναι κάτι που έγινε στο παρελθόν και είναι τετελεσμένο, παγιωμένο και έχει σχεδόν δογματικό κύρος.
Έτσι, κάθε απόπειρα δημιουργικού διαλόγου με το εικαστικό παρελθόν θεωρείται εικονοκλαστική κι επικίνδυνη, αφού για τους πολλούς αυτό εννοείται ως δογματική παρέκκλιση.
Φυσικά υπάρχουν πολλοί άνθρωποι μορφωμένοι και ενημερωμένοι σωστά, που είναι ανοιχτοί και χαίρονται αυτές τι απόπειρες και τις βοηθούν.
Το ζήτημα όμως δεν είναι εκεί. Το ζήτημα είναι πως ως σώμα η ελληνική κοινωνία και οι εκκλησιαστικοί άνθρωποι δυσκολεύονται να διαχειριστούν το παρελθόν τους και άρα και το παρόν και το μέλλον του τρόπου έκφρασής τους.
Θα έλεγα, εκφράζοντας μια προσωπική άποψη, πως, αν εξαιρέσουμε το δόγμα της Εκκλησίας, η παράδοση δεν υπάρχει. Είναι μάλλον ένα σώμα με ποικιλία λύσεων εικαστικών, που μέσα στους αιώνες προκόπτει και αυξάνεται, προκειμένου να λειτουργήσει μέσα στην ιστορία. Αυτό το σώμα είχε πάντα δυναμική και αυξανόταν χωρίς να καταργείται ο λόγος του. Ο λόγος του είναι η παράδοση κι όχι οι ποικίλες μορφές που παίρνει. Και ο λόγος της “παράδοσης” είναι η σύσταση κοινωνίας, η έκφραση με εικαστικούς όρους της αλήθεια πως η ζωή υπάρχει ως ενότητα εν Χριστώ. Χάριν αυτής της αλήθειας επιλέγονται σχετικές και ανάλογες εικαστικές λύσεις που πολλές φορές δεν μοιάζουν με τις βυζαντινές, αλλά έχουν όμως την ίδια λειτουργία, άρα ειναι συμβατές με την “παράδοση”. Εμπλουτίζουν την “παράδοση” χωρίς να την επαναλαμβάνουν σε επίπεδο στυλιστικό.
Λ. Ζ. Αλήθεια, γιατί χρησιμοποιείται το ρήμα “ιστορώ”, όταν πρόκειται για την εικονογράφηση ενός ναού ή μιας εικόνας; Αφορά αυτό και στην πίστη μας;
Γ. Κ. Όταν ζωγραφίζουμε εικόνες, ιστορούμε, γιατί δεν καταγράφουμε καταρχάς φαντασίες του νου, αλλά τις πραγματικές μορφές ιστορικών προσώπων και γεγονότων. Έτσι ο ναός ιστορείται με εικόνες και επομένως ο ναός γίνεται μια οπτική μαρτυρία της ιστορίας της Θείας Οικονομίας. Ταυτόχρονα, βέβαια, μέσω του ζωγραφικού τρόπου, της τεχνοτροπίας των εικόνων, που εμπλουτίζει τις εικόνες, ο ιστορημένος ναός αποτελεί μια πρόγευση-εικόνα της Βασιλείας των Ουρανών, αφού καταγράφει ποιότητες σχέσεων και τρόπου ύπαρξης που θα υπάρχουν στον Παράδεισο. Όλα όσα ζωγραφίζονται υπάρχουν σε σχέση ενότητας αγάπης καταλλαγής και ειρήνης και έτσι δείχνουν και αισθητοποιούν έμμεσα τον Παράδεισο.
Λ. Ζ. Η Βυζαντινή ζωγραφική, από την εμφάνισή της ώς σήμερα, είναι τέχνη, δηλαδή απευθύνεται παντού; Και γιατί;
Γ. Κ. Η “Βυζαντινή “ τέχνη δεν εμφανίστηκε έτσι ξαφνικά και εκ του μη όντος.
