You are currently viewing Λίζα Διονυσιάδου: Η ΑΧΜΑΤΟΒΑ ΣΤΟΝ ΚΑΘΡΕΦΤΗ

Λίζα Διονυσιάδου: Η ΑΧΜΑΤΟΒΑ ΣΤΟΝ ΚΑΘΡΕΦΤΗ

Απόσπασμα από το ανέκδοτο μυθιστόρημα Η ΑΧΜΑΤΟΒΑ ΣΤΟΝ ΚΑΘΡΕΦΤΗ

……….

ΑΝΝΑ Β: …Ξέρετε, Άννα, αγαπημένη μου, πέρυσι πήγα στον τάφο σας…

ΑΝΝΑ Α: Πέστε μου γι αυτόν, Άννα…

ΑΝΝΑ Β: Απρίλη μήνα πήγα, περπατώντας προσεχτικά, σε κρυσταλλιασμένα
απομεινάρια χιονιού. Ο αρχικός ξύλινος σταυρός έχει, βεβαίως,
αντικατασταθεί με μεταλλικό. Με τον κλασικό σταυρό της ορθοδοξίας!

ΑΝΝΑ Α: Επισκεφτήκατε όμως και την προτελευταία μου κατοικία, ε; Το
μικρό, ξύλινο σπιτάκι που μου παραχώρησαν τα τελευταία χρόνια της ζωής
μου, μετά την αποκατάστασή μου. Όταν δεν ήμουν πια εχθρός του λαού και
απολάμβανα τιμές…

ΑΝΝΑ Β: Ναι. Το βρήκα δύσκολα.Μέσα στο δάσος συνάντησα δυο τρείς
ανθρώπους -κάποιοι κατοικούσαν εκεί μόνιμα-, κανείς ωστόσο δεν ήξερε να
μου πει πού βρισκόταν το σπίτι της Αχμάτοβα.
Κάτι στην όλη εικόνα, σε εμποδίζει να το εντοπίσεις αν δεν θέλεις πραγματικά να το βρεις.

ΑΝΝΑ Α: Όμως, εσείς, Άννα, το βρήκατε…

ΑΝΝΑ Β. Είχε εφημερίδες κολλημένες στην τζαμαρία του και ένα έρημο
παγκάκι στην είσοδο…Εκεί στάθηκα καλή μου Άννα. Στο παγκάκι σας κάθισα.
Από το απέναντι παρόμοιο σπιτάκι με κοιτούσε μια άφωνη κιθάρα. 
Σ’ αυτό το εξοχικό ησυχαστήριο νιώθατε επιτέλους ελεύθερη ή μήπως το αίσθημα της φυλακισμένης σας ακολουθούσε κι εκεί;

ΑΝΝΑ Α: Ποτέ δεν ένιωσα ελεύθερη. Κι εδώ, στο Κομάροβο, μια κουρασμένη
και ανήμπορη πια γυναίκα, ήμουν αναγκασμένη να υπακούω στις οδηγίες των
γιατρών. Δεν είχα πια τις δυνάμεις να οργανώνω μόνη την ζωή μου. Ήμουν
απολύτως εξαρτημένη από τρίτους. Η αναγνώριση και τα βραβεία ήρθαν όταν
όλη μου η ύπαρξη ήταν εξουθενωμένη.
Πάντως, κάποιοι αγαπημένοι φίλοι έπαιρναν τον ηλεκτρικό για να έρθουν να με δουν. Μου έφερναν λουλούδια, έγραφαν στίχους για μένα στην διαδρομή…

ΑΝΝΑ Β: Πόσο βαθιά λυπημένη είσαστε, καλή μου Άννα…

ΑΝΝΑ Α: Η αλήθεια είναι πως ίδιες απογοητεύσεις, πίκρες και ταπεινώσεις δέχτηκα
στην χώρα μου, ίδιες δέχτηκα και στην προσωπική μου ζωή. Βάρβαρες
προσπάθειες τιθάσευσης του ανήσυχου ψυχισμού μου. Όλοι οι άντρες μου με
ζήλευαν. Προσπαθούσαν να με εξουσιάζουν, να με απομακρύνουν από τους
φίλους μου, να με φυλακίζουν κατά κάποιο τρόπο. Και ο Πούνιν, 
o έρωτας της ζωής μου, (όπως τουλάχιστον θεωρήθηκε), δεν υπήρξε εξαίρεση.
Ζήλειες, εκνευρισμός όταν αργούσα να επιστρέψω, ανάρμοστες
συμπεριφορές. Δεν μπορώ να ξεχάσω την σκηνή στο γεφύρι Τρόιτκι, όταν,
έξαλλος από ζήλια, πέταξε το μπουκέτο που μου πρόσφερε ο φίλος μου
Ζαμιάτιν, στον Νέβα. Τα λουλούδια σκόρπισαν στο νερό. Έτσι όπως
σκόρπισε η ζωή μου. Και ήταν τόσο άδικο! Δεν έφταιγε σε τίποτα ο
Ζαμιάτιν. Δεν υπήρχε τίποτα μεταξύ μας. Όλη μου η ζωή έμοιαζε με εκείνα
τα σκορπισμένα ματωμένα λουλούδια που ο Πούνιν, πρώτα κομμάτιασε,
-ηδονικά θα έλεγα- και μετά πέταξε. Τα χέρια του είχαν ματώσει από τα
αγκάθια των τριαντάφυλλων. Τα κομματιασμένα λουλούδια μάτωσαν κι αυτά.
Ματωμένα σαν τις ζωές μας στο έλεος του ρεύματος. Όταν γυρίσαμε στο
σπίτι ήμασταν δύο δυστυχισμένοι άνθρωποι που έκλαιγαν ταπεινωμένοι.

ΑΝΝΑ Β: Άννα, θαρρώ πως σε όλη τη ζωή σας ήσασταν δέσμια του
χαρακτηρισμού «παρακμιακή.» Η δική σας μελαγχολία, ο ερωτικός πόνος και
η «άλλη» οπτική στα κοσμοϊστορικά γεγονότα που συντάραξαν την Ρωσία
αλλά και τον κόσμο ολόκληρο, ήταν πολύ εύκολο να παρερμηνευθούν. Η
εσωτερική σας οργή, η απελπισία, αλλά και, κυρίως, η απέραντη δύναμη,
δεν ήταν άμεσα ορατές στους πολλούς.

ΑΝΝΑ Α: Σε περιπτώσεις σαν την δική μου, οι μύθοι γεννιούνται εύκολα.
Όχι μόνο από τους αναγνώστες, αλλά και από τον ίδιο τον δημιουργό. Δεν
έχεις άλλο δρόμο παρά να ενταχθείς μέσα στον μύθο που ο ίδιος συνέβαλες
στην δημιουργία του.

ΑΝΝΑ Β: Δεν μπορώ να φανταστώ ποια θα ήταν η αντίδραση όλων και,
κυρίως, η δική σας, αν ξαναγυρίζατε τώρα…

ΑΝΝΑ Α: Το πιθανότερο θα ήταν να μην μπορούσα καν να υπάρξω. Μέσα σε
όλο αυτό το ανεξέλεγκτο χάος, μάλλον θα έσβηνα από έλλειψη αναπνοής.
Στη δική μου τραγική εποχή, υπήρχαν τουλάχιστον σχισμές καθαρού αέρα.
Στην δική σας, εσείς θα μου πείτε …

ΑΝΝΑ Α: Αισθάνομαι δέος για όλα όσα ζήσατε. Αλλά δυσκολεύομαι να σας
περιγράψω αυτό που ζούμε τώρα! Εντάσεις και ταραγμένη ατμόσφαιρα
υπήρξαν και θα υπάρχουν σε όλες τις εποχές. Κάθε φορά οι άνθρωποι
αισθάνονται ότι ζουν πρωτόγνωρες καταστάσεις. Δύσκολο να προσδιορισθεί
αν το φορτίο του Σίσυφου βαραίνει η ελαφραίνει από τις συγκεκριμένες
ιστορικές συνθήκες. Κάποιοι άνθρωποι ωστόσο, είναι πάντα
καταδικασμένοι, σαν από αρχαία κατάρα, να κουβαλούν μεγαλύτερο βάρος
από τους υπόλοιπους μια και η ανθρώπινη ντροπή βαραίνει περισσότερο
στους δικούς τους ώμους. Η ανθρώπινη ντροπή για κάποιους γίνεται
βασανιστικά προσωπική… Νιώθουν ότι έχουν υποχρέωση να ισορροπούν πάνω
σε τεντωμένο σχοινί. Ω, αν σας γνώριζε το αστέρι μου, ο ποιητής που
κάηκε μέσα στην φλόγα του! Ίσως…

ΑΝΝΑ Β: Μην βασανίζεστε καλή μου ! Είμαι σίγουρη ότι δεν θα μπορούσα να
τον αποτρέψω από αυτό που η μοίρα είχε δρομολογήσει γι αυτόν. Το
πιθανότερο θα ήταν να με απέρριπτε. Δεν είναι καθόλου δεδομένο ότι οι
φλόγες επικοινωνούν πάντα, αλλά και αν κάτι τέτοιο συμβεί, δεν σημαίνει
ότι καταπραΰνουν τον ψυχισμό και δεν καταλήγουν σε αποκαΐδια.

(…)

Λίζα Διονυσιάδου

Η Λίζα Διονυσιάδου γεννήθηκε στην Θεσσαλονίκη και ζει στην Αθήνα και την Αίγινα. Σπούδασε Αρχιτεκτονική στην Σοβιετική Μόσχα και εργάσθηκε σε Αθήνα και Πειραιά. Ασχολείται με την λογοτεχνική γραφή τα τελευταία είκοσι χρόνια. Έχει εκδώσει ποιήματα (ΟΔΟΣ ΠΑΝΟΣ), μικρές ιστορίες (ΡΟΕΣ) και μυθιστορίες (ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ).

This Post Has One Comment

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.