Η γλώσσα (προφορική ή γραπτή) ενός παραμυθιού έχει ιδιαίτερους κανόνες για να υλοποιηθεί
Απαιτεί τη χρήση παρομοιώσεων, ατμοσφαιρικών περιγραφών* επιστρατεύει τη δυναμική των μυστικών και στηρίζεται στη δύναμη των συμβολισμών.
Τα παραμύθια διαθέτουν δυο στρώσεις ανάγνωσης. Στην πρώτη, αυτή της επιφάνειας, υπάρχουν οι περιγραφές. Στη δεύτερη, την εσωτερική, θα βρούμε τις απόψεις, τις θέσεις, τα συναισθήματα.
Τα παραμύθια είναι συνήθως ντυμένα με τα ενδύματα της φαντασίας. Αλλά το σώμα που έχουν αυτά τα ρούχα ντύσει, είναι σώμα σάρκινο και παλλόμενο από αίμα που κοχλάζει.
Τα παραμύθια κάποτε υπήρχαν για να ενδυναμώνουν ψυχές, να ενεργοποιούν αντιδράσεις, να κρίνουν καταστάσεις, να προτείνουν λύσεις.
Σήμερα όλα αυτά μπορούν να γίνουν με άλλες μορφές πεζογραφίας -με μυθιστορήματα, νουβέλες, διηγήματα. Και τα παραμύθια έχουν περιοριστεί -στην ουσία από τη μια οι συγγραφείς και από την άλλη οι αναγνώστες-τα περιόρισαν- στον χώρο της λογοτεχνίας για παιδιά και μάλιστα παιδιά μικρών ηλικιών.
Ε, λοιπόν, αυτό είναι λάθος.
Και δεν χρειάζεται παρά μόνο ένας ανήσυχος συγγραφέας, ένα πεζογράφος που ολοένα πειραματίζεται, για να δημιουργήσει ένα παραμύθι που θα φέρνει στην επιφάνεια μια γνωστή ιστορία, αλλά πλέον τώρα φωτισμένη και με μια ακόμα απόχρωση. Αυτή του παραμυθιού.
Ως παραμύθι, λοιπόν, έχει ο ίδιος ο Jean – Claude Grumberg χαρακτηρίσει το πεζογράφημά του «Η πιο πολύτιμη πραμάτεια».
Ο Grumberg είναι μια γνωστή προσωπικότητα του γαλλικού θεάτρου -πολλά και άρτια τα έργα του. Πολλά και τα σενάρια τα οποία έχει γράψει για τον κινηματογράφο και την τηλεόραση. Ακόμα μελέτες και παιδικά βιβλία. Έχει βραβευτεί, έχει αναγνωριστεί από το πλατύ κοινό, μα και από του ειδικούς του χώρου.
Με εβραϊκή καταγωγή (παππούς και πατέρας χαθήκανε στα ναζιστικά στρατόπεδα) γεννήθηκε στο Παρίσι το 1939.
Και με αυτό το βιβλίο του θέλησε να χρησιμοποιήσει τη δομή ενός παραμυθιού για να αφηγηθεί το δράμα μιας οικογένειας εβραίων.
Το πιθανότερο να βασίστηκε σε προσωπικές και οικογενειακές εμπειρίες.
Και τα όσα θέλησε να περιγράψει ασφαλώς και μας είναι πλέον και γνωστά και με πολλούς τρόπους έχουν καταγραφεί μέσα στην Τέχνη -πεζογραφία, ποίηση, κινηματογράφο, θέατρο.
Τώρα, όμως, ο Grumberg χρησιμοποιεί το παραμύθι.
Και αφηγείται το δράμα ενός εβραίου πατέρα που χωρίς να αφήσει τον εαυτό του να χάσει πολύτιμο ζωοδότη χρόνο, με κίνηση αυθόρμητη και πέρα από την όποια ανθρώπινη λογική επιλέγει ένα από τα δυο δίδυμα βρέφη του να το σώσει πετώντας το από το τραίνο που τους μεταφέρει σε κάποιο στρατόπεδο.
Ένα μωρό φασκιωμένο σε πολύτιμο σάλι, θα γίνει η ακριβή πραμάτεια ενός τραίνου που περνά και που μια ηλικιωμένη ξυλοκόπος θα μαζέψει εκπληρώνοντας το όνειρό της μητρότητας.
Από εκεί και πέρα υπάρχει το δάσος, υπάρχει ο αγράμματος κόσμος που έχει παραπλανηθεί, αλλά υπάρχουν και κάποιοι που δεν αποδέχονται πως μέσα σε ένα αθώο πλάσμα κρύβεται κάτι επικίνδυνο και σατανικό.
Το παραμύθι, όπως όλα τα παραμύθια, διαθέτει κάθαρση.
Κάθαρση που ξαφνικά μας περνά από το χώρο της παραμυθίας στον χώρο του ρεαλισμού. Κι έτσι μας φέρνει και πάλι στην ιστορική γνώση και μας βοηθά και μ΄ ένα ακόμα τρόπο να επιβεβαιώσουμε την απόφαση της ανθρωπότητας που με δυο λέξεις -Ποτέ ξανά- έχει χαραχθεί στην είσοδο μουσείου ναζιστικού στρατοπέδου.
Ολιγοσέλιδο βιβλίο, έντονα φορτισμένο, πυκνών συμβολισμών. Η μετάφραση της Ρούλας Γεωργακοπούλου πρέπει να διατήρησε το μείγμα παραμυθίας και τραυματισμού που θα πρέπει να διαθέτει το πρωτότυπο.