Όταν κάποιος περήφανος γιος του ανθρώπου επιστρέφει στη γη
Που η δόξα δεν τον γνωρίζει, μα τον στηρίζει η καταγωγή
Η τέχνη του γλύπτη εξαντλεί την μεγαλοπρέπεια της λύπης
Και τεφροδόχοι χιλιοπαινεμένες λένε ποιοι αναπαύονται από κάτω:
Όταν όλα θα έχουν τελειώσει, πάνω στον τάφο θα φαίνεται,
Όχι αυτό που ήταν, αλλά αυτό που έπρεπε να ήταν:
Αλλά ο κακόμοιρος ο σκύλος, στη ζωή ο πιο σταθερός φίλος,
Ο πρώτος που σε καλωσορίζει, έτοιμος πάντα να σε υπερασπιστεί,
Που η τίμια καρδιά του ανήκει πάντα στον κύριό του,
Που εργάζεται, μάχεται, ζει κι αναπνέει για ‘κείνον μονάχα.
Ατίμητος πέφτει κι όλη του η αξία ένα τίποτα περνιέται,
Aκόμη και τη ψυχή του που είχε στη γη, τα ουράνια την αρνούνται,
Όταν ο άνθρωπος, ένα ματαιόδοξο έντομο! ελπίζει να συγχωρεθεί,
Απαιτώντας για τον εαυτό του έναν αποκλειστικό παράδεισο.
Αχ άνθρωπε εσύ αδύνατε, ένοικε της μιας ώρας
Ταπεινωμένος στην σκλαβιά ή διεφθαρμένος στην εξουσία,
Όποιος σε ξέρει καλά, ω μάζα θλιβερή έμψυχης σκόνης,
Πρέπει με αηδία να σ’ αφήσει!
Η αγάπη σου είναι πόθος, κλοπή η φιλία σου όλη ,
Τα χαμόγελά σου υποκρισία, κι οι λέξεις σου απάτη!
Από τη φύση σου αχρείος, μόνο στο όνομα ευγενής,
Κάθε συγγενικό θηρίο ντρέπεται και κοκκινίζει.
Ω, εσείς που κατά τύχη βλέπετε αυτή την απλή τεφροδόχο,
Ας προσπεράσετε – δεν τιμά κανέναν που εύχεστε να θρηνήσετε:
Μόνο για να θυμίζουν τα λείψανα ενός φίλου, υψώνονται αυτές οι πέτρες:
Δεν ήξερα παρά μόνον έναν – κι αυτός εδώ αναπαύεται.