Κοιτάζοντας γύρω
αφουγκράσου το αναπάντητα δοσμένο,
την ουτοπία σύλλαβε, αγγίζοντας
των σωμάτων τα δελεαστικά αινίγματα.
Στο λευκό περπάτα
πισωβλέποντας την θάλασσα,
πίνοντας του φεγγαριού τα κίτρα.
Κι αν σ’ αποσπάσει το ηλιοβασίλεμα,
δες που κρύβονται τ’ αστέρια
όταν δεν είναι ερωτευμένα,
πως αντιμάχονται τον ήλιο όταν ερωτεύονται,
ξέροντας τον χαμό τους.
——————————————————-
Τ’ αγέρωχα μαλλιά σου,
τα μαύρα μάτια,
εκδίδονται με θράσος στη βροχή.
Θυγατέρες τα χείλη σου ρουφούν,
τις άτεγκτες παρειές σου εμπιστεύονται,
ποθώντας τους φιλόπονους μηρούς σου.
Τα δάκρυά σου ψηλαφώ,
τα αγορίστικα Μαρία θέλγητρά σου.
—————————————————–
Θέλγουν ο ήλιος, ο ουρανός,
η συννεφιά όταν δακρύζει,
η θάλασσα που αφρίζει.
Μακριά από κόπους μάταιους
η ξεγνοιασιά ωριμάζει δαμάσκηνα, πορτοκάλια,
κι έτσι ξεκούραστα αλητεύω στις ρώγες,
στα σκέλη, στους μηρούς σου.
Αλητεύω με τα χρώματα, τα γράμματα,
τα σώματα που σφύζουν,
το δειλινό το αναπόδραστο.
Πριν το τέλος να δράσει,
λιτή, ρέμπελη, ερωτική,
η ελευθερία εκφεύγει.
——————————————————-
Τα χείλη σου άναρχες δομές,
υγρές, μεστές παρενθέσεις,
θωπεύουν ήχους, ανθολογούν στιγμές,
ιχνηλατούν προθέσεις.
Βιογραφικό σημείωμα: