Ο παρακάτω σκαμπρόζικος Διάλογος ανάμεσα σε δύο εταίρες, έργο του Σύρου συγγραφέα Λουκιανού,1 παρατίθεται με αφορμή το πρόσφατο άρθρο της Μάρθας Χριστοφόγλου « Ο κακός δράκος και άλλες παρθενογενέσεις» με τις θηλυκές σαύρες που αναπαράγονται μόνες τους, και ως… αντίδοτο στη θυελλώδη συζήτηση που ξέσπασε τον τελευταίο καιρό σε κάποιους κύκλους σχετικά με την παρθενογένεση στην ποίηση.
ΚΛΩΝΑΡΙΩ
Παράξενα πράγματα ακούμε για σένα, Λέαινα, νά, πως η πλούσια Μέγιλλα από τη Λέσβο σε έχει ερωτευτεί σαν άντρας και βρίσκεστε μαζί κάνοντας κι εγώ δεν ξέρω τι μεταξύ σας. Τι τρέχει; Κοκκίνισες; Για έλα όμως, πες μου αν είν’ αλήθεια αυτά.
ΛΕΑΙΝΑ
Αλήθεια είναι, Κλωναριώ·2 μα ντρέπομαι, γιατί είναι κάπως αφύσικο.
ΚΛΩΝΑΡΙΩ
Για τ’ όνομα της κουροτρόφου,3 τι συμβαίνει, τι θέλει η γυναίκα; Και τι κάνετε όταν είσαστε μαζί; Βλέπεις; Δεν μ’ αγαπάς· αλλιώς, δεν θα μου κρατούσες κρυφά τέτοια πράγματα.
ΛΕΑΙΝΑ
Και βέβαια σ’ αγαπώ, περισσότερο από κάθε άλλη· όμως νά, η γυναίκα αυτή είναι φοβερά ανδροπρεπής.
ΚΛΩΝΑΡΙΩ
Δεν καταλαβαίνω τι λες, εκτός κι αν τυχαίνει να ’ναι παρά φύσιν ακόλαστη. Γιατί τέτοιες γυναίκες λένε πως υπάρχουν στη Λέσβο, γυναίκες με αντρική συμπεριφορά που δεν θέλουν να απαυτωθούν από άντρες, αλλά το κάνουν με γυναίκες σαν να είναι οι ίδιες άντρες.
ΛΕΑΙΝΑ
Κάτι τέτοιο συμβαίνει.
ΚΛΩΝΑΡΙΩ
Ε λοιπόν, Λέαινα, ετούτο ακριβώς περίγραψέ μου, πώς έγιναν οι πρώτες της προσπάθειες, πώς πείστηκες κι εσύ, και τα όσα ακολούθησαν.
ΛΕΑΙΝΑ
Ελόγου της και η Δημώνασσα από την Κόρινθο,4 πλούσια κι αυτή και κάτοχος της ίδιας… τέχνης με τη Μέγιλλα, είχε διοργανώσει συμπόσιο και οινοποσία και με είχε πάρει κι εμένα για να παίξω στην αφεντιά τους κιθάρα. ΄Όταν τέλειωσα το παίξιμο, και ήταν αργά, και έπρεπε να κοιμηθώ και ήμουνα και ζαλισμένη απ’ το πιοτό, είπε η Μέγιλλα: «΄Ελα λοιπόν, Λέαινα, είναι η ώρα πλέον να πάμε για ύπνο· ξάπλωσε εδώ μαζί μας, ανάμεσα στις δυο μας».
ΚΛΩΝΑΡΙΩ
Ξάπλωσες; Και μετά τι έγινε;
ΛΕΑΙΝΑ
Στην αρχή με φιλούσαν όπως οι άντρες, και όχι μόνο αυτό, κολλώντας τα χείλια τους στα δικά μου αλλά μισανοίγοντας το στόμα, και μ’ αγκάλιαζαν και μου πίεζαν τους μαστούς· η Δημώνασσα, μάλιστα, και με δάγκωνε την ώρα που με φιλούσε παθιασμένα. Εγώ πάλι δεν ήξερα τι να υποθέσω για ό,τι γινόταν. Μετά από κάποια ώρα, η Μέγιλλα που είχε πλέον ζεσταθεί έβγαλε την περούκα απ’ το κεφάλι της ‒ πάνω του ήταν εντελώς ίδια με αληθινά μαλλιά και σαν να ήταν τα φυσικά της ‒ και φάνηκε να είναι κουρεμένο γουλί όπως το ’χουν οι πολύ ανδροπρεπείς αθλητές. Κι εγώ ταράχτηκα βλέποντάς το αυτό. Τότε εκείνη είπε: « Λέαινα, έχεις δει ποτέ σου ώς τώρα τόσο ωραίο νεαρό;» « Μα δεν βλέπω εδώ κανέναν νεαρό, Μέγιλλα», είπα. « Μη με περνάς για γυναικωτό», έκανε, « γιατί εγώ λέγομαι Μέγιλλος και έχω παντρευτεί πριν από καιρό τη Δημώνασσα από δω, και είναι η γυναίκα μου». Γέλασα, Κλωναριώ, μ’ αυτό και είπα: « Επομένως, Μέγιλλε, είσαι άντρας χωρίς να το ’χουμε πάρει είδηση, όπως ο Αχιλλέας5 που λένε πως κρυβόταν ανάμεσα στα κορίτσια, κι έχεις εκείνο το αντρικό εργαλείο και κάνεις στη Δημώνασσα όσα κάνουν οι άντρες;» « Βέβαια, εκείνο», είπε, « Λέαινα, δεν το ’χω· και ούτε το χρειάζομαι καθόλου· θα δεις πως διαθέτω έναν δικό μου τρόπο πολύ πολύ πιο ευχάριστο». « Μήπως λοιπόν είσαι Ερμαφρόδιτος»,6 έκανα, « όπως λέγονται πολλοί που έχουν και τα δύο;» Γιατί μέχρι εκείνη τη στιγμή, Κλωναριώ, δεν ήξερα τι γινόταν. « Όχι», μου λέει, « είμαι εντελώς άντρας». « ΄Ακουσα κάποτε», είπα κι εγώ, «την αυλητρίδα Ισμηνοδώρα από τη Βοιωτία να διηγείται αυτά που λένε στην πατρίδα της, πως κάποιος στη Θήβα έγινε από γυναίκα άντρας, και μάλιστα ο ίδιος ήταν και άριστος μάντης, Τειρεσίας,7 θαρρώ ήταν το όνομά του. Μήπως, λοιπόν, κι εσύ έχεις πάθει κάτι τέτοιο;» « ΄Όχι, Λέαινα», είπε, « εγώ γεννήθηκα μεν όμοια με σας τις άλλες γυναίκες, όμως η διάθεσή μου και η επιθυμία μου και όλα τ’ άλλα είναι αντρικά». « Ε και τι, σου είναι αρκετή η επιθυμία;» είπα. « Εν πάση περιπτώσει, Λέαινα, αν δεν πιστεύεις, ας μου δοθείς», έκανε, « και θα καταλάβεις πως δεν υστερώ σε τίποτε από τους άντρες· γιατί έχω κάτι άλλο αντί του αντρικού εργαλείου. Μα έλα, αφήσου σε μένα και θα δεις». Ε, της δόθηκα, Κλωναριώ, με τις πολλές ικεσίες της, και αφού μου έδωσε και ένα πανάκριβο περιδέραιο και ένα λεπτό λινό φόρεμα. Κατόπιν εγώ την αγκάλιαζα σαν να ’ταν άντρας, ενώ αυτή έκανε τα δικά της και με φιλούσε και κοντανάσαινε και μου ’δινε την εντύπωση πως ένιωθε υπερβολική ηδονή.
ΚΛΩΝΑΡΙΩ
Τι έκανε, βρε Λέαινα, με ποιο τρόπο το ’κανε;! Νά, αυτό κυρίως πες μου.
ΛΕΑΙΝΑ
Μη με ρωτάς ζητώντας λεπτομέρειες, γιατί είναι αισχρά πράγματα· γι’ αυτό, μά την ουρανία Αφροδίτη, δεν θα σου πω!