Το τελευταίο πράγμα που είδα ήταν το ταβάνι ενός διαδρόμου, ενάμιση μέτρο πλάτος, που στο σοβατεπί του είχε κάτι που έμοιαζε σαν μια σειρά από ψάρια που το καθένα προσπαθούσε να καταπιεί το μπροστινό του.
Το τελευταίο πράγμα που είδα ήταν μια χαραμάδα κίτρινου ουρανού ανάμεσα στα κτήρια, που την έκρυβε λιγάκι ένα σχοινί μπουγάδας.
Το τελευταίο πράγμα που είδα ήταν το στηθαίο, και πέρα από αυτό, τα δέντρα.
Το τελευταίο πράγμα που είδα ήταν το σήμα του αλλά δε θα μπορούσα να σας πω τον αριθμό του.
Το τελευταίο πράγμα που είδα ήταν ένα γεμάτο σφηνοπότηρο που έσπρωξε μπροστά μου κάποιος που με είχε χτυπήσει πρώτα φιλικά στην πλάτη.
Το τελευταίο πράμα που είδα ήταν εκείνο το σεντάν που ερχόταν με ταχύτητα κατεθείαν πάνω μου ενώ εγώ σκεφτόμουν πως δεν υπάρχει πρόβλημα, είμαι ασφαλής πίσω από τη βιτρίνα αυτού του μαγαζιού που πουλάει ντόνατς.
Το τελευταίο πράγμα που είδα ήταν μια μπότα, δεξιού ποδιού, με καρφιά να προεξέχουν από το σημείο του κουντεπιέ.
Το τελευταίο πράγμα που είδα ήταν μια κουράδα.
Το τελευταίο πράγμα που είδα ήταν ένα βότσαλο.
Το τελευταίο πράγμα που είδα ήταν νύχτα.
Έχασα την ισορροπία μου διασχίζοντας το Μπρόντγουέι και τσαλαπατήθηκα από ένα κοπάδι αλόγων ζυθοποιίας.
Κρεμάστηκα με βίντσι σ’ ένα εξαώροφο γωνιακό σπίτι πάνω σε μια σανίδα κουβαλώντας καρφιά για το γείσο όταν το αδύναμο μέρος του σχοινιού χτύπησε το παλάγκο απ’ το πλάι και κόπηκε.
Χάθηκα στο σωρό από χιόνι μισό τετράγωνο απ’ το διαμέρισμά μου.
Ήπια ένα μπουκάλι καρβολικό οξύ χωρίς να ξέρω στ’ αλήθεια αν το ήθελα ή όχι.
Άρχισα να κρυώνω πολύ, έβηχα και ξεχνούσα πράγματα.
Μπήκα σε μια αυλή και προσπάθησα να γεννήσω κρυφά αλλά κάτι έγινε.
Συνάντησα έναν αστυνομικό, ο οποίος με πέρασε για κάποιον άλλο.
Μέθυσα στα γενέθλιά μου κι έπεσα από την αποβάθρα προσπαθώντας να πιάσω ένα κομμάτι χρυσού που έμοιαζε να επιπλέει.
Με κρέμασαν στο προαύλιο των Τύμβων μπροστά σε ένα πλήθος που ζητωκραύγαζε και σε ανθρώπους που συνωστίζονταν στις ταράτσες των γύρω κτηρίων, αλλά εξακολουθώ να πιστεύω ότι εκείνο το κάθαρμα πήγαινε γυρεύοντας.
Έκλεψα μια φρατζόλα ψωμί κι άρχισα να τρώω καθώς έτρεχα στο δρόμο αλλά είχε ένα κομμάτι ωμής ζύμης στο κέντρο του που μου ’κατσε στο λαιμό.
Υποτίθεται ότι θα ξυπνούσα νωρίς εκείνο το πρωί αλλά δε μπορούσα να κουνηθώ.
Άκουσα κάτι σα σφύριγμα πάνω απ’ το κεφάλι μου καθώς περνούσα έξω απ’ το ταχυδρομείο, αυτό μόνο θυμάμαι.
Κόλλησα σ’ έναν πελάτη που φαινόταν πραγματικά σένιος αλλά όταν ανεβήκαμε επάνω τράβηξε λεπίδι.
Χρωστούσα πολλά νοίκια και με πέταξαν έξω κι έτσι εκείνη τη νύχτα κοιμήθηκα στην πόρτα κάποιου άλλου που γύρισε στο σπίτι του με κακή διάθεση.
Έφαγα μερικά στρείδια που ξέθαψα μόνος μου.
Άρχισα να ζεσταίνομαι πολύ και να τρέμω και να γίνομαι παράξενος κι όλοι στο μαγαζί με κοιτούσαν κι εγώ προσπαθούσα να τους πω ότι θα ήμουν εντάξει σε λίγα λεπτά αλλά απλά δεν μπορούσα να το βγάλω.
Δεν ξύπνησα ποτέ καθώς οι καπνοί σέρνονταν στο δωμάτιό μου.
Ούρλιαζα καθώς με μαχαίρωνε ξανά και ξανά.
Χτύπησα όλη την ποσότητα με το που μπήκα σπίτι αλλά νομίζω ότι μύριζε περίεργα όταν το έψησα.
Κοιμόμουν στο πάρκο όταν ήρθαν αυτά τα παιδιά.
Σύρθηκα έξω απ’ το παράθυρο και ανακατεύτηκα όταν κοίταξα κάτω, οπότε πήδηξα στο κενό κοιτάζοντας προς τα πάνω.
Νόμιζα ότι μπορούσα να ζεσταθώ καίγοντας εφημερίδες μέσα σε μία σουπιέρα.
Διαλύθηκα αργά-αργά και πολύ χάρηκα όταν τελείωσε
Είχα την αίσθηση ότι το τρένο πήγαινε υπερβολικά γρήγορα αλλά συνέχιζα να διαβάζω.
Άφησα αυτόν τον τύπο να με πλησιάσει στο πάρτι και λίγη ώρα μετά φύγαμε μαζί με το αυτοκίνητό του.
Ένιωθα πραγματικά άρρωστος αλλά η νοσοκόμα νόμιζε ότι αστειευόμουν.
Πήδηξα προς την άλλη έξοδο κινδύνου αλλά γλίστρησε το πόδι μου.
Νόμιζα ότι προλάβαινα να διασχίσω το δρόμο.
Νόμιζα ότι το πάτωμα θα άντεχε το βάρος μου.
Νόμιζα πως δε μπορούσε να μ’ αγγίξει κανείς.
Δεν κατάλαβα τι με χτύπησε.
Με έβαλαν σε μία σακούλα.
Με κάρφωσαν μέσα σ’ ένα κουτί.
Με κατέβασαν πεζή όλη τη Μέλμπερι Στριτ[1], με ακολουθούσαν παπαδάκια και τέσσερις παπάδες κάτω από μια τέντα κι όλοι στην γειτονιά τραγουδούσαν το Libera Me Domine[2].
Μάζεψαν τα κομμάτια μου απ’ όλο το πάρκο.
Με έθεσαν σε λαϊκό προσκύνημα για τρεις ημέρες.
Χάραξαν το όνομά μου στο αέτωμα.
Τράβηξαν το γιακά μου ως το σαγόνι για να καλύψουν την τρύπα στο λαιμό.
Γέλασαν με μένα πάνω από ψητά κρέατα και ουίσκι από σίκαλη.
Δεν ήξεραν ποιος είμαι όταν με ψάρεψαν κι εξακολουθούσαν να μην ξέρουν έξι μήνες μετά.
Κράτησαν το σώμα μου για λύτρα και τα πήραν αλλά μέχρι τότε το είχαν ήδη κάψει.
Δε με βρήκαν ποτέ.
Με πέταξαν μέσα στη μπετονιέρα.
Μας στοίβαξαν όλους σε μια τάφρο κι έβαλαν ένα μνημείο από πάνω.
Με κομμάτιασαν στην ιατρική σχολή.
Έδεσαν βάρη στους αστραγάλους μου και με πέταξαν σττο νερό.
Έδωσαν το όνομά μου σε μια φοιτητική εστία.
Εκφώνησαν λόγους ισχυριζόμενοι ότι ήμουν κάποιου είδους ψευτοάγιος.
Με τράβηξαν μες το καρότσι του σκουπιδιάρη.
Με έβαλαν σε μια βάρκα και με πήγαν σε ένα νησί.
Προσπάθησαν να συγκρατήσουν τη μητέρα μου από το να ριχτεί μαζί μου μες τον λάκκο.
Μου αγόρασαν το πρώτο μου κουστούμι και με έντυσαν μ’ αυτό.
Έκαναν πορεία ως το Δημαρχείο κρατώντας κεριά και φωνάζοντας το όνομά μου.
Με ξέχασαν τελείως και κατέβασαν τη φωτογραφία μου.
Οπότε, δώστε τα μάτια μου στην τράπεζα και το αίμα μου στην τράπεζα αίματος.
Κάντε τα μαλλιά μου ψεύτικες κοτσίδες, βάλτε τα δόντια μου σε κουδουνίστρες, πουλήστε την καρδιά μου στον παλιατζή που περνά.
Δώστε τη σπλήνα μου στο δήμαρχο.
Κρεμάστε τα πνευμόνια μου σε μία μηχανή.
Τεντώστε τα έντερά μου στη λεωφόρο.
Καρφώστε το κεφάλι μου σε πάσσαλο, χώστε τη ραχοκοκαλιά μου στις γραμμές υψηλής τάσης, ρίξτε τους προβολείς μαζί με το συκώτι μου στο νικητή.
Αλέστε τα νύχια μου με φασκόμηλο και καμφορά και πουλήστε τα παρανόμως.
Βάλτε τα χέρια μου στο παράθυρο ως ενθύμιο.
Πάρτε το όνομά μου και φτιάξτε ένα ρήμα.
Να με σκέφτεστε όταν ξεμένετε από λεφτά.
Να με θυμάστε όταν πέφτετε στο πεζοδρόμιο.
Να με αναφέρετε όταν σας ρωτούν τι συνέβη.
Βρίσκομαι παντού κάτω από τα πόδια σας.
——
Ο Luc Santé είναι Αμερικανός συγγραφέας και κριτικός. Έχει εκδώσει οκτώ βιβλία και είναι συνεργάτης του περιοδικού The New York Review of Books. Η επίσημη ιστοσελίδα του συγγραφέα εδώ και το πρωτότυπο κείμενο εδώ.