Γεμίζουν τα πνευμόνια σου κι απλώνονται,
φτερoύγες αίμα ρόδινο, κι αδειάζουν τα οστά σου,
κούφια γίνονται.
Εισπνέεις και σαν αλεξίπτωτο ανυψώνεσαι
Η καρδιά σου ανάλαφρη κι αυτή, γιγάντια,
με ατόφια χαρά χτυπά, με ατόφιο Ήλιο.
Του ήλιου οι λευκοί άνεμοι απ’ άκρη σ’ άκρη σου φυσούν,
πάνω από σένα τίποτα,
τώρα τη γη πετράδι βλέπεις αυγουλόσχημο,
ν’ αστράφτει θαλασσογάλαζη απ’ αγάπη.
Μα είναι μόνο στ’ όνειρο που αυτό μπορείς να κάνεις.
Ξυπνάς, κι είναι η καρδιά σου γροθιά σφιγμένη,
σκόνη λεπτή φράζει τον αέρα που εισπνέεις ˚
καυτό βαρίδι μπακιρένιο, βαριά καταπλακώνει ο ήλιος
το ροδαλό του στοχασμού δακτύλιο στο κρανίο σου.
Και πάντα ειν’ η στιγμή μόλις πριν την εναρκτήρια τουφεκιά
που προσπαθείς, ξανά και πάλι, να σηκωθείς μα δεν μπορείς.