Αποτελεί φυσική συνέχεια της ελληνιστικής ζωγραφικής και στην πραγματικότητα διατηρεί όλα σχεδόν τα χαρακτηριστικά της. Φυσικά έχει ιδιοπροσωπία, αλλά αυτή δεν την βγάζει εκτός του σώματος. Η γλώσσα αυτή διαμορφώθηκε στην πραγματικότητα στους πρώτους αιώνες μ.Χ., στη διάρκεια της λεγόμενης ύστερης αρχαιότητας και δεν ήταν θρησκευτική ζωγραφική. Αν δείτε, για παράδειγμα, τα ψηφιδωτά δάπεδα τη Βίλλας στην Piazza Armenina στη Σικελία, θα εκπλαγείτε. Είναι σχεδόν αυτούσια η “Βυζαντινή” ζωγραφική. Επομένως, είναι μια εικαστική γλώσσα, η οποία υπέστη επεξεργασία μέσα στις χριστιανικές κοινότητες, προκειμένου να εκφράσει καλύτερα το κοσμοείδωλό τους. Η γλώσσα αυτή χρησιμοποιήθηκε και στο Βυζάντιο και για την απεικόνιση κοσμικών θεμάτων και ουδέποτε ταυτίστηκε με την θρησκευτική τέχνη. Αυτό έγινε στις μέρες μας με την επίδραση της εικονολογίας των Ρώσων της Διασποράς και στην Ελλάδα του Φ. Κόντογλου. Είναι κρίμα, γιατί έτσι η εικαστική αυτή παράδοση έχασε τη δυναμική της και την ευρύτητα της λειτουργία της μέσα στην ζωή και περιορίστηκε στις εκκλησίες, όπου όμως κι εκεί απλά επαναλαμβάνει τον εαυτό της αντιγράφοντας αριστουργήματα παλιότερων εποχών, χωρίς να δημιουργεί και να συνεχίζει την ανάπτυξη του εικαστικού αυτού σώματος.
Λ. Ζ. Ποια η εμπειρία σας από τους Έλληνες της ομογένειας σε σχέση με τους Έλληνες του εσωτερικού; Είναι πιο “παραδοσιακοί” ή πιο δεκτικοί στο καινούργιο; Στο “ανανεωμένο”;
Γ. Κ. Οι Έλληνες εκτός Ελλάδας, επειδή ζουν σε πιο ανοιχτές κοινωνίες, γίνονται πιο ανοιχτοί στον διάλογο και έτσι απομακρύνουν διάφορα ιδεολογήματα που ταλανίζουν την σύγχρονη Ελλάδα, που μοιάζει να μένει προσκολλημένη σε στερεότυπα με τον φόβο μη χάσει κάτι πολύτιμο. Χάνει όμως έτσι το πλέον πολύτιμο, που είναι η ζωντάνια και η ελευθερία. Εκτός Ελλάδας δεν λείπουν τα προβλήματα, αλλά δίνονται ευκαιρίες για πιο δημιουργικά πράγματα.
Λ. Ζ. Πολλοί άνθρωποι θεωρούν δεδομένη την Βυζαντινή τέχνη και πιστεύουν πως μπορούν να τη διακρίνουν ανάμεσα σε άλλες. Ισχύει αυτό; Ποια τα γνωρίσματα της Βυζαντινής ζωγραφικής, ποια η ιδιοπροσωπία της;
Γ. Κ. Δυστυχώς, πολλοί άνθρωποι μένουν σε εξωτερικά χαρακτηριστικά και πιστεύουν πως δεδομένες φόρμες περιγράφουν και ορίζουν αυτό που γνωρίσαμε ως Βυζαντινή ζωγραφική. Δεν είναι έτσι. Η Βυζαντινή ζωγραφική, όπως και κάθε άλλο ζωγραφικό σύστημα, είναι τρόπος σκέψης και αναδόμησης της πραγματικότητας. Και είναι αυτός ο λόγος του συστήματος που το προσδιορίζει κι όχι απλώς κάποιες εξωτερικές φόρμες. Οι φόρμες μπορεί να αλλάζουν, αλλά να μένει η καρδιά, το πνεύμα της ζωγραφικής αντίληψης.
Όπως είπαμε παραπάνω, η καρδιά της Βυζαντινής ζωγραφικής είναι η επιδίωξη της δημιουργίας σχέσης ανάμεσα στο εικονιζόμενο και στον θεατή σε ένα πραγματικό εμπειρικό επίπεδο. Γι’ αυτό και τα απόντα εικονιζόμενα έρχονται στον χωρόχρονο του θεατή και ενώνονται μαζί του.
Το πώς θα συμβεί αυτό είναι θέμα του ζωγράφου. Υπάρχουν άπειροι τρόποι πραγμάτωσης αυτού του λόγου κι όχι μονάχα ένας. Στο Βυζάντιο κυριάρχησε ένας τρόπος με την επίδραση του ελληνικού πολιτισμού, αλλά θεωρητικά μπορεί να βρεθούν κι άλλοι τρόποι για να υπάρξει εκκλησιαστική ζωγραφική που είναι και το τελικό ζητούμενο· να υπάρξει μια ζωγραφική που να αποδίδει το ήθος και το πνεύμα της Εκκλησίας και κυρίως να λειτουργεί μέσα στην εκκλησία.
Η ζωγραφική που αναπτύχθηκε στην Δύση μετά την Αναγέννηση είναι σπουδαία και όμορφη, αλλά δεν είναι αυτό το ζητούμενο, όταν μιλάμε για εκκλησιαστική ζωγραφική. Το βασικό “πρόβλημα” αυτού του δυτικού ζωγραφικού συστήματος είναι η εισαγωγή του αυτόνομου ζωγραφικού χώρου και άρα χρόνου. Αυτό αναπόφευκτα οδηγεί στην δημιουργία μιας δεύτερης εικονικής πραγματικότητας που δεν ταυτίζεται με αυτήν των θεατών. Έτσι διαιρείται η πραγματικότητα σε πραγματική και σε εικονική-ψεύτικη. Με τον τρόπο αυτό όμως εισάγεται μια διαφορετική εκκλησιολογία, αφού όσα εικονίζονται μοιάζουν να υπάρχουν και να ζουν αποστασιοποιημένα από τους θεατές σε μια άλλη πραγματικότητα, συστήνοντας ένα διαφορετικό σώμα. Αυτό όμως δεν ταιριάζει με την χριστιανική εκκλησιολογία. Αυτό είναι, θαρρώ, το κυρίως ζήτημα κι όχι το στυλ της δυτικής νατουραλιστικής ζωγραφικής.
Λ. Ζ. Μια ανάσα από την Εβδομάδα των Παθών και την Ανάσταση του Χριστού. Υπάρχει εικονογραφική απόδοση των μεγάλων γεγονότων του Ευαγγελίου που λειτουργικά βιώνουμε;
Γ. Κ. Η εικονογραφία της Μεγάλης Εβδομάδας, που μπορεί κανείς να πει πως ξεκινά με την Ανάσταση του Λαζάρου και την Βαϊοφόρο και καταλήγει στην Ανάσταση του Χριστού, είναι ένα πραγματικό αριστουργηματικό αφήγημα. Καλύπτει τα γεγονότα σε ιστορικό επίπεδο, αλλά ταυτόχρονα τα ερμηνεύει, αναδεικνύοντας την θεολογία τους και, φυσικά, στην κορύφωσή της, στην εικόνα της εις Άδην Καθόδου-Ανάστασης, οπτικοποιεί την θεολογία της Αναστάσεως και αποδίδει το πώς η Εκκλησία κατανόησε τις συνέπειες της Ανάστασης του Χριστού για το ανθρώπινο γένος. Εδώ η Εκκλησία, με μια αριστουργηματική πρόσληψη κωδίκων του ελληνορωμαϊκού κόσμου (αυτοκρατορική εικονογραφία), εκφράζει με εικαστικούς όρους πώς η Ανάσταση του Χριστού δεν είναι απλώς η υπόθεση ενός προσώπου, αλλά αφορά την ανθρώπινη φύση, όλη την ανθρωπότητα, η οποία ανασταίνεται στο πρόσωπο του Χριστού, δίνοντας σε όλους τους ανθρώπους όλων των εποχών την δυνατότητα να ζήσουν αυτό το δώρο και να ζήσουν στο σώμα του Αναστημένου Χριστού.
Την εικονογραφία όμως της Μ. Εβδομάδας τη ζει κανείς μέσα στις ακολουθίες της. Αυτή δεν είναι απλό καλλιτεχνικό θέαμα, αλλά μέρος μιας συνολικής εμπειρίας μέσα στον ναό και μέσα στην κοινωνία των προσώπων εν Χριστώ.
Λ. Ζ. Σήμερα οι νέοι ασχολούνται με την αγιογραφία; Ένας ζωγράφος- αγιογράφος σίγουρα θα πρέπει να διαθέτει μεράκι.. Πίστη; Κι εννοώ πίστη στον Χριστό και μετοχή στην λειτουργική ζωή. Ή είναι ξεχωρισμένα πράγματα αυτά;
Γ. Κ. Στις μέρες μας πολλοί άνθρωποι κι όχι μονάχα νέοι ενδιαφέρονται για την Βυζαντινή ζωγραφική και ειδικότερα για την Εικονογραφία. Για λόγους που δύσκολα μπορούμε εδώ να αναλύσουμε, υπάρχει μεγάλο ενδιαφέρον σε όλον τον κόσμο και σε χώρες χωρίς σχετική παράδοση.
Φυσικά η ενασχόληση με την τέχνη αυτή προϋποθέτει μεράκι ‒ ό,τι κι αν σημαίνει αυτό σήμερα‒ και φυσικά προϋποθέτει χριστιανική πίστη. Ακόμα πιο πολύ όμως προϋποθέτει αγάπη. Όταν ξεκίνησα να μάθω την τέχνη αυτή, ο δάσκαλός μου, ο πατήρ Συμεών Συμεού, μου είπε: “Αν θες να γίνεις αγιογράφος, πρέπει να αγαπάς τους αγίους, τον Χριστό και του αγίους”. Δεν τον ρώτησα ποτέ να μου εξηγήσει τι εννοεί. Όμως τώρα ξέρω τι εννοούσε. Μονάχα με την αγάπη φτάνεις στην σχέση και στην ένωση με τον Χριστό και το σώμα του, τους αγίους δηλαδή. Τότε έχεις εμπειρία, όση, έχεις την βάση να μιλήσεις μια γλώσσα και να πεις κάτι σχετικό. Το πόση αγάπη έχει κανείς, αυτό δεν μετριέται ούτε εξετάζεται. Αυτό το ξέρει ο Θεός. Αλλά δίχως αυτό, δεν γίνεται να πεις τίποτα για την ίδια την ζωή, πόσο μάλλον για την Ζωή και την κοινωνία ως ζωή. Αυτά όμως είναι δύσκολα πράγματα και προσωπικά. Η Εκκλησία άλλωστε ουδέποτε θέσπισε και καθιέρωσε όρους και κανόνες για να αγιογραφεί κανείς. Δεν είχε ποτέ μάλιστα καθιερώσει ούτε καν κάποια σχετική ευχή. Ο Διονύσιος ο εκ Φουρνά των Αγράφων έγραψε μια δική του, αλλά δεν καθιερώθηκε ούτε αυτή.
Το σίγουρο είναι ένα: Η τέχνη, όπως και η ζωή, θέλει έρωτα και πόθο ελευθερίας και αγάπη πλατιά, σαν του Χριστού.
Λ. Ζ. Ευχαριστούμε για όσα πολύτιμα μας χαρίσατε στον πολύτιμο χρόνο σας! Ευχαριστώ! Εύχομαι Καλή Ανάσταση! Και δύναμη να δημιουργείτε…
Αν μου επιτρέπετε και μου επιτρέπουν και οι αναγνώστες, η εικόνα ακριβώς επειδή έχει σημαντικό ρόλο στην λατρευτική ζωή και μας παραπέμπει στο πρωτότυπο, το πρωτότυπο είναι λουσμένο στο Φως. Αυτό το Φως το αναδεικνύετε! Φως Αναστάσιμο!