Κάθε Κυριακή η Μπέρτα και ο Ματίας έφευγαν για τον γιο τους. Η Μπέρτα έφτιαχνε σάντουιτς, έβαζε τσάι στο θερμός και έδενε προσεκτικά με σπάγκο μια σκούπα. Έπαιρνε, για κάθε περίπτωση, ένα βάζο και το έβαζε στην επισκευασμένη τσάντα του Ματίας. Εκείνος αφού της έδινε το παλτό ή το αδιάβροχο ή τη ζακέτα πήγαιναν στην αγορά να αγοράσουν λουλούδια. Στη συνέχεια, περίμεναν πολύ στη στάση του σπάνιου τραμ.
Με τα χρόνια, ο Ματίας γινόταν όλο και πιο κοντόχοντρος όλο και πιο πολύ σαν μαονένια ντουλάπα. Μάντευες το κόκκινο χρώμα του από το σκούρο κόκκινο πρόσωπο και τις καφετιές φακίδες στα χέρια. Η Μπέρτα, φαίνεται, πως κάποτε είχε το ίδιο ύψος με εκείνον, αλλά τώρα τον πέρναγε μισό κεφάλι. Αντίθετα από τον άνδρα της, με τα χρόνια έγινε κάπως λιγότερο άσχημη. Το έντονο μουστάκι που είχε στα νιάτα της, αν και είχε έντονα μεγαλώσει, ήταν λιγότερο αισθητό απ’ ότι παλιά.
Τραντάζονταν για πολύ στο τραμ, όπου ήταν ζεστά ή κρύα, ανάλογα με την εποχή, αλλά και πάντα αποπνικτικά. Κάθονταν σαν απολιθωμένοι –τους έδιναν πάντα θέση. Ωστόσο, κι όταν παντρεύτηκαν, και τότε τους έδιναν θέση.
Ο δρόμος, που δεν άφηνε περιθώρια για αμφιβολίες, τους οδηγούσε στην πλίνθινη μάντρα, κάτω από την αψίδα και τους άφηνε στο καθαρό θλιβερό δρομάκι, στις δύο πλευρές του οποίου, ανάμεσα στην πρασινάδα, ή στο χιόνι ή στην υγρή βροχερή ομίχλη, συναντούσαν παλιούς γνωστούς: τον Ισαάκ Μπεντσιόνοβιτς Χαλπερίν με τα φωτεινά μπλε μάτια, τα βασιλεμένα μωβ μάγουλα και τη γκρίζα φαλάκρα∙τη γυναίκα του, τη Φάινα Λβόβνα, μια συνετή γυναίκα με σφιχτά κλεισμένο στόμα να κουνάει τα χέρια∙ τον συνταγματάρχη του μηχανικού Ιβάν Μιτροφάνοβιτς Σέμερκο, ευρύστερνο όπως ο Ιλιγιά Μουρομέτς, που έπαιζε εξαιρετικά κιθάρα, τραγουδούσε και ήταν τόσο νέος, ο φτωχούλης∙ τη ξεθωριασμένη γιαγιά και τον παππού Μπόρενκα Μέντνικοφ, μετά από δύο χρόνια και δύο μήνες∙ τηνανυπόφορη οικογένεια Κραφτ, ψηλοί, αδέξιοι, ασπρουλιάρηδες, δηλώνοντας τον εαυτό τους με περίτεχνα λεπτά γοτθικά γράμματα∙ τουςασυνήθιστα καταδεκτικούς γέρους Ραμπίνοβιτς, με τα όμοια ονόματα Χάγια Ραφαΐλοβνα και Χάιμ Γκαμπρίλοβιτς, πάντα αγκαλιά, με ανοιχτά γκρίζα μαλλιά, το ίδιο αραιωμένα από τα γηρατειά, αδύνατοι, ελαφριοί, σχεδόν εορταστικοί, που έχοντας πετάξει από εδώ την ίδια ημέρα, άφησαν όλους τους μάρτυρες αυτού του θαύματος σε αμηχανία…
Πίσω από τη στροφή το μονοπάτι στένευε και τους οδηγούσε κατευθείαν στον γιο τους. Ο Βόβοτσκα Λεβί, επτά χρονών και τεσσάρων μηνών, τους υποδεχόταν εδώ και πολλά χρόνια, με το επιλεγμένο γι’ αυτή την περίπτωση χαμόγελο που απομάκρυνε τα χείλη και απογύμνωνε μία σειρά τετράγωνων, όχι ανεπτυγμένων σαν των ενήλικων δοντιών, ανάμεσα στα οποία σκούραινε ένα σημείο από το οποίο είχε πέσει μόλις ένα.
Όλες οι υπόλοιπες εκφράσεις του πλατιού γλυκού προσώπου, εκδικούνταν που δεν είχαν επιλεχθεί για εκπροσώπηση, γλίστρησαν και εξαφανίστηκαν αθόρυβα, αφήνοντας αυτή τη φορά και για πάντα ένα μοναδικό χαμόγελο από τις αμέτρητες εκφράσεις του προσώπου.
Η Μπέρτα έβγαζε από το δέμα τη σκούπα, ξεδιπλώνοντας το ένα τέταρτο της εφημερίδας, με την οποία ήταν τυλιγμένη, και ο Ματίας έβγαζε με τη σκούπα τη σκόνη ή το χιόνι ή απλά την πρασινάδα από το παγκάκι. Η Μπέρτα ακούμπησε τη διπλωμένη εφημερίδα και κάθισε. Ξεκουράστηκαν για λίγο, και στη συνέχεια καθάρισαν αυτή την κατοικία -επιδέξια, χωρίς βιασύνη, αλλά γρήγορα, σαν καλοί νοικοκύρηδες.
Η Μπέρτα άπλωσε μια χαρτοπετσέτα στο μικρό τετράγωνο τραπεζάκι, έριξε στα λεία πλαστικά καπάκια τσάι, έβαλε ένα προς ένα σε σωρό τα σάντουιτς που είχε φτιάξει. Ήταν το εβδομαδιαίο οικογενειακό τους τραπέζι που με την πάροδο των χρόνων είχε γίνει ο βασικός πυρήνας αυτής της ιεροτελεστίας, ξεκινώντας από το τύλιγμα της σκούπας και τελειώνοντας με το βιδωτό καπάκι του άδειου θερμός.
Η βαθιά σιωπή, γεμάτη με κοινές μνήμες δεν διαταράχθηκε από καμιά τυχαία λέξη, για αυτές υπήρχαν άλλες ώρες και άλλοι χρόνοι. Έχοντας εκπληρώσει την αποστολή τους έφυγαν, αφήνοντας πίσω τους τη μυρωδιά των φρεσκοπλυμένων πατωμάτων και των αερισμένων δωματίων.
Στο σπίτι, μετά το γεύμα, ο Ματιάς έπινε το κυριακάτικο μισό μπουκάλι βότκα.
Τρεις φορές του έβαλε σε ένα μεγάλο ασημένιο κρασοπότηρο με ένα χοντροκομμένο σχέδιο, το πασχαλινό ποτήρι του πατέρα της Μπέρτας και τρεις φορές αναστέναξε βαθιά, σαν ζώο ανίκανο να φερθεί διαφορετικά. Στη συνέχεια, πήγε τα πιάτα στην κουζίνα, τα έπλυνε με κάποιον ειδικό τρόπο -με σαπούνι και νισαντήρι-[1], τα σκούπισε με μια παλιά καθαρή πετσέτα και ξάπλωσαν στο ψηλό συζυγικό κρεβάτι.
– Ωχ, γέρο μου, είπε ψιθυριστά η Μπέρτα, κλείνοντας τα μικρά μάτια με τα μεγάλα βλέφαρα.
– Εντάξει, εντάξει, μουρμούρισε εκείνος, τραβώντας δυνατά και έντονα το αριστερό χέρι της γυναίκα του που έστριβε.
Ονειρεύτηκαν στα συνηθισμένα κυριακάτικα όνειρά τους, όνειρα μετά το φαγητό, τα πιο χαρούμενα οκτώ χρόνια, που πέρασαν και οι τρεις μαζί, αρχίζοντας από αυτό που δεν θα μπορούσε να σβήσει, σε ολόκληρη τη ζωή, όταν έχοντας εξαντληθεί από κακές σκέψεις, πήγε με το πρησμένο στήθος της και άλλες δυσλειτουργίες στην ογκολόγο, χωρίς να το πει στον άνδρα της. Η γριά γιατρίνα, αδερφή της φίλης της, αφού την ψαχούλεψε για πολύ, ζούληξε τις θηλές και της έκανε μερικές τολμηρές ιατρικές ερωτήσεις, της είπε:
– Μπέρτα, είσαι έγκυος, έχεις προθεσμία.
Η Μπέρτα κάθισε στην πολυθρόνα, χωρίς να φορέσει το σουτιέν, και άρχισε να κλαίει, ρυτιδιάζοντας το γέρικο πρόσωπο. Μεγάλα δάκρυα κυλούσαν γρήγορα από τις ρυτίδες στα μάγουλα, επιβραδύνονταν στο μουστάκι και έσταζαν κρυωμένες στο μεγάλο λευκό στήθος με τις μαύρες πλατιές ρόγες.
Ο Ματίας την κοίταξε με έκπληξη όταν του το είπε – ήξερε από παλιά, επειδή η πρώτη του γυναίκα του χάρισε τέσσερα κορίτσια, αλλά η στάχτη του σώματός τους είχε από καιρό σκορπιστεί στους ωχρούς αγρούς της Πολωνίας. Κατανοούσε τη σιωπή της με τον δικό του τρόπο -τι μπορείς να πεις γι’ αυτό- και δεν σκέφτηκε καθόλου ότι εκείνη η ίδια δεν το γνώριζε.
– Είμαι σαράντα επτά και εσύ σύντομα θα είσαι εξήντα.
Αυτός ανασήκωσε τους ώμους και είπε τρυφερά:
– Αυτό σημαίνει ότι εμείς οι γερο-ανόητοι, θα γίνουμε γονείς στα γεράματα.
Για πολύ καιρό δεν μπορούσαν να επιλέξουν όνομα στο αγόρι τους και δυο μήνες το έλεγαν «ινγκέλε» που στα εβραϊκά σημαίνει «αγόρι».
– Θα ήταν σωστό να τον πούμε Ισαάκ, είπε ο Ματίας.
– Όχι, τώρα πια δεν λένε έτσι τα παιδιά. Ίσως είναι καλύτερο το Ιακώβ, στη μνήμη του πατέρα μου.
– Θα μπορούσε να λέγεται και Γιεχούντα,[2] είναι κοκκινομάλλης.
– Μη λες βλακείες. Το μωρό θα είναι στ’ αλήθεια πολύ όμορφο, αλλά δεν θα το πούμε και Σολομώντα.
Τον ονόμασαν Βλαντίμιρ. Ο Βόβοτσκα ήταν σιωπηλός όπως ο Ματίας, και ταπεινός όπως η Μπέρτα.
Όταν συμπλήρωσε τα πέντε, ο πατέρας του άρχισε να του διδάσκει αυτά που του είχαν διδάξει και εκείνου σε αυτή την ηλικία. Σε τρεις ημέρες το αγόρι έμαθε αδέξια τα γράμματα, που έμοιαζαν μεταξύ τους σαν μυρμήγκια, και μετά από μια εβδομάδα άρχισε να διαβάζει το βιβλίο που διάβαζε σε όλη του τη ζωή ο πατέρας του από τα δεξιά προς τα αριστερά. Μετά από έναν μήνα διάβαζε εύκολα τα ρώσικα βιβλία. Η Μπέρτα πήγαινε στην κουζίνα και έπλενε συγκλονισμένη τα πιάτα.
– Ω, τι αγόρι! Τι αγόρι!
Τον καμάρωνε, αλλά μερικές φορές την κέντριζε ένα κρύο ρεύμα, σαν κι εκείνο που βγαίνει τον χειμώνα από κάποιο σφραγισμένο πλαίσιο και τσιμπάει σαν βελόνα το γυμνό ζεστό χέρι.
Έπλενε τα πιατικά της, χτυπούσε σαντιγί, τέτοια που δεν είχαν φτιάξει ποτέ οι γείτονές της, έψηνε πίτες κι έφτιαχνε πατέ. Τρελαινόταν για τις συνταγές μαγειρικής και είχε ξεχάσει εντελώς τον φτωχικό σταρένιο χυλό που άπλωνε στον πάτο του αλουμινένιου μπολ, την κρύα σούπα λαχανικών, που τη μαγείρευε με φρέσκες καυτερές τσουκνίδες, κομμένες πίσω από το ερειπωμένο διώροφο σπίτι στο οποίο ζούσαν από τις αρχές του 1948 μέχρι το 1980 τα αιώνια πεινασμένα, άρρωστα και βρώμικα παιδιά. Ξέχασε τα ξεσκούφωτα με τα απαλά μαλλιά κεφάλια των αγοριών, τα γυμνά απροστάτευτα αυτιά τους που προεξείχαν, τις λεπτές κλείδες και τις μπλε φλέβες στους λαιμούς των κοριτσιών. Η έντονη αγάπη της για όλα αυτά τα παιδιά, με μια πολύ έντονη ακτίνα, μεταβιβάστηκε στον Βόβοτσκα.
Κάθε μέρα της ζωής της απολάμβανε την οικειότητα του κοκκινομάλλικου παχουλού αγοριού, συχνά το άγγιζε με τα χέρια της για να βεβαιωθεί ότι το είχε. Το έπλενε, αυτό τσίριζε, κι εκείνη κοίταζε με θαυμασμό τα δυσανάλογα μεγάλα πόδια και τον κρυμμένο μικρό κώνο.
Όταν μεγάλωσε, παρακολουθούσε με τον ίδιο θαυμασμό τα παιδιάστικα παιχνίδια που έμοιαζαν με πραγματική βαρετή δουλειά –ύφαινε για ώρες χαλάκια με πολύχρωμες λουρίδες, που τις συνέδεε έξυπνα μεταξύ τους. Ο Ματίας, ένας ράφτης με παρισινή εκπαίδευση από τη Βαρσοβία, εργαζόταν σε ένα ιδιωτικό ατελιέ και έφερνε στον γιο του κομμάτια κουρέλια. Ο ίδιος τον βοήθησε να τα κόψει σε λουρίδες…
Η Μπέρτα, στο βάθος της ψυχής της, ντρεπόταν από την υπερβολικά ανθισμένη αγάπη της, τη θεωρούσε ακόμη και αμαρτωλή. Δεν ήταν επιρρεπής στην αυτοανάλυση, δεν οδηγούσε τα συναισθήματά της σε τέτοια όρια που θα έπρεπε να τα καθορίσει προφορικά, ζούσε, αποφεύγοντας αυτή την ενδοσκόπηση.
Ο Ματίας ερχόταν από τη δουλειά, έτρωγε και καθόταν στον καναπέ. Ο Βόβοτσκα κολλούσε δίπλα του, σαν πίτα ψημένη από υπόλοιπα ζύμης, δίπλα σε μια μεγάλη κόκκινη πίτα. Διάβαζαν, συζητούσαν, ενώ η Μπέρτα γεμάτη δεισιδαιμονία πήγαινε να πλύνει τα γυαλιστερά πιατικά της…
Στο όνειρο, σαν να βρισκόταν στο διπλανό δωμάτιο, έμπαινε εύκολα στο παρελθόν, και κινιόταν άνετα μέσα σε αυτό, αναπνέοντας ευτυχισμένη τον ίδιο αέρα με τον γιο της. Ο άνδρας της, ο Ματίας, με μουστάκι αλά Στάλιν, ήταν σιωπηλά παρών ως κύρια διακοσμητική λεπτομέρεια. Αυτά τα όνειρα έμοιαζαν χιλιοειδωμένο θέαμα με ναρκωτική γοητεία που κρατούσε πάρα πολύ και τελείωνε πάντα ένα τέταρτο πριν να φέρει η Μπέρτα στα απλωμένα χέρια της τον Βόβοτσκα από την αυλή -χλωμό, με μια φρέσκια γρατσουνιά στο μάγουλο, ύστερα από την πρωινή του απασχόληση με το αεροπλανάκι που είχε έξυπνα αντικαταστήσει τα υφαντά χαλάκια. Ο γιακάς του ριγέ πουκαμίσου ήταν ξεκούμπωτος, και στον λαιμό του που ήταν εντελώς ανοιχτός, μοιάζοντας πιο μακρύς εξαιτίας του κρεμασμένου κεφαλιού, δεν χτυπούσε ούτε μια φλέβα.
Όλα έγιναν ακαριαία και θύμιζαν κακή αφίσα -η μεγάλη κόκκινο-μπλε μπάλα κύλησε απότομα στη μέση του δρόμου, πίσω της πέταξε σαν πέτρα από σφεντόνα ένα αγόρι, ακούστηκε το στρίγκλισμα φρένων από το σχεδόν μοναδικό αυτοκίνητο που είχε περάσει όλο το κυριακάτικο πρωινό. Η μπάλα συνέχισε την τεμπέλικη πορεία της, καταφέρνοντας να διασχίσει τον δρόμο του φορτηγού έκοψε ταχύτητα, ενώ το αγόρι, με απλωμένα τα χέρια, κείτονταν ανάσκελα στην ύστατη ακινησία, σαν απόλυτα υγιής, χωρίς να τρέχει ούτε μία σταγόνα αίμα,χωρίς να έχει σταματήσει ακόμη η ένταση στις άκρες των δακτύλων, αλλά ήταν πλέον ανεπιστρεπτί νεκρό.
Ο Ματίας στεκόταν μπροστά σε έναν μικρό καθρέφτη τοίχου με σαπουνάδα στα μάγουλα και σηκωμένο το πηγούνι και με το δεξί χέρι γυρνούσε με το βαρύ λεπίδι προσπαθώντας να ξυρίσει ένα δύσκολο σημείο του λαιμού του.
…Στις επτά η ώρα οι γέροι ξύπνησαν. Η Μπέρτα φόρεσε στα λεπτά γκρίζα πόδια της στις γούνινες παντόφλες και πήγε να βάλει το τσαγιερό. Κάθισαν σε ένα στρογγυλό τραπεζάκι, καλυμμένο με ένα τραχύ, πολύ σκληρό, τραπεζομάντιλο. Στη μέση του τραπεζιού, ήταν βγαλμένο πανηγυρικά από τον μπουφέ ένα μικρό βάζο με σπιτικά μπισκοτάκια μελιού. Πίσω από την πλάτη του Ματία, στη γωνία, υπήρχε η παιδική καρέκλα, στην οποία για δέκατη πέμπτη χρονιά κρεμόταν ένα μικρό καφέ μπουφάν, που ήταν ραμμένο από δικό του σακάκι. Ο αριστερός ώμος, που ήταν προς το παράθυρο, ήταν έντονα καμένος, αλλά τώρα, με το ηλεκτρικό φως, δεν γινόταν αντιληπτό.
– Άντε, λοιπόν, έλα, είπε η Μπέρτα και τεντώθηκε για τα γυαλιά. Ο Ματίας σωριάστηκε.
Λιουντμίλα Ουλίτσκαγια
Η Λιουντμίλα Γεβγκένιεβνα Ουλίτσκαγια, κορυφαία προσωπικότητα των σύγχρονων ρωσικών γραμμάτων, ανήκει στις επιφανέστερες πεζογράφους της εποχής μας. Γεννήθηκε στα Ουράλια το 1943. Η οικογένειά της υπέστη τις διώξεις του σοβιετικού καθεστώτος. Σπούδασε βιολογία στο Πανεπιστήμιο της Μόσχας και εργάστηκε για δύο χρόνια στο Ινστιτούτο Γενετικής της Ακαδημίας Επιστημών της ΕΣΣΔ. Από εκεί απολύθηκε επειδή διακινούσε σαμιζντάτ (πολυγραφημένα κείμενα που κυκλοφορούσαν παράνομα από χέρι σε χέρι). Από τη δεκαετία του 1980 αφιερώθηκε στη λογοτεχνία και έχει τιμηθεί με πλήθος διακρίσεων τόσο στην πατρίδα της όσο και στο εξωτερικό. Έχει δημοσιεύσει μυθιστορήματα, διηγήματα, δοκίμια, θεατρικά, κινηματογραφικά σενάρια και βιβλία για παιδιά.