[…] Εγώ, λοιπόν, άνδρες δικαστές, όταν έκρινα πως ήρθε ο καιρός να παντρευτώ, παντρεύτηκα και πήρα τη γυναίκα μου στο σπίτι μου· και τον άλλο χρόνο [πριν, δηλαδή, αποκτήσουμε παιδί], της φερόμουνα με τέτοιο τρόπο, ώστε ούτε να τη στενοχωρώ ούτε να ’ναι στο χέρι της να κάνει ό, τι θέλει, και τη φύλαγα όσο ήταν δυνατόν και την πρόσεχα, όπως ήταν φυσικό. ΄Όταν απόκτησα παιδί, τότε πια ό, τι ήταν δικό μου, όλα της τα παρέδωσα, θεωρώντας ότι αυτός ο γάμος πλέον έχει αποκτήσει τις πιο γερές βάσεις. Τον πρώτο καιρό, λοιπόν, ω Αθηναίοι, ήταν η καλύτερη απ’ όλες· γιατί και ικανή στο κουμάντο του σπιτιού ήταν και σφιχτοχέρα άξια και γενικώς τα πάντα τα διοικούσε με προσεκτική σχολαστικότητα. ΄Όταν όμως πέθανε η μητέρα μου, ο θάνατός της μου έγινε η αιτία όλων των κακών. Γιατί στην κηδεία της όπου ακολούθησε η γυναίκα μου, την είδε ελόγου του και μετά από λίγο καιρό τη διέφθειρε· παραμονεύοντας την υπηρέτριά μου που πήγαινε στην αγορά και δίνοντας παραγγελίες για τη γυναίκα μου, κατάφερε να την οδηγήσει στην οδό της απωλείας. Και κατά πρώτον (γιατί πρέπει κι αυτά να σας τα εκθέσω αναλυτικά), έχω ένα σπιτάκι διώροφο με ίσα δωμάτια και πάνω και κάτω, δηλαδή στον γυναικωνίτη και στον ανδρωνίτη.3 ΄Όταν αποκτήσαμε παιδί, η μάνα του το θήλαζε· και για να μην κινδυνεύει όταν χρειαζόταν να κάνει μπάνιο κατεβαίνοντας τη σκάλα, εγώ έμενα επάνω και οι γυναίκες κάτω. Και έτσι πλέον καθιερώθηκε να κάνουμε, ώστε πολλές φορές η γυναίκα μου κατέβαινε κάτω για να κοιμηθεί με το παιδί, για να το θηλάζει και να μη φωνάζει το μωρό. Και για αρκετό καιρό αυτά έτσι γίνονταν, και εγώ ποτέ δεν υποπτεύθηκα τίποτα, αλλά ήμουνα τόσο ηλίθιος, ώστε νόμιζα ότι η γυναίκα μου είναι η πιο συνετή απ’ όλες τις γυναίκες της πόλης. Ο καιρός περνούσε και μια μέρα, χωρίς να με περιμένουν, γύρισα από τα χωράφια, μετά δε από το δείπνο το παιδί φώναζε και δεν ησύχαζε, γιατί το πείραζε η υπηρέτρια επίτηδες, για να κάνει έτσι. Κι αυτό, επειδή ο τύπος ήταν μέσα· ύστερα τα ’μαθα όλα. Και εγώ παρακινούσα τη γυναίκα μου να κατέβει να θηλάσει το παιδί για να σταματήσει να κλαίει. Εκείνη στην αρχή δεν ήθελε, γιατί τάχα ήταν χαρούμενη που είχα έρθει στο σπίτι μετά από καιρό· επειδή όμως εγώ φουρκίστηκα και την πρόσταζα να κατέβει κάτω, «α, για να ριχτείς ελόγου σου εδώ», είπε, «στη μικρή δουλίτσα· και τις προάλλες την τραβολογούσες μεθυσμένος». Κι η αφεντιά μου γελούσε, κι εκείνη σηκώθηκε και φεύγοντας έκλεισε την πόρτα, προσποιούμενη παιχνιδιάρικα καμώματα, κι έβαλε και την μπάρα. Κι εγώ, δίχως να αντιλαμβάνομαι τίποτε και χωρίς να περνάει καμιά υποψία απ’ το μυαλό μου, βυθίστηκα ευχαριστημένος στον ύπνο, καθώς είχα έρθει [κουρασμένος] απ’ τα χωράφια.
Η συνέχεια στο δεύτερο μέρος που ακολουθεί.
-
1) Για τον ρήτορα Λυσία βλ. κείμενό μας με θέμα τη λέξη «προίκα», 8/1/2019.
-
2) Τον λόγο αυτόν ο Λυσίας τον έγραψε προς υπεράσπιση ενός Αθηναίου πολίτη, του Ευφίλητου, ο οποίος και τον εκφώνησε στο δικαστήριο, όπου είχε παραπεμφθεί για τον φόνο ενός συμπολίτη του, του Ερατοσθένη, από τους συγγενείς του τελευταίου. Συγκεκριμένα, ο γεωργός Ευφίλητος φόνευσε τον νεαρό Ερατοσθένη, επειδή τον συνέλαβε επ’ αυτοφώρω να διαπράττει μοιχεία με τη γυναίκα του. Πότε ακριβώς έγινε η δίκη δεν είναι γνωστό, πάντως θα πρέπει να διεξήχθη όχι πολλά χρόνια μετά τον Πελοποννησιακό πόλεμο. Παραθέτουμε το τμήμα της απολογίας όπου ο Λυσίας αφηγείται με την αρμόζουσα σε απλοϊκό γεωργό αφέλεια και ζωντάνια το ιστορικό του φονικού.
-
3) Ο ανδρωνίτης, το διαμέρισμα των ανδρών, βρισκόταν στο ισόγειο και των γυναικών στον πρώτο όροφο, όπου υπήρχαν και το δωμάτιο του αντρόγυνου και δωμάτια για δούλους.