΄Όταν κόντευε να ξημερώσει, ήρθε εκείνη και άνοιξε την πόρτα. Κι όταν τη ρώτησα γιατί τη νύχτα έκαναν θόρυβο οι πόρτες, μου ’λεγε πως έσβησε το λυχνάρι που ήταν κοντά στο παιδί και μετά απ’ αυτό πήρε φως από τους γείτονες. Εγώ δεν είπα τίποτα και νόμιζα πως έτσι είχανε τα πράγματα. Ωστόσο, μου φάνηκε, άνδρες δικαστές, πως είχε φτιασιδωθεί στο πρόσωπο βάζοντας πούδρα, μολονότι δεν είχαν περάσει ούτε τριάντα μέρες από τον θάνατο του αδελφού μου· όμως ούτε κι έτσι είπα τίποτα γι’ αυτό το πράγμα και βγήκα από το σπίτι χωρίς να μιλήσω. Μετά απ’ αυτά, άνδρες δικαστές, κι αφού στο μεταξύ πέρασε καιρός κι εγώ χαμπάρι δεν έπαιρνα από τις συμφορές μου,
με πλησιάζει μια γριά, ένα παρατρεχάμενο πλάσμα σταλμένο από κάποια γυναίκα, με την οποία εκείνος τα ’ψησε διαφθείροντας τη συζυγική της κλίνη, όπως έμαθα αργότερα· αυτή, οργισμένη εναντίον του και θεωρώντας πως την αδικούσε, επειδή δεν πήγαινε πλέον μαζί της το ίδιο συχνά όπως πρώτα, παραφύλαγε έως ότου ανακάλυψε την αιτία. ΄Όταν λοιπόν με ζύγωσε το παρατρεχάμενο πλάσμα που παραμόνευε κοντά στο σπίτι μου, « Ευφίλητε», μου λέει « μη θαρρείς ότι σε πλησίασα γιατί θέλω ν’ ανακατεύομαι σε ξένες υποθέσεις· ήρθα, γιατί ο άντρας που ατιμάζει κι εσένα και τη γυναίκα σου τυχαίνει να είναι εχθρός μας. Λοιπόν, αν πάρεις την υπηρέτριά σου που πηγαίνει στην αγορά και είναι στη δούλεψή σας και τη βασανίσεις, όλα θα τα μάθεις. Είναι», είπε, « ο Ερατοσθένης από την Οίη1 ο άνθρωπος που τα κάνει ετούτα, ο οποίος όχι μόνο τη δική σου γυναίκα έχει διαφθείρει αλλά και πολλές άλλες· γιατί αυτό έχει για επάγγελμα». Αφού μου ’πε αυτά, άνδρες δικαστές, εκείνη μεν έφυγε, όμως εγώ μεμιάς ταράχτηκα και μου ’ρθαν όλα στο μυαλό και μ’ έπνιξαν οι υποψίες, από τη μια με το που συλλογίστηκα πώς αποκλείστηκα μέσα στο υπνοδωμάτιο, κι από την άλλη καθώς θυμήθηκα ότι εκείνη τη νύχτα έκαναν θόρυβο και η πόρτα που φέρνει από το σπίτι στην αυλή και η εξωτερική που βγάζει από την αυλή στον δρόμο, κάτι που ποτέ δεν γινόταν, και ότι μου φάνηκε πως η γυναίκα μου είχε πουδραριστεί. ΄Όλα αυτά μου ’ρθανε στο μυαλό και με γέμισαν υποψίες. ΄Όταν πήγα σπίτι μου, πρόσταξα την υπηρέτρια να με ακολουθήσει στην αγορά κι αφού την οδήγησα στο σπίτι κάποιου στενού φίλου μου, της έλεγα ότι τα είχα μάθει όλα όσα συνέβαιναν στο σπίτι. « Λοιπόν, εσύ», της είπα, « μπορείς να διαλέξεις ό, τι θέλεις απ’ τα δύο· ή, αφού μαστιγωθείς, να ριχτείς σε κάνα μύλο και ποτέ να μην πάψεις να τραβάς τέτοιου είδους βάσανα2 ή, αν μου πεις όλη την αλήθεια, να μην πάθεις κανένα κακό και αντίθετα να σε συγχωρήσω για τα σφάλματά σου. Μη μου πεις κανένα ψέμα, μα λέγε μου όλη την αλήθεια».
Η συνέχεια στο τρίτο και τελευταίο μέρος που ακολουθεί.
1) Δήμος της αρχαίας Αττικής βόρεια της Ελευσίνας.
2) Στους μύλους όπου άλεθαν το σιτάρι έστελναν κάποιον για τιμωρία, γιατί η δουλειά, να γυρίζουν δηλαδή τη μυλόπετρα, ήταν πολύ βαριά.