Ήταν Σάββατο, έβρεχε ασταμάτητα και τα πεσμένα φθινοπωρινά φύλλα, μισοσαπισμένα, περίμεναν μάταια έναν ανεμοστρόβιλο να τα σηκώσει. Οι νεκροί από την παρανοϊκή πλημμύρα είχαν φθάσει τους είκοσι, η διάθεσή μου βρισκόταν στο πάτωμα και τα σχόλια στο f.b. άγγιζαν τα όρια της ανθρώπινης αντοχής μου.
Όταν χτύπησε η πόρτα νόμισα πως ήταν κάποιος από την KGB που ήρθε να με συλλάβει, επειδή τον τελευταίο καιρό ασχολούμαι διαρκώς με την Αχμάτοβα , η οποία ως γνωστόν παρακολουθείτο στενά για τις σχέσεις της με ξένους από δυτικές χώρες. Άνοιξα ταραγμένη την πόρτα και …αντί για τον σοβιετικό μπάτσο , είδα μπροστά μου τον διαχειριστή της πολυκατοικίας να μου φέρνει ένα πακέτο με φακέλους λέγοντας ότι στην pilotis, όλα ήταν μουλιασμένα από τα αδέσποτα όμβρια. Τον ευχαρίστησα κουρασμένα και μαντάλωσα την πόρτα με άγριο ενθουσιασμό.
Η αλήθεια είναι ότι η Αχμάτοβα είχε να εμφανισθεί μερικές μέρες. Από τότε που τα νερά κατέκλυσαν το σύμπαν. Ίσως θα έπρεπε να αρχίσω να ανησυχώ.
Ο Θόδωρος Αγγελόπουλος είχε πεθάνει πριν αρκετά χρόνια (αφού, μετά το χτύπημα που δέχτηκε από μηχανή, έπεσε σε ανοιχτό φρεάτιο, λες και όλο το σύμπαν είχε συνωμοτήσει για να πάψει να δημιουργεί), και δυστυχώς δεν μπορούσα να τον ρωτήσω πως εμπνεύσθηκε εκείνη την υπέροχη υγρή ταινία με το πλημμυρισμένο χωριό, το χτισμένο στον πάτο μιας λίμνης. Θυμόμουν έντονα ότι βγήκα τότε από τον κινηματογράφο με το αίσθημα ότι βγήκα μέσα από νερά. Επίσης θυμόμουν την σκηνή με μια πολυτελή κηδεία, και συνειρμικά ήρθε στο νου μου η κρατική πρόνοια για τους πληγέντες .
Όλα γύρω μου και μέσα μου ήταν υγρά. Το μόνο απολύτως στεγνωμένο ήταν η ψυχή μου.