ΤΙ ΕΙΠΕ ΤΟ ΧΕΛΙΔΟΝΙ
Είναι τόσο θλιβερά
στις πόλεις
των ανθρώπων
όταν φτάνω
Το δακρυσμένο
μάτι μου
με του ταξιδευτή
το βλέμμα
το αποφασιστικό
το κρίνει
Στα επαναλαμβανόμενα
μπαλκόνια
απλωμένα ρούχα
παπλώματα που λιάζονται
ντουλάπες υπαίθριες
για το συνωστισμένο
βιός τους
Δεν ξέρω εγώ
πού κρύβονται
ολημερίς
αλλά στον ουρανό μου
δεν τους συνάντησα
ποτέ
Κάποιες κουκκίδες
που και που
έχω διακρίνει
απο ψηλά
να στροβιλίζονται
χωρίς προορισμό
σε αδιέξοδους δρόμους
Ο ΕΠΙΣΚΕΠΤΗΣ
Στον κόκκινο πλανήτη
ένας μοναχικός
ηλιακός άνεμος
περιδιαβαίνει
την αιώνια πορτοκαλί
ημέρα
Ατέρμονη η δύση
στωική εγκαρτέρηση
για το τέλος μιας
τιμωρίας
Ο επισκέπτης
έφτασε
μετρώντας διαφορετικά
και σηματοδότησε
την αρχή του χρόνου
εδώ
Διαπίστωσε
πόσο αμόλυντη είναι
αυτή η γη
μέσα στη μοναξιά της
Χωρίς τελώνια
είναι πια ο ουρανός της
Χωρίς ηλεκτρισμό
από κίνηση και πράξεις,
αγνός τώρα
ο κόσμος της
«Πάτερ ημών ο εν τοις ουρανοίς…»
Ξέφυγε από τα χείλη
η προσευχή…
με την ορμή κάποιας ανάμνησης
δυνατής
Τώρα,
κάτω απ’ την κόκκινη την σκόνη
την πηχτή
μόνος του ψάχνει
τις Βηθλεέμ αυτού του τόπου
πού έχουν θαφτεί
Να προσκυνήσει θέλει
να ονομάσει..
και είναι αυτό
μια ανάγκη επιτακτική …