Μια παχουλή γάτα, η Π., αρκετά μπλαζέ και φιλοσοφημένη, διέσχιζε την λεωφόρο Αλεξάνδρας. Στο πλάτωμα της θεάς Αθηνάς επιβιβάσθηκε σ’ένα μικρό αυτοκίνητο που οδηγούσε μια γυναίκα, η Λ.
Η Λ. δεν είχε καμιά κλίση προς τις γάτες, και όλη η σκηνή θα γεννούσε απορίες, όχι στους περαστικούς – κανείς άλλωστε δεν φαινόταν να νοιάζεται -, μα γενικότερα σε κάποιον υποψιασμένο παρατηρητή.
Υπήρχε πάντως κάποια οικειότητα μεταξύ τους, που θα μπορούσε να εκληφθεί ως έλξη μεταξύ ετερώνυμων πλασμάτων ή ως αόριστη σχέση ανάμεσα σε δύο, κατά βάθος, συγγενικές ψυχές.
Αυτά συνέβαιναν σε μια όχι και τόσο μακρινή εποχή, όπως θα συμπέραινε κανείς από τα γνώριμα ονόματα των λεωφόρων και τα μοντέλα των αυτοκινήτων.
Στην επόμενη σκηνή, το ασυνήθιστο ζευγάρι βρέθηκε μπλοκαρισμένο στην λαϊκή αγορά της πλατείας Βικτωρίας, εξαιτίας της επιθυμίας της γάτας να αγοράσει τσιγάρα σε κούτες, από αλλοδαπούς.
Οι δυο τους, (γυναίκα και γάτα), είχαν γνωριστεί πολλά χρόνια πριν, σε μια εκδρομή σε κοντινό νησί. Ήταν Απόκριες, πράγμα που ευνοούσε τις γνωριμίες ανάμεσα σε διαφορετικά είδη του ζωικού βασιλείου. Συναντήθηκαν μερικές φορές στη συνέχεια, σε μια εποχή αλλόκοτων καταστάσεων που ακολούθησαν την μεταπολίτευση, στην χώρα με το λαμπερό μακρινό παρελθόν και το μισοφωτισμένο κοντινό μέλλον. Ύστερα χάθηκαν για αρκετά χρόνια, κάτι που ομολογουμένως δεν έπαιξε ιδιαίτερο ρόλο στην πορεία της χώρας, η οποία, ούτως ή άλλως, ήταν ανεξάρτητη από φιλίες θηλαστικών.
Ξαναβρέθηκαν ύστερα από ένα τραγικό συμβάν που αφορούσε στην Λ., στην προσπάθεια της τελευταίας να δει τα πράγματα με υπερβατικό τρόπο. Έτσι κάπως ξεκίνησε πιο ουσιαστικά η φιλία τους.
Οι συναντήσεις τους δεν ήταν συχνές, είχαν πάντως έναν σταθερό χαρακτήρα επανάληψης που, αν θέλουμε να είμαστε ακριβείς, πρέπει να παραδεχτούμε ότι οφειλόταν στην έντονη επιθυμία της Λ. να μην χάνει την επαφή με τα αιλουροειδή κατοικίδια. Θαύμαζε πάντα την ευλυγισία τους, το ελαστικό τους σώμα, την ικανότητά τους να αναρριχώνται και να συλλαμβάνουν θηράματα. Ακόμη και όταν τα θαλάσσωναν, αυτό που λέμε βρεγμένες γάτες, πάλι δεν έτρεχε τίποτε: ούτε γάτα ούτε ζημιά!
Η εν λόγω γάτα, η Π. , ήταν ικανότατη σε ό,τι καταπιανόταν, έξυπνη, με μια προσωπικότητα που γοήτευε σε πρώτο επίπεδο και προβλημάτιζε σε όλα τα επόμενα. Ίσως αυτή η αινιγματική παρουσία γεννούσε στην Λ. συναισθήματα ανάλαφρα, που εξισορροπούσαν εντός της το βάρος των δικών της.
Η Λ. ανήκε σε κείνο το είδος των ανθρώπων στους οποίους η εσωτερική ανησυχία καταλαμβάνει όλα τα κύτταρα. Δεν ήξερε ακριβώς τι ήθελε να κάνει, ένιωθε όμως ότι υπήρχαν εντός της δυνάμεις για κάτι πολύ μεγάλο. Συχνά, ξυπνούσε το πρωί με σκέψεις που τις ξέφευγαν. Έτρεχε ξοπίσω τους την υπόλοιπη μέρα και, τις περισσότερες φορές προς το βράδυ, διαπίστωνε πως είχε αναλωθεί σε ένα σωρό ασύνδετες μεταξύ τους δραστηριότητες, με ανύπαρκτο στόχο. Αυτό της προκαλούσε απέραντη θλίψη. Αναρωτιόταν μήπως έφταιγε γι’ αυτό η εποχή που ζούσε, εποχή με ασυνήθιστη προτίμηση στην παραγωγή μεταβατικών καταστάσεων ανάμεσα στην μετριότητα και την απόλυτη βλακεία. Μήπως η ζωή είχε μείνει στάσιμη; Όχι, δεν ήταν αυτό! Απεναντίας, ποτέ πρωτύτερα δεν πρέπει να είχαν υπάρξει όλα τόσο ανάκατα, χωρίς σαφείς οριοθετήσεις. Αισθανόταν ανήμπορη, σαν κάποια μυστηριώδης ασθένεια να την εμπόδιζε να νιώσει μάχιμη. Ο ψυχολόγος, στον οποίο κατέφευγε σε όλες τις οδυνηρές στιγμές της ζωής της τα τελευταία χρόνια, είναι αλήθεια ότι κάπως βοηθούσε, όχι τόσο με συμβουλές, ούτε με την δυνατότητα της παροχής ενός πρόθυμου αυτιού, όσο με την ήρεμη θλίψη που εξέπεμπε. Της παρείχε, κατά κάποιο τρόπο, την δυνατότητα συμφιλίωσης με την δική της θλίψη, πράγμα που, σε τελευταία ανάλυση, της έδινε χαρά.
Μέρα με τη μέρα, ο κόσμος γύρω της χειροτέρευε – αυτό ήταν σίγουρο-, το ερώτημα ήταν αν αυτό συνέβαινε ερήμην της ή είχε να κάνει με την αύξηση του βάρους των χρόνων στους ώμους της. Θεωρούσε την δεύτερη εκδοχή εξαιρετικά υπεραπλουστευμένη σκέψη και την πρώτη απλά μοιρολατρική. Η αλήθεια δεν είναι πάντα φανερή, δεν μπορεί όμως να καλύπτεται με πολλούς μανδύες. Το προσφιλές απόφθεγμα του συντρόφου της: «υπάρχουν πολλές αλήθειες», βολικό κατά περίσταση, την εξόργιζε. Πίστευε πως η αλήθεια κάθε φορά είναι μόνο μία. Το ζήτημα είναι πώς θα την ξεχωρίσει κανείς μέσα στις βλακείες που την μιμούνται και, όταν την ξεχωρίσει, πώς θα μπορέσει να πορευτεί μαζί της χωρίς να παραφρονήσει μέσα σ’ έναν κόσμο που δεν την αναγνωρίζει ως μοναδική;
Οδηγούσε καθημερινά ατέλειωτα χιλιόμετρα, πράγμα που από μια πλευρά απολάμβανε για διάφορους λόγους που δύσκολα θα μπορούσε να ερμηνευθούν από την κοινή λογική και, από την άλλη, την εξόργιζε, μια και της δημιουργούσε αισθήματα καταναγκασμού. Αυτές οι συγκρούσεις εντός της αποτελούσαν το κύριο μέρος του ψυχισμού της.
Η Π., πάλι, ήταν μια εντελώς ιδιαίτερη ύπαρξη, τόσο για τα μέτρα αξιολόγησης των αιλουροειδών πλασμάτων, όσο και των ανθρώπινων. Ζούσε σε έναν διπλό χρόνο, αδιατάρακτη. Γεννοβολούσε επίσης αρκετά συχνά, χωρίς να ηλικιώνεται και πάντα διέφευγε με αποσκευές τις λέξεις κάπου βαθιά στο σύμπαν. Αυτές τις λέξεις τις πολύτιμες που επέστρεφαν στην γη και μετέφραζαν τα σύμβολα παραβαίνοντας τους κανόνες, αυθαδιάζοντας και πασχίζοντας να ερμηνεύσουν τα πάντα.
Η Λ. μαγευόταν από τις ανάλαφρες κινήσεις της γάτας. Στην προσπάθειά της να επικοινωνήσει ουσιαστικά μαζί της, και προκειμένου να αποκτήσει κι αυτή «ένα ελαστικό άλλοθι για τον δικό της ρόλο της στο σύμπαν», αποφάσισε να πάρει έναν γάτο, από αυτούς που περιστοίχιζαν την Π., στο σπίτι της, πράγμα που ομολογουμένως αποτελούσε μεγάλη απόφαση και αλλαγή στις συνήθειές της.
Διάλεξε έναν γάτο μαύρο- τον οποίον όλοι αντιπαθούσαν-, ως απόδειξη αντιρατσιστικής νοοτροπίας. Ο γάτος κατέφθασε, παρέα με έναν ακόμη ομόχρωμό του. Η γατίσια εξήγηση που της δόθηκε ήταν πως ο γάτος δεν έπρεπε να αλλάξει περιβάλλον χωρίς συντροφιά.
Η Λ., που ζούσε στην εξοχή, κατέβαλε φιλότιμες προσπάθειες να σταθεί στο ύψος των νέων περιστάσεων. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα την αύξηση του καθημερινού της άγχους και του εκνευρισμού στο περιβάλλον της, που ούτως ή άλλως δεν ήταν ήρεμο. Οι γάτοι τριγύριζαν στο σπίτι της με εξοργιστική άνεση. Ανεβοκατέβαιναν στα τραπέζια, τα ράφια, τους καναπέδες, παντού. Πέρασαν έτσι αρκετές δύσκολες μέρες. Στο τέλος, μετά από έκρηξη του συντρόφου της (ο οποίος, ομολογουμένως , μέχρι εκείνη την στιγμή είχε επιδείξει ανέλπιστη υπομονή), οι γάτοι μετακόμισαν στον κήπο, και η ζωή όλων συνεχίστηκε, κατά κάποιο τρόπο, στους παλιούς της ρυθμούς.
Βεβαίως, συνεχίστηκε και η παροχή των αναγκαίων για την επιβίωση των γάτων. Αυτό, όμως, δεν ήταν αρκετό ούτε και κοντά στην αρχική ιδέα, σύμφωνα με την οποία οι γάτες θα γεφύρωναν την απόσταση ανάμεσα στην ποίηση και την καθημερινότητα.
Η Λ. συνειδητοποίησε πως δεν είχε μέλλον στην χώρα των χαρισματικών πλασμάτων και έπαψε να ελπίζει σε μια θέση στο κλουβί με τα αιλουροειδή. Εκείνη μάλιστα την εποχή έκανε ένα ταξίδι σε μια υπέροχη πόλη και ανακάλυψε για πολλοστή φορά πως η θλίψη είχε παντού το ίδιο χρώμα.
Επιστρέφοντας, μπερδεμένη ακόμη περισσότερο σχετικά με την γατοφιλία, διαπίστωσε (οφείλω να πω με ανακούφιση), πως οι γάτοι είχαν εξαφανισθεί.
Τα σύννεφα, που είχαν τελευταία πυκνώσει, φάνηκαν να αραιώνουν από κάποιο ανάλαφρο αεράκι. Οι επαφές της Λ. με την Π. αραίωσαν κι αυτές, ο δε έρωτάς της για την ποίηση απέκτησε μιαν απόμακρη, γαλήνια αχλή.
Ακριβώς εκείνες τις μέρες, όταν όλο και μάκραινε η εικόνα του αντικατοπτρισμού του ονείρου από την έρημο της καθημερινότητας, συνέβη αυτό που μου δίνει κατά κάποιο τρόπο το δικαίωμα να δημοσιεύσω αυτή την ιστορία. Στο εξοχικό σπίτι της Λ. εγκαταστάθηκε ένας τρισχαριτωμένος ασπρόμαυρος γατούλης. Εμφανίστηκε ξαφνικά -άγνωστο κάτω από ποιες συνθήκες-, μέσα στα ξύλα του τζακιού, εντελώς αυτοδημιούργητος. Ήταν ένας φυσιολογικός γάτος της εξοχής που έτρεχε στον κήπο, κυνηγούσε ποντίκια, δεν ανέβαινε σε τραπέζια και καναπέδες, ένας γάτος – ποίημα.
Η ποίηση βρίσκεται παντού γύρω μας, και η επικοινωνία μαζί της έχει να κάνει απλά και μόνο με την ματιά μας πάνω στα πράγματα. Όταν αυτή η απλούστατη διαπίστωση έγινε αισθητή, όλα φάνηκαν ευκολότερα. Ακόμη και η παράξενη φιλία της Λ. με την Π. απέκτησε μια πρωτόγνωρη ζεστασιά.