Κι εκείνη στην αρχή αρνιόταν (τα πάντα) και έλεγε να κάνω ό,τι θέλω, γιατί δεν ήξερε τίποτε· όταν όμως εγώ αναφέρθηκα στον Ερατοσθένη και της είπα πως αυτός είναι ο λεγάμενος που πηγαίνει με τη γυναίκα μου, σάστισε νομίζοντας ότι εγώ ήξερα τα πάντα με κάθε λεπτομέρεια. Και τότε πλέον έπεσε στα γόνατά μου και, αφού έλαβε από μένα τη διαβεβαίωση ότι δεν θα πάθει κανένα κακό, δήλωνε με απόλυτη σαφήνεια, πρώτον μεν, πώς μετά την κηδεία την πλησίασε (ο Ερατοσθένης), πώς μετά αυτή στο τέλος ήρθε κι έφερε τα μηνύματα (στην κυρά της) και πώς εκείνη με τον καιρό πείστηκε και με ποιους
τρόπους έκανε τις επισκέψεις ο λεγάμενος και πώς στα Θεσμοφόρια,1 ενώ εγώ βρισκόμουν στα χωράφια, πήγε στο ιερό με τη μητέρα εκείνου· και όλα τ’ άλλα που έγιναν τα αφηγήθηκε με ακρίβεια. ΄Όταν όλα είχαν λεχθεί από την πλευρά της, της είπα εγώ « αυτά να μην τα μάθει κανείς· ειδεμή, τίποτα δεν θα ισχύει απ’ όσα σου υποσχέθηκα. ΄Εχω, δε, την αξίωση από σένα, αυτά που μου ’πες να μου τα δείξεις μπροστά στα μάτια μου· γιατί εγώ δεν έχω καμιά ανάγκη τα λόγια, αλλά θέλω το πράγμα να γίνει φανερό, αν είναι έτσι όπως τα λες».
Υποσχέθηκε να τα κάνει (αυτά που ζήτησα). Στη συνέχεια, πέρασαν τέσσερις ή πέντε μέρες, ***** 2 όπως εγώ θα σας το αποδείξω με σημαντικά τεκμήρια. Πρώτα θέλω να σας διηγηθώ όσα έγιναν την τελευταία μέρα. Ο Σώστρατος ήταν δικός μου άνθρωπος και φίλος. Αυτόν τον συνάντησα μετά τη δύση του ήλιου να έρχεται απ’ το χωράφι. Ξέροντας λοιπόν ότι φθάνοντας τέτοια ώρα
δεν θα έβρισκε στο σπίτι κανέναν από τους δικούς του, τον κάλεσα να δειπνήσει μαζί μου· και ερχόμενοι σπίτι μου, ανεβήκαμε στον πάνω όροφο και δειπνούσαμε. Αφού πέρασε καλά κι ευχαριστήθηκε, εκείνος σηκώθηκε και έφυγε, κι εγώ κοιμήθηκα. Τότε ο Ερατοσθένης, άνδρες δικαστές, μπαίνει στο σπίτι, και αμέσως η υπηρέτρια με ξυπνάει και μου λέει ότι είναι μέσα. Εγώ, λοιπόν, αφού της είπα να προσέχει την πόρτα, κατεβαίνω σιωπηλός, βγαίνω έξω και πάω στο σπίτι του ενός και του άλλου, και άλλους τους πέτυχα μες στο σπίτι τους, άλλους όμως δεν τους βρήκα στην πόλη. Παρέλαβα λοιπόν όσο το δυνατόν περισσότερους, όσους επέτρεπαν οι παρούσες συνθήκες, και πήρα τον δρόμο μαζί τους για το σπίτι μου. Κι αφού πήραμε δάδες από το κοντινότερο παντοπωλείο, μπαίνουμε μέσα, καθώς η πόρτα ήταν ανοιχτή και είχε κρατηθεί έτσι από το ανθρωπάριο (την υπηρέτρια) του σπιτιού. Με το που σπρώξαμε την πόρτα του κοιτώνα, οι πρώτοι που μπήκαμε είδαμε αυτόν να είναι ακόμα ξαπλωμένος δίπλα στη γυναίκα μου, και όσοι μπήκαν μετά τον είδαν να στέκεται γυμνός στο κρεβάτι. Τότε εγώ, άνδρες δικαστές, τον χτύπησα και τον έριξα κάτω και, αφού του έδεσα πισθάγκωνα τα χέρια, τον ρωτούσα γιατί με ατιμάζει μπαίνοντας σπίτι μου. Κι εκείνος ομολογούσε , ναι, ότι με έχει βλάψει, μα με θερμοπαρακαλούσε και με ικέτευε να μην τον σκοτώσω αλλά να δεχθώ χρήματα.3 ΄Όμως εγώ του είπα ότι « δε θα σε σκοτώσω εγώ, αλλά ο νόμος της πόλης, τον οποίο παραβαίνοντας εσύ τον έκρινες μικρότερης αξίας από τις ηδονές σου και προτίμησες να διαπράττεις τέτοια ατιμία προς τη γυναίκα μου και τα παιδιά μου, παρά να πείθεσαι στους νόμους και να ’σαι κόσμιος». […]
Και ο μεν Ερατοσθένης, αγαπημένοι αναγνώστες του ΠΕΡΙ ΟΥ, εγκατέλειψε τον μάταιο τούτο κόσμο ‒ Θεός σχωρέσ’ τον ‒, ο δε Ευφίλητος βάσει του νόμου και των προσαχθέντων μαρτύρων πρέπει να κηρύχθηκε αθώος. ΄Οσο για τη σύζυγο, συνήθως η μοιχαλίδα εκδιωκόταν από το σπίτι του συζύγου, και ποιος ξέρει τι ζωή την περίμενε, καθώς ο νόμος τής απαγόρευε να εισέρχεται στα ιερά, θεωρούμενη μιασμένη και ασεβής· εάν τον παρέβαινε, τότε θα μπορούσε οποιοσδήποτε, χωρίς να τιμωρηθεί, να της επιβάλει οιανδήποτε τιμωρία ήθελε εκτός του θανάτου.
Και όμως, και όμως, και παρ’ όλα αυτά, η μοιχεία ανθούσε, και η γυναίκα έβρισκε χίλιους δυο τρόπους να ικανοποιήσει και τις δικές της ανάγκες … ζώντας σε μια κοινωνία όπου ο άντρας διακήρυττε ότι «τις εταίρες τις έχουμε για την απόλαυση, τις παλλακίδες για την καθημερινή φροντίδα του σώματος (καταλαβαίνουμε, φυσικά, τι υπονοείται…), και τις συζύγους για την απόκτηση γνήσιων τέκνων και για να τις έχουμε πιστούς φύλακες της εστίας μας».
1)Για την εορτή των Θεσμοφορίων βλ. σχ. 2 κειμένου μας με μεταφρασμένο απόσπασμα από τις Θεσμοφοριάζουσες του Αριστοφάνη ( στήλη: Μεταφρασμένη Αρχαία Ποίηση, 7/7/2019).
2) Υπάρχει χάσμα στο αρχαίο κείμενο.
3) Στην αρχαία Αθήνα ο άντρας που έπιανε επ’ αυτοφώρω κάποιον άλλον με τη γυναίκα του, την κόρη, τη μητέρα, την αδελφή αλλά και την παλλακίδα του, είχε το δικαίωμα εκ του νόμου να τον φονεύσει χωρίς να τιμωρηθεί. Συχνά ο μοιχός γλίτωνε τη ζωή του πληρώνοντας στον απατημένο σύζυγο ένα μεγάλο χρηματικό ποσό ως αποζημίωση. Στην περίπτωση αυτή, ο σύζυγος μπορούσε να κρατήσει τον μοιχό φυλακισμένο, μέχρις ότου ο τελευταίος δώσει εγγύηση για την πληρωμή των συμφωνηθέντων, και να τον υποβάλει σε ό,τι βασανιστήρια ήθελε, αρκεί να μη χρησιμοποιούσε μαχαίρι. Υπήρχε, βέβαια, για τον σύζυγο και η δυνατότητα της δικαστικής οδού.