Ο Φραντζ Βέρφελ (Πράγα 1890- Λος Άντζελες 1945) ήταν ένας γερμανόφωνος ποιητής, δοκιμιογράφος, μυθιστοριογράφος και συγγραφέας θεατρικών έργων
Στενές οι σχέσεις του με συγγραφείς της γενιάς του (Max Brod, Franz Kafka κ.α) τα χρόνια που διέμεινε στην Πράγα, ενώ το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του έζησε στη Βιέννη, από την οποία και έφυγε το 1938 για να μην βρεθεί κάτω από το καθεστώς του Γ’ Ράιχ. Όπως πολλοί άλλοι Γερμανοί εμιγκρέδες, εγκαταστάθηκε στο Λος Άντζελες, όπου και πέθανε το 1945.
Προσωπικότητα, λοιπόν, κομβική των Γερμανικών Γραμμάτων για το πρώτο μισό του 20ου αιώνα, που στη χώρα μας παραμένει μάλλον άγνωστος καθώς μόνο ένα του έργο μέχρι πριν από λίγο είχε μεταφραστεί στα ελληνικά («Οι σαράντα μέρες του Μουζά Νταγκ», Εστία, 1990).
Τον Δεκέμβριο του 2021, οι Εκδόσεις Ροές, δώσανε στην κυκλοφορία τη νουβέλα «Μια αχνογάλαζη γυναικεία γραφή» και μας προσφέρανε την ευκαιρία να απολαύσουμε ένα έργο όπου η κοινωνική κριτική συμπορεύεται με τις αποκαλύψεις μιας ψυχαναλυτικής περιγραφής της μεγαλοαστική τάξης της Αυστρίας εκεί στα χρόνια λίγο πριν το Άνσλους (την ‘ειρηνική’, δηλαδή, προσάρτηση της χώρας στη Γερμανία του Γ’ Ράιχ).
Ο κεντρικός ήρωας -με το χαρακτηριστικό όσο και παράξενο για Γερμανό όνομα, Λεωνίδας- αν και προέρχεται από χαμηλά οικονομικά στρώματα, καταφέρνει με τον γάμο του με πλούσια κληρονόμο της μεγαλοαστικής τάξης να αναρριχηθεί σε υψηλή κρατική θέση και να απολαμβάνει τις ανέσεις του χρήματος, μα και τον σεβασμό μιας γραφειοκρατικής πολιτικής ελίτ που δεν θέλει να βλέπει τον επερχόμενο κίνδυνο.
Αλλά μια επιστολή που θα λάβει ανάμεσα σε άλλες ευχετήριες κάρτες για τα πεντηκοστά του γενέθλια, θα σταθεί η αφορμή να έρθει στην επιφάνεια το προσεχτικά θαμμένο, ακόμα και στη μνήμη του, εξωσυζυγικό του παραστράτημα με μια νεαρά γυναίκα που είχε αποτελέσει και τον μεγάλο και μόνο έρωτα της ζωής του.
Η επιστολή της παλιάς ερωμένης (που περιέχει μια παράκληση για να βοηθηθεί ένας νεαρός) θα ξυπνήσει στον Λεωνίδα από τη μια τις τύψεις του για τον τρόπο που της είχε συμπεριφερθεί, αλλά παράλληλα θα τον κάνει να χάσει την βεβαιότητα της καθημερινότητάς του, καθώς υποψιάζεται πως ο νεαρός που καλείται να βοηθήσει, είναι ο γιος του.
Μέσα σε μια τέτοια -φαινομενικά στερεοτυπική κατάσταση- ο Βέρφελ καταφέρνει να σαρκάσει τον ανδρικό εγωκεντρισμό και την φοβία εκείνου που σε σαθρά θεμέλια έχει χτίσει μια έτσι κι αλλιώς κενή περιεχομένου εικόνα. Αλλά πίσω από την ατομική περίπτωση, είναι ξεκάθαρες και οι αναφορές προς μια κοινωνία που αφήνεται να παρασυρθεί προς την καταστροφή της χωρίς να φέρνει την όποια αντίσταση και χωρίς ούτε καν να υποψιάζεται έστω και την υπόνοια μιας συλλογικής ευθύνης.
Η τεχνική της αφήγησης δεν θα παραλείψει και την ανατροπή, αλλά κυρίως στηρίζεται σε μια δομή όπου η αποστασιοποιημένη τριτοπρόσωπη αφήγηση δίνει συχνά τη θέση της σε μια μη ελεγχόμενη εξομολόγηση.
Έτσι ο σαρκασμός αποκτά μια τρυφερότητα που με τη σειρά της τον κάνει να γίνει περισσότερο κοφτερός.
Όπως σε κάθε μεγάλο έργο, έτσι κι εδώ δεν υπάρχει ξεκάθαρα το καλό και το κακό, αλλά τα άτομα που άλλοτε ελέγχουν τις συνθήκες και άλλοτε ελέγχονται από αυτές.
Η μετάφραση του έμπειρου Βασίλη Πατέρα είναι ρέουσα και υπηρετεί τις αφηγηματικές απαιτήσεις.
Ιδιαίτερα κατατοπιστικό και το Επίμετρο της Πελαγίας Τσινάρη